Η ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Πάνω από 30 χρόνια οι πλούσιες οικονομίες της Δύσης έρχονται αντιμέτωπες με τη διαλεκτική του πλούτου και της πενίας. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα επιτρέπουν τη συσσώρευση υλικού πλούτου πρωτοφανούς. Η ευμάρεια κοινωνικών ομάδων και η επιδεικτική κατανάλωση που τη συνοδεύει είναι μοναδική στα ιστορικά χρονικά, εκτός αν αναλογισθούμε, τηρουμένων των αναλογιών, μεσαιωνικούς δεσπότες και βασιλιάδες του μύθου.
Την ίδια στιγμή, ευρύτατα στρώματα αυτών των πλούσιων κοινωνιών ζουν σε συνθήκες στέρησης, φτώχιας και απαθλίωσης, συνθήκες που δεν έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον συσσωρευμένο πλούτο και τις παραγωγικές δυνατότητες του σήμερα, αλλά που θα ήταν αδιανόητες και, κοινωνικά και πολιτικά, απαράδεκτες σαράντα και πενήντα χρόνια πριν.
Τα αίτια είναι γνωστά. Η συσσώρευση του πλούτου δεν υπήρξε ένα παιγνίδι και όλους τους παίκτες να βγαίνουν κερδισμένοι. Οι πολλοί έχασαν και συνεχίζουν να χάνουν, οι λίγοι, οι πολλοί λίγοι, κέρδισαν και συνεχίζουν να κερδίζουν. Κερδίζουν τόσο στην άνθηση όσο και στην ύφεση της οικονομίας, κερδίζουν όταν οι ρυθμοί παραγωγής αυξάνονται και όταν οι ρυθμοί πέφτουν σε αρνητικά μεγέθη. Μόνο που σε κάθε ύφεση, αυξανόμενα στρώματα της κοινωνίας εντάσσονται στις τάξεις των χαμένων, με λιγοστές ελπίδες να ξαναβρούν στο μέλλον τη χαμένη εισοδηματική και κοινωνική τους κατάσταση.
Οι ειδικοί μας βεβαιώνουν ότι τα παιδιά μας θα ζήσουν χειρότερα από εμάς, εμείς, ως απλοί εργαζόμενοι, γνωρίζουμε ότι ζούμε χειρότερα από ό,τι έζησαν οι πατεράδες μας, αν αναλογισθούμε το συνολικό χρόνο που διαθέτει η πυρηνική οικογένεια σε δύο, τρεις ή και τέσσαρες διαφορετικές «εργασίες» για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες απαιτήσεις της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ξέρουμε, άλλωστε, ότι όταν θα συνταξιοδοτηθούμε, οι συντάξεις μας μόλις θα επαρκούν για μια γλίσχρη επιβίωση.
Οι ζοφερές εικόνες ενός μέλλοντος που είναι ήδη παρόν σχετίζονται άμεσα με την οργανωμένη κατασκευή της επισφαλούς κοινωνίας, της κοινωνίας που η ανασφάλεια σε κάθε στιγμή της ατομικής και κοινωνικής μας ζωής γίνεται εφιαλτικά παρούσα και αυξανόμενη. Η εργασιακή ανασφάλεια, η έλλειψη εργασιακής σταθερότητας αποδιαρθρώνει το παρόν, καθιστά αμφίβολο το μέλλον και ρευστοποιεί το παρελθόν. Οι νέοι μεταμοντέρνοι καιροί απαιτούν, έτσι τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ιδεολογικοί ιδαλγοί τους, από τους εργαζόμενους όχι γνώσεις, αλλά δεξιότητες, προσαρμοζόμενες με κόστος και ευθύνη του ίδιου και της ίδιας. Δεξιότητες που δημιουργούν στο συνδυασμό τους υβρίδια εργαζομένων, κατά την ακριβή, αλλά απάνθρωπη, έκφραση νεαράς και ενθουσιώδους συναδέλφου πριν μερικά χρόνια. Τα υβρίδια, όμως, έχουν μια ιδιότητα, γνωστή σε κάθε σχετικό: δεν αναπαράγονται. Οι άνθρωποι αναπαράγονται, ως βιολογικά όντα και ως φορείς της ικανότητας να εργάζονται, οι κοινωνίες βασίζονται στην ανθρώπινη αναπαραγωγή για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Και ακόμη περισσότερο: οφείλουν να την εξασφαλίσουν.
Η διαλεκτική του πλούτου και της πενίας, η πενία ως προϋπόθεση του πλούτου, δεν μας είναι άγνωστη. Όταν διαπιστώθηκε ότι η συσσώρευση πλούτου οδηγούσε όχι στην εξάλειψη των ανισοτήτων, αλλά στη διεύρυνσή τους, στο Λονδίνο στο τέλος του 19ου αιώνα, οι πρωτοποριακές, μακροχρόνιες και αναλυτικές, επιτόπιες έρευνες του Booth έδειξαν, έστω και μέσα από ιδεολογικές στρεβλώσεις επιβαλλόμενες από τη βικτωριανή ηθική, ότι η ανασφάλεια της εργασίας, η έλλειψη τακτικής απασχόλησης, ήταν το βασικό αίτιο για την ανεργία, τη φτώχια και την κοινωνική περιθωριοποίηση σχεδόν το 30% των Λονδρέζων. Ίδια αποτελέσματα έδωσαν έρευνες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και αλλού. Κατά της επισφαλούς εργασίας αναφέρθηκε ο Beveridge, προτείνοντας τα γραφεία εργασίας και τα επιδόματα ανεργίας ως θεσμούς καταπολέμησης της επισφάλειας, ενώ ο A. Marshall θεωρούσε την επισφαλή εργασία ως κατάλοιπο του παρελθόντος, δείγμα έλλειψης εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της Αγγλίας των αρχών του 20ου αιώνα.
Στο τέλος του αιώνα και στις αρχές του τωρινού, η επισφαλής εργασία έγινε από ανάθεμα και ιστορικό κατάλοιπο ευχή και δείγμα εκσυγχρονισμού. Μόνο η έλλειψη κοινωνικών αναφορών και ιστορικής παιδείας, η κατανόηση της αγοράς εργασίας ως υποσυστήματος υποχρεωμένου να απορροφά τους μικρούς και μεγάλους κραδασμούς της οικονομίας, και ο απανθρωπισμός του εργαζόμενου, η απόλυτη ρευστοποίησή του, ερμηνεύουν αυτές τις ανόητες απόψεις που, παρά την ανοησία τους, αναδεικνύονται σε κυρίαρχες.
Το αφιέρωμα του «Εντός Εποχής» δείχνει την άλλη εικόνα. Γραμμένο από συναδέλφους που πρωτοστάτησαν στην κίνηση των Πανεπιστημιακών κατά της Κρίσης, αναδεικνύει τα ουσιαστικά προβλήματα.
Ο Γιάννης Κουζής επιχειρεί μια χαρτογράφηση της εργασιακής επισφάλειας, ενώ ο Χρίστος Παπαθεωδόρου δείχνει ότι η φτώχια δεν οφείλεται στην έλλειψη εργασίας, αλλά στον τρόπο που οργανώνεται η κοινωνική πολιτική. Την επιλεκτικότητα των κρατικών κοινωνικών πολιτικών που εδράζεται στην υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων επισημαίνει η Δέσποινα Παπαδοπούλου. Όταν τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται σε ατομικά προνόμια, καμιά ηλεκτρονική διαφάνεια δεν μπορεί να αποκαταστήσει κανόνες ισονομίας. Το άρθρο της Όλγας Στασινοπούλου αναδεικνύει έναν άλλο χώρο «παραγωγής» της εργασιακής επισφάλειας, το χώρο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην Ψυχική Φροντίδα.
Συνιστώ θερμά την επιμελή ανάγνωση του άρθρου της Ιωάννας Καυτανζόγλου. Όχι μόνο για την εξαιρετική γνωσσική διαχείριση του θέματος – πράγμα δυστυχώς σπάνιο - όσο για το γεγονός ότι, ενώ μοιάζει παράταιρο, όμως είναι στην καρδιά του προβλήματος του αφιερώματος, πρόβλημα που αναδεικνύει με διαύγεια το επίδικο αντικείμενο του χρόνου και της διαχείρισής του.
Τα άρθρα των Σταύρου Μουδόπουλου και Λευτέρη Κρέτσου κλείνουν το αφιέρωμα εξετάζοντας το ρόλο των συνδικάτων. Ο Μουδόπουλος επισημαίνει τα νομικά κωλύματα για τη συνδικαλιστική κάλυψη των επισφαλώς εργαζομένων, κωλύματα που δεν περιορίζονται μόνο στο νομικό τύπο. Ο Κρέτσος δείχνει πως, ενώ οι νέοι, κυρίως επισφαλώς, εργαζόμενοι δείχνουν διάθεση συμμετοχής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις υψηλότερη από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, τα συνδικάτα αδιαφορούν και τους αποκλείουν από τις οργανωτικές δομές, τα όργανα και τις πολιτικές.
Τέλος, το άρθρο της Μαρίας Καραμεσίνη αιτιολογεί γιατί οι μορφές αυτές εργασίας είναι επισφαλείς. Η μείωση των θέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γίνεται αυτόματα μα την ύφεση, ενώ η μετατροπή θέσεων πλήρους ωραρίου σε θέσεις μερικής απασχόλησης, γνωστή, άλλωστε, και από τα καθ’ ημάς, δείχνει το ποιοι πληρώνουν εκ νέου την κρίση.
Το αφιέρωμα δεν ολοκληρώνει την παρουσίαση του προβλήματος. Είναι, όμως, μια πρώτη, συστηματική προσπάθεια καταγραφής, βασισμένη σε πολύχρονες ερευνητικές προσπάθειες των συμμετεχόντων. Είναι, ταυτοχρόνως, και μια υπόσχεση για το μέλλον. Για να μειώσουμε τους βαθμούς αβεβαιότητας.

ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Γιάννης Κουζής
Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι έννοιες της εργασιακής ανασφάλειας και της επισφαλούς εργασίας παραπέμπουν σε ένα σύνολο παραγόντων που διαμορφώνουν και ενισχύουν το αίσθημα της μη ασφάλειας για το παρόν και το μέλλον των εργαζομένων.
Το αίσθημα αυτό της ανασφάλειας εκδηλώνεται από την αδυναμία κάλυψης των σύγχρονων αναγκών λόγω της μη ένταξης στην αγορά εργασίας αλλά και εξαιτίας του περιεχομένου της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την ύπαρξη και τη διατήρηση της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την επάρκεια του μισθού, αλλά και τη διατήρηση του ύψους του εισοδήματος. Ανασφάλεια για τη διατήρηση του εργασιακού αντικειμένου, της θέσης εργασίας. Ανασφάλεια για τις διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον.
Τα φαινόμενα αυτά αποκτούν μεγαλύτερη ένταση, όταν η θέση εργασίας είναι επισφαλής, ευρισκόμενη σε συνεχή απειλή για το μέλλον της.
Ένα μείγμα , λοιπόν, ανασφάλειας και επισφάλειας για τον κόσμο της εργασίας δημιουργεί την σύγχρονη κυρίαρχη, και όχι περιθωριακή, εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας. Έρευνα για λογαριασμό της ΓΣΕΕ , πριν ακόμη από την εκδήλωση της κρίσης (καλοκαίρι του 2008), έδειξε ότι το 75% των μισθωτών, συμπεριλαμβανομένων και του δημόσιου τομέα, νοιώθει ανασφάλεια για το εργασιακό του μέλλον! Υπερβολή; Μάλλον όχι, αν εξετάσει κανείς το σύνολο των παραμέτρων που διαμορφώνουν το σύγχρονο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, και με το δεδομένο ότι η ανασφάλεια για το εργασιακό μέλλον δεν περιορίζεται μόνο στο φόβο της ανεργίας. Πώς, λοιπόν, προκύπτει αυτό το εκτεταμένο αίσθημα της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας; Ποιες κατηγορίες περιλαμβάνει;
1) Τους 443.000 ανέργους ( Ιούνιος 2009) από τους οποίους οι 191.000 είναι μακροχρόνιοι και μόλις οι 95.000 λαμβάνουν το πενιχρό σε ύψος και διάρκεια επίδομα ανεργίας. Ας σημειωθεί ότι από το σύνολο των ανέργων οι 104.000 απολύθηκαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2009. Ο φόβος της ανεργίας είναι τόσο έντονος ώστε, ήδη πριν από την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της κρίσης, το 45% των μισθωτών σημείωνε τον κίνδυνο της ανεργίας για το ίδιο και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον.
2) Τους εργαζόμενους στο ευρύ φάσμα της ευέλικτης, κατά κανόνα, επισφαλούς, χαμηλά αμειβόμενης εργασίας και με έντονο το στοιχείο της καταστρατήγησης των όποιων δικαιωμάτων. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται:
• Οι 355.000 προσωρινά απασχολούμενοι από τους οποίους οι 100.000 στο δημόσιο, ενώ 49.000 από τους ανέργους που απασχολούνταν το 2008 βρέθηκαν στην ανεργία λόγω της λήξης της προσωρινής σύμβασής τους.
• Οι 273.000 μερικά απασχολούμενοι, από τους οποίους οι 31.000 στο δημόσιο, τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος (130.000) καταλήγει στη μερική γιατί δεν βρίσκει πλήρη απασχόληση, ενώ ένα άλλο σημαντικό τμήμα οδηγείται σε αυτήν όχι, απαραίτητα, από εισοδηματική επάρκεια αλλά ωθούμενο από τις ειδικές συνθήκες των άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του.
• Οι περί τους 15.000 εργαζόμενοι με καθεστώς δανεισμού μέσω γραφείων προσωρινής ενοικίασης εργασίας .
• Οι περί τους 20.000 εργαζόμενοι με καθεστώς «αλληλέγγυου δανεισμού», συνήθως μακρόχρονου, στο πλαίσιο επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου (πχ. τραπεζικού) που παραχωρούν εργαζόμενους εταιρείας χαμηλότερου κόστους σε άλλη με τη διατήρηση του ίδιου εργασιακού καθεστώτος.
• Οι περί τους 80.000 εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας.
• Οι περί τους 40.000 εργαζόμενοι με καθεστώς stage.
• Οι περί τους 300.000 «αυτοαπασχολούμενοι με μπλοκάκι» που είτε εκπροσωπούν κραυγαλέες περιπτώσεις καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας, είτε ανήκουν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας με εντονότερο το στοιχείο της εξάρτησης από ένα εργοδότη.
• Οι περί τους 1.000.000 ανασφάλιστοι εργαζόμενοι.

Στις παραπάνω κατηγορίες, στις οποίες υπάρχουν και επικαλύψεις, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους του προβλήματος, ενός προβλήματος με κύρια θύματα τους νέους ,τις γυναίκες και τους μετανάστες. Οι νέοι μέχρι 29 ετών αντιπροσωπεύουν το 40% των ανέργων, οι γυναίκες το 58% των ανέργων και το 69% των μερικά απασχολούμενων, ενώ οι μετανάστες το 30% της ανασφάλιστης εργασίας.
3) Τους εργαζόμενους που εργάζονται με «κανονική» απασχόληση, αλλά η θέση τους απειλείται. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009 σημειώθηκαν 55.000 απολύσεις εργαζομένων σταθερής απασχόλησης, ενώ 23 επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 50 εργαζόμενους (μόνο το 0,5% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα) επέβαλαν την εκ περιτροπής εργασία (τετραήμερα, τριήμερα) την ίδια περίοδο που επιχειρήσεις της ίδιας κατηγορίας έθεσαν συνολικά σε διαθεσιμότητα 3.000 εργαζόμενους και χορήγησαν παράνομες «υποχρεωτικές άδειες» σε άλλους 4.000…
4) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική τους κατάσταση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους ή ανταποκρίνεται σε αυτές με μεγάλη δυσκολία. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται:
• Οι επίσημα χαμηλόμισθοι που αμείβονται μέχρι τα 2/3 του διάμεσου καθαρού μισθού των 980 ευρώ, δηλαδή μέχρι 650 ευρώ, και που αντιστοιχούν στο 18% του συνόλου της μισθωτής εργασίας.
• Οι εργαζόμενοι με αμοιβές και άνω του διάμεσου μισθού, αφού δηλώνεται, σε ποσοστό 61% του συνόλου των μισθωτών, η ανεπάρκεια και η μεγάλη δυσκολία κάλυψης των αναγκών.

5) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική ανεπάρκεια και στενότητα ωθεί στην επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου με τη μορφή της υπερωριακής εργασίας ( το 33% κάνει συχνές υπερωρίες), και της πολυαπασχόλησης όπως δηλώνει το 15% των μισθωτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια σειρά από αρνητικές παρενέργειες απέναντι στον ελεύθερο χρόνο και τους γενικότερους όρους της ποιότητας ζωής.
6) Τους εργαζόμενους που η ανεπάρκεια του μισθού εξωθεί σε δανεισμό, συχνά επαχθή, όταν το 53% των μισθωτών οφείλει δάνειο και από το οποίο το 79% δυσκολεύεται σοβαρά για την αποπληρωμή του.
7) Τους εργαζόμενους που, ωθούμενοι σε πρακτικές πλήρους εξατομίκευσης της εργασιακής σχέσης, συνδέουν την αμοιβή με την απόδοση, εντατικοποιούν την εργασία τους σε ένα κλίμα ανασφάλειας που επιβάλλει η ανάγκη κάλυψης του ατομικού πλάνου, η δημιουργία τεχνητών ανταγωνισμών μεταξύ συναδέλφων, το άγχος της περικοπής της αμοιβής, της απώλειας της θέσης ευθύνης, της δυσμενούς εξέλιξης στην καριέρα τους. Η μη επίτευξη των στόχων καταλήγει συχνά και σε οδυνηρές εξελίξεις (βλ αυτοκτονίες στη Γαλλία). Στην Ελλάδα το 25% περίπου των ιδιωτικών επιχειρήσεων, άνω των 10 εργαζομένων, έχει εισαγάγει συστήματα σύνδεσης αμοιβής και απόδοσης.
8) Τους εργαζόμενους ενόψει αναδιαρθρώσεων(τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών, εξαγορών, συγχωνεύσεων) που συνδέονται, κατά κανόνα, με μείωση προσωπικού μέσω των ομαδικών απολύσεων(32%) και της «εθελούσιας» εξόδου(43%).
9) Τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που προωθούν αλλαγές στους κανονισμούς εργασίας περιορίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα, και εισάγοντας νέους όρους αμοιβής και ευέλικτα ωράρια, όπως συνήθως συμβαίνει στο 70% των περιπτώσεων εξαγορών/ συγχωνεύσεων, στις περιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και των δημόσιων επιχειρήσεων μετά από μια και μόνη ζημιογόνο ετήσια πορεία. Οι εξελίξεις αυτές, και οι αλλαγές που επιφέρουν, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας ως προς τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων αλλά και των γενικότερων όρων διαβίωσης.
10) Τέλος, τους εργαζόμενους που, μέσα στην ίδια την επιχείρηση, βιώνουν την ψυχική ανασφάλεια, ως προσωπικό δεύτερης και τρίτης ταχύτητας, που συχνά μάλιστα παρέχει την ίδια εργασία με διαφορετικά δικαιώματα. Σε αυτή την κατηγορία, εκτός από τις κλασικές μορφές ευελιξίας, ανήκουν και οι νεοπροσλαμβανόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται σε διαφορετικό και δυσμενέστερο εργασιακό καθεστώς από το παλαιό προσωπικό. Πρόκειται για ένα επιπλέον εργασιακό καθεστώς στα άλλα 12(!) που καταγράφονται στο σύγχρονο δημόσιο τομέα…

ΚΡΙΣΗ, ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Το είδος και η φύση της πρόσφατης κρίσης έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονου θεωρητικού και πολιτικού διαλόγου. Προκλήθηκε από κάποιους κακούς χειρισμούς στο χρηματοπιστωτικό τομέα (εξαιτίας της απληστίας των golden boys) η αντανακλά εγγενείς αντιφάσεις και οργανικά προβλήματα των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών; Αφορά μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή αντανακλά μια δομική κρίση του συστήματος που έχει λάβει χώρα στην πραγματική οικονομία;
Ανεξαρτήτως από την συζήτηση για τα αίτια και την φύση της παρούσας κρίσης, ελάχιστα αμφισβητείται η επίπτωσή της στην φτώχεια. Είναι εξάλλου ένα από το λίγα θέματα θα συμφωνήσουν οι περισσότερες σχολές σκέψης, και φυσικά θα επιβεβαιώσουν τα εμπειρικά δεδομένα. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος οργάνωσης της κοινωνίας, μετά την δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει στις περισσότερες χώρες σε ουσιαστική αποδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, που θα μπορούσαν αν αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στα πλέον ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Η διαφημιζόμενη αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης και η επαναφορά των κεϊνσιανών παραδοχών για την εμπλοκή του κράτους στην οικονομία, δεν φαίνεται να επαληθεύονται στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Η εμπλοκή του κράτους περιορίζεται κυρίως στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς να ουσιαστικά να επεκταθεί στην διαδικασία διανομής του εισοδήματος.
Οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας βρίσκονταν σε αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία για απορρύθμιση των αγορών και απεμπλοκή του κράτους από την διανομή του εισοδήματος. Η αντίθεση αυτή εκφράστηκε κυρίως με δύο τρόπους. Πρώτον με την προσπάθεια μείωσης της εμπλοκής του κράτους στην διαδικασία διανομής του εισοδήματος μέσω κοινωνικών παροχών και τον περιορισμό της σχετικής κρατικής χρηματοδότησης. Δεύτερον με την αποδυνάμωση ή/και τον μετασχηματισμό των θεσμών κοινωνικής προστασίας ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στο νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό είναι εμφανές στην αυξανόμενη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην παροχή υπηρεσιών και αγαθών στο χώρο της περίθαλψης, της ασφάλισης και της εκπαίδευσης, που αποδείχτηκαν προνομιακό πεδίο για επικερδή επέκταση των δραστηριοτήτων του.
Την ίδια περίοδο η συζήτηση απομακρύνεται από ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων της κοινωνίας. Το κυρίαρχο παράδειγμα της ελεύθερης αγοράς πρεσβεύει ότι αυτή οδηγεί εξ ορισμού σε αύξηση της αποτελεσματικότητας και σε ορθολογικότερη κατανομή των πόρων. Η εμπλοκή του κράτους θεωρείται ότι δημιουργεί στρεβλώσεις από την άριστη κατανομή των πόρων και οδηγεί σε αναποτελεσματικότητες. Η κυρίαρχη ρητορεία όμως επιμένει στην έννοια της ελευθερίας των επιλογών των ατόμων ως αυτοσκοπό, χωρίς να επιχειρεί να την συνδέει με την αύξηση της αποτελεσματικότητας και χωρίς φυσικά να το τεκμηριώσει εμπειρικά. Σε ποιο βαθμό η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην κοινωνική προστασίας αυξάνει την αποτελεσματικότητά στην χρήση των πόρων; Μια γρήγορη ματιά στα διαθέσιμα δεδομένα θα μας δείξει ότι σε βασικούς τομείς της κοινωνικής προστασίας όπως στη περίθαλψη, την εκπαίδευση και την ασφάλιση, τα δημόσια συστήματα αποδεικνύονται, σε γενικές γραμμές, πιο αποτελεσματικά στην χρήση των διαθέσιμων πόρων από τα ιδιωτικά. Οι ΗΠΑ δαπανούν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ για περίθαλψη, αφήνοντας ταυτόχρονα το μισό σχεδόν πληθυσμό της χώρας ανασφάλιστο. Αντιθέτως, οι χώρες της ΕΕ που έχουν αναπτύξει δημόσια συστήματα περίθαλψης δαπανούν αντιστοίχως ένα πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα καθολική κάλυψη του πληθυσμού. Η Φιλανδία επίσης, με ανύπαρκτο ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα στον χώρο της εκπαίδευσης και με κοινό πρόγραμμα σπουδών σε όλα τα σχολεία, έχει ίσως το καλύτερο σύστημα εκπαίδευσης σύμφωνα με τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA. Οι μαθητές έχουν όχι μόνο τις υψηλότερες επιδόσεις (μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών) αλλά και πολύ μικρή διασπορά από την μέση επίδοση. Αντιθέτως χώρες όπως οι ΗΠΑ και το ΗΒ με μεγάλη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση, έχουν ένα σχετικά ακριβό σύστημα εκπαίδευσης, που συνοδεύεται από ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, και με μεγάλη διασπορά από την μέση επίδοση. Όσον αφορά την ασφάλιση, η εμπειρία των τελευταίων ετών και η πρόσφατη κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα κατέδειξε, εκτός των άλλων, την πλημμελή «ασφάλεια» και το υψηλό ρίσκο που χαρακτηρίζει την ιδιωτική ασφάλιση.

Ενδεικτικό του κυρίαρχου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας ήταν και ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώθηκαν στον κυρίαρχο διάλογο τα ζητήματα της φτώχειας και της οικονομικής αποστέρησης, που παραδοσιακά αποτελούσαν το βασικό νομιμοποιητικό πλαίσιο αιτιολόγησης της ανάπτυξης της κοινωνικής πολιτικής και της εμπλοκής του κράτους στη διανομή του εισοδήματος. Η ύπαρξη της φτώχειας από παράγοντα αμφισβήτησης των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομικών έχει εδώ και καιρό μετουσιωθεί στην κυρίαρχη ρητορεία των εθνικών και υπερεθνικών πολιτικών σε μηχανισμό υποστήριξης των φιλελεύθερων επιλογών για νομισματική σταθερότητα, απορρύθμιση των αγορών και περιορισμό των κοινωνικών δαπανών .
Η οικονομική ανισότητα και η φτώχεια, αντί για ενδημικό φαινόμενο των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομικών, αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα των ίδιων των ατόμων. Σύμφωνα με την άποψη που κυριαρχεί ακόμα στον δημόσιο αλλά και ακαδημαϊκό διάλογο η ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, και κατά συνέπεια η φτώχεια, αντανακλά την ικανότητα των ατόμων να αντλήσουν εισοδήματα κυρίως μέσω της εργασίας. Στο κυρίαρχο παράδειγμα των συμβατικών οικονομικών η αμοιβή της εργασίας ισούται με την οριακή της παραγωγικότητα. Άρα νομιμοποιείται ως δίκαιη αμοιβή. Ο μοναδικός τρόπος για να βελτιώσει ένα άτομο τις αποδοχές του είναι μέσω της εκπαίδευσης, και φυσικά της συσσωρευμένης εμπειρίας. Η κυριαρχία της θέσης αυτής αποτρέπει την διερεύνησης της ανισότητας και της φτώχειας στο πλαίσιο της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας και της διανομής του εισοδήματος μεταξύ κοινωνικών τάξεων, όπως παραδοσιακά έκανε η κλασική πολιτική οικονομία. Χρησιμοποιώντας την ορολογία των συμβατικών οικονομικών, θα λέγαμε ότι αποθαρρύνεται η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ λειτουργικής και προσωπικής διανομής του εισοδήματος. Η αντιμετώπιση της φτώχειας από συλλογική ευθύνη της κοινωνίας μετατρέπεται σε ατομική.
Στο πλαίσιο της κυρίαρχης αυτής προβληματικής υπερτονίζεται ο ρόλος της ανεργίας στην ερμηνεία της φτώχειας. Θεωρώντας την ανεργία ως διαθρωτική, η ευθύνη μετατίθεται στα ίδια τα άτομα που δεν μερίμνησαν να αποκτήσουν την κατάλληλη εκπαίδευση και δεξιότητες ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας που υπάρχουν στην αγορά. Η αντίληψη αυτή είναι εχθρική προς τις εισοδηματικές ενισχύσεις των ανέργων μέσω του συστήματος κοινωνικής προστασίας, εφόσον αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν τους ανέργους σε οκνηρία και σε εξάρτησή τους από τις κοινωνικές παροχές. Η παρέμβαση του κράτους επικεντρώνεται έτσι στην προώθηση των ονομαζόμενων «ενεργητικών πολιτικών», μέσω των οποίων σημαντικό τμήμα των κοινωνικών δαπανών μεταφέρονται στον ιδιωτικό τομέα με την μορφή των επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις για πρόσληψη ανέργων και ως αμοιβές για εκπαίδευση και κατάρτιση. Τα εμπειρικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την ταύτιση της ανεργίας με την φτώχεια (βλ Διάγραμμα 1). Αν και οι άνεργοι αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας, αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των φτωχών σε όλες τις χώρες της ΕΕ(15). Στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή των ανέργων στο σύνολο των φτωχών είναι μικρότερη του 10% ενώ σε καμία χώρα δεν ξεπερνάει το 16%. Μεγαλύτερη συμμετοχή στους φτωχούς έχουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, που όμως δεν απασχολούν αναλόγως τον σχετικό διάλογο. Ειδικότερα στην Ελλάδα οι μισοί περίπου φτωχοί είναι εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι. Η μείωση της ανεργίας από μόνη της, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, μόνο οριακή επίπτωση μπορεί να έχει στην μείωση της συνολικής φτώχειας.
Παρομοίως στο δημόσιο διάλογο η ανάγκη για μακροοικονομική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη προβάλλονται ως ο αδιαμφισβήτητος στόχος που οφείλουν να έχουν οι σύγχρονες οικονομίες, ενισχύοντας περισσότερο το νομιμοποιητικό πλαίσιο για την συρρίκνωσης της κρατικής δραστηριότητας στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής. Και αυτή όμως η υπόθεση δεν επαληθεύεται εμπειρικά. Όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 2 δεν υπάρχει καμία προφανής σχέση μεταξύ κατά κεφαλή ΑΕΠ και ποσοστού φτώχειας στις χώρες της ΕΕ. Οι διαφορές στα παρατηρούμενα ποσοστά φτώχειας αντανακλούν περισσότερο τον τρόπο οργάνωσης των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη ρητορεία, τα προνοιακά συστήματα που δίνουν έμφαση σε γενναιόδωρες και καθολικής εμβέλειας παροχές, όπως αυτά που έχουν αναπτύξει οι Σκανδιναβικές χώρες (σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς), αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικά στην μείωση της φτώχειας από συστήματα με στοχευόμενες και υπολειμματικού χαρακτήρα δράσεις, όπως αυτό που έχουν αναπτύξει το ΗΒ και η Ιρλανδία (φιλελεύθερο καθεστώς). Ειδικότερα ως προς το περιβόητο Ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης, που αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το πρότυπο του σχετικό διαλόγου, η γρήγορη οικονομική μεγέθυνση που παρουσίασε δεν συνοδεύτηκε από σημαντική μείωση της φτώχειας παρουσιάζοντας το 2006 ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας. Επιπροσθέτως η πρόσφατη κρίση έδειξε πόσο εύθραυστο ήταν το Ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης. Η χώρα ήταν από τις πρώτες που πλήγηκε τόσο σοβαρά από την κρίση, με ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι η μέσα σε 3 χρόνια θα χαθεί ότι κερδήθηκε σε 11 χρόνια ανάπτυξης.

Διάγραμμα 1
Ποσοστιαία συμμετοχή των ανέργων στο σύνολο των φτωχών στις χώρες της ΕΕ-15, 2006. (Όριο φτώχειας στο 60% του διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος).





Πηγή: Παπαθεοδώρου, Χ. (2009) «Νεοφιλελευθερισμός, φτώχεια και καθεστώτα ευημερίας στις χώρες της ΕΕ: Εμπειρικά δεδομένα και κυρίαρχη ρητορεία. Transform, 3:137-155



Διάγραμμα 3
Ποσοστό φτώχειας και κατά κεφαλή ΑΕΠ σε PPS (EE-27=100)
στις χώρες της ΕΕ, 2006




Πηγή: Επεξεργασία διαγράμματος από Παπαθεοδώρου (2009)

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ: ΑΠΟ ΣΧΕΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Παπαδοπούλου Δέσποινα
Πάντειο Πανεπιστήμιο

Το Κοινωνικό Κράτος εκφράζεται μέσα από την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι αν η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από διευρυμένη προσφορά κοινωνικών αγαθών και παροχών από την πλευρά του Κράτους λόγω συσσώρευσης πλούτου ή από συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων τόσο ως δέον όσο και ως είναι. Η ιδέα πάνω στην οποία δομείται το παρόν κείμενο είναι η αναγκαστική στροφή των σύγχρονων κρατικών πολιτικών σε ένα «πιο» κοινωνικό κράτος λόγω μίας παρατεταμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με την ταυτόχρονη παράδοξη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην καθημερινή τους πρακτική. Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή συνύπαρξη κοινωνικού κράτους και διευρυμένων κοινωνικών παροχών για το σύνολο των νόμιμων πληθυσμών μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στους καιρούς μας έχει ανατραπεί, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση της βίαιης συρρίκνωσης των κοινωνικών διακιωμάτων.
Το κοινωνικό κράτος ως πολιτική κατάκτηση και ιδεολογική διεκδίκηση στις δεκαετίες της “ένδοξης τριακονταετίας” (1950-80), στις μέρες μας έχει αλλάξει. Aν και οι κοινωνίες μας έχουν αφήσει πίσω τους το μονεταρισμό, την τυφλή πίστη στις ελεύθερες αγορές και την ιδεολογικοποίηση της αλόγιστης σπατάλης του δημόσιου πλούτου και των ενεργειακών πόρων ως αναγκαία μορφή του ευ ζην, είναι ακόμη πολύ μακριά από την εμφάνιση ένος κυρίαρχου συστήματος που δε θα αναπαράγει, δε θα ανέχεται και δε θα οξύνει την κοινωνική ανισότητα και μάλιστα την ακραία κονωνική ανισότητα (μορφές κοινωνικού αποκλεισμού). Για την ακρίβεια, όλοι τάσσονται υπέρ της αναδιανομής του πλούτου γενικά και αόριστα στο μέτρο που αυτή δε θα θίγει τα κατ’ ιδίαν συμφέροντά τους. Και ενώ επί της αρχής, τα κοινωνικά δικαιώματα (δημόσια υγεία, υποχρεωτική εκπαίδευση, δικαίωμα στην εργασία και εργασιακά διακιώματα, προστασία της οικογένειας, συνδικαλιστική ελευθερία, κλπ.) απευθύνονται στους ασθενέστερους κοινωνικά πληθυσμούς, η απόλαυση τους στην καθημερινή πρακτική έχει περιορισθεί και γίνεται, καταρχήν, από τους πληθυσμούς που απολαμβάνουν και διευρυμένα ατομικά ή αστικά δικαιώματα (ατομική ελευθερία, ιδιοκτησία, δικαίωμα στην επιλογή εργασίας, μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση, κλπ). Ετσι το κοινωνικό δικαίωμα που από τη φύση του προορίζεται για τον οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερο, κατοχυρώνεται σ’ αυτόν που είναι ήδη κατοχυρωμένος οικονομικά και κοινωνικά και που απολαμβάνει πλήρη ατομικά δικαιώματα, όπως τη συμμετοχή του στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, την προστασία της ιδιοκτησίας του, κα. Κατά συνέπεια δεν έχει μεγάλη ανάγκη από το κοινωνικό δικαίωμα. Παραδοσιακά, το κοινωνικό δικαίωμα επιτελεί μία διαδικασία αποεμπορευματοποίησης, αποσυνδέει δηλαδή τη λήψη του δικαιώματος από τους κανόνες της αγοράς με στόχο την καθολική συμμετοχή σ΄ αυτό. Γι αυτό ταυτίστηκε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προστασία ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης. Ομως εξελίσσεται σ΄ έναν παράγοντα εμπορευματοποίησης της ενεργούς συμμετοχής στους θεσμούς, δηλαδή εμπορευματοποίησης της διαδικασίας κοινωνικής ενωμάτωσης. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου και της κοινωνίας δεν περνάει μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους σ’αυτήν, αλλά μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους στην ελεύθερη αγορά. Με την έννοια αυτή, η ιδιότητα του πολίτη (φορέα και υποκείμενο δικαιώματος) υποχωρεί απέναντι στην ιδιότητα του κατανάλωτη (υποκείμενο αγοραστικής δύναμης).
Η συρρίκνωση στην άσκηση των κοινωνικών δικαιώματων γνωρίζει πολλές εκφάνσεις. Αρχικά καταγράφεται μία συρρίκνωση ως προς τους πληθυσμούς που έχουν πρόσβαση σ’ αυτά. Το παράδειγμα του τσιγγανόπαιδου αλλά και πολλών άλλων ευπαθών ομάδων είναι χαρακτηριστικό. Εάν πριν από τριάντα χρόνια το παιδί μιας τσιγγάνικης οικογένειας δεν πήγαινε στο σχολείο, γιατί δε γνώριζε καν αυτή του την υποχρέωση και γιατί το οικογενειακό και πολιτισμικό περιβάλλον το απέτρεπε απ’ αυτό, σήμερα το παιδί αυτό μετά από μία «ιδιαίτερη εκπαίδευση» έχει κοινωνικοποιηθεί ώστε να επιζητά το σχολείο και σε κάθε περίπτωση να γνωρίζει ότι πρέπει να πάει σο σχολείο. Ομως στην καθημερινή πρακτική εμφανίζονται τόσα εμπόδια στη συμμετοχή του σ’ αυτό που ακυρώνουν στην πράξη το δικαίωμα στην εκπαίδευση (απροθυμία της σχολικής κοινότητας να το εγγράψει, αντιδράσεις από θεσμικά όργανα της τοπικής κοινωνίας και του σχολείου, κλπ.). Αρα, υπάρχει μία ιδεολογική και μία πραγματική μετατόπιση του προβλήματος. Ιδεολογική γιατί όλοι αποδέχονται ότι το δικαίωμα στην υποχρεωτική εκπαίδευση αφορά το σύνολο της κοινωνίας (θεσμικά το δικαίωμα είναι κατοχυρωμένο), όμως μπροστά στη «δυσάρεστη» πραγματικότητα της συγκεκριμένης συμμετοχής δεν υπάρχουν τα κοινωνικά εκείνα μέσα για να εγγυηθούν την πρόσβαση, όταν τα θεσμικά δεν αρκούν.
Το παράδειγμα του οικονομικού μετανάστη δεν είναι καθόλου διαφορετικό. Ενώ ο νομιμοποιημένος μετανάστης χαίρει θεσμικά του συνόλου των κοινωνικών δικαιωμάτων και ίσης πρόσβασης στους θεσμούς με τον Ελληνα πολίτη, ωστόσο μία μακριά αλυσίδα νομιμοποιημένων κοινωνικά διακρίσεων σε βάρος του που γίνονται ανεκτές, παρεμποδίζει την πρόσβαση στους θεσμούς και στα δημόσια αγαθά. Είτε αυτή η διάκριση μεταφράζεται σε αδήλωτη εργασία με τις γνωστές συνέπειες, είτε σε αδυναμία πρόσβασης σε μία αξιοπρεπή κατοικία, είτε στο σύστημα δημόσιας υγείας ή στη δημόσια εκπαίδευση, η πραγματική συμμετοχή του τον οδηγεί σε μία υποδεέστερη, στιγματισμένη και ελλιπή απόλαυση αυτών των δημόσιων αγαθών έως την παντελή στέρησή τους ανάλογα με την περίπτωση.
Ομως η συρρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στο περιεχόμενό τους. Τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται στην καταγωγή τους με την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική συμμετοχή. Για την ακρίβεια δημιουργήθηκαν για την ενδυνάμωση αυτών των δύο κοινωνικών συνιστωσών. Όμως όλο και περισσότερο σήμερα συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, το εργασιακό καθεστώς και την αγοραστική δύναμη. Η συρρίκνωσή τους επέρχεται κατά συνέπεια άμεσα και αναγκαία σε μία περίοδο όπου η μισθωτή εργασία όλο και περισσότερο αποδυναμώνεται ή αντικαθιστάται από ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Το ποσοστό των ανασφάλιστων και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν και εργαζομένων, αυξάνει συνεχώς, σε κάποιες δε χώρες αγγίζει το 30% του εργατικού δυναμικού.
Η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στην ερμηνεία τους και εδώ φτάνουμε στην πηγή του σημερινού προβλήματος και ίσως στην πλέον ανησυχητική εξέλιξη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταπολεμικά. Εάν ο σχεδιασμός και η άσκηση της κοινωνικής πολιτικής βασίζεται ουσιαστικά στην εγχειρηματική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων για την εκάστοτε περίοδο και την εκάστοτε κοινωνία, σήμερα το κράτος αναγκάζεται να ασκήσει μία κοινωνική πολιτική που να στηρίζεται σε ανθρωποκεντρικές παροχές μιας αστικής ελίτ, υπό τον όρο της ενεργούς συμμετοχής στη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων. Ετσι όποιος εκπίπτει ή δεν δύναται ελλείψει κοινωνικού κεφαλαίου, να παρακολουθήσει αυτόν το θεμελιώδη κανόνα της συμμετοχής στερείται αυτόματα και του δικαιώματος να κατοχυρώσει τα δικαιώματά του, χωρίς, προς το παρόν τουλάχιστον, να υπάρχει ένα δίχτυ αποτελεσματικής προστασίας που να του διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας.
Τα τρια αυτά βασικά επίπεδα κατανόησης των κοινωνικών δικαιωμάτων έχουν πληγεί. Το κοινωνικό δικαίωμα ιστορικά έχει θεσπιστεί για να περιορίσει την άλογιστη άσκηση του ατομικού δικαιώματος και της αστικής ελευθερίας. Ομως σήμερα τα αστικά και ατομικά δικαιώματα αναπτύσσονται σε βάρος των κοινωνικών. Ακόμη και τα πολιτικά δικαιώματα υποτάσσονται στην πράξη στη λογική των ατομικών δικαιωμάτων. Και ενώ ένα «νέο» κοινωνικό κράτος καλείται να αναλάβει δραστικά το ρόλο του, στην πραγματικότητα και κάτω από τη σύγχυση που προκαλεί η εννοιολογική ταύτιση των δικαιωμάτων σε ανθρώπινα γενικά και αόριστα και την επικράτηση της ιδιότητας του πολίτη με τα χαρακτηριστικά που αναλύσαμε, ο συσχετισμός μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλάζει στο εσωτερικό τους σε βάρος των τελευταίων. Αρα το κοινωνικό κράτος καλείται να δράσει, έχοντας όμως στερηθεί το σημαντικότερο εργαλείο του που είναι η διασταλτική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η εξέλιξη στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας με τα σημερινά χαρακτηριστικά δεν είναι καθόλου ικανοποιητική και πολύ ανησυχητική.

O ΧΡΟΝΟΣ, Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ…

Ιωάννα Καυτανζόγλου
Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο χρόνος αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα, εισχωρεί παντού. Ανέκαθεν ο έλεγχος του χρόνου προβλημάτιζε την εξουσία. Στην Ελληνική μυθολογία, η κατάργηση της ροής του, η άρνηση του μέλλοντος, αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία των σχέσεων του Κρόνου, (βασιλιά των Τιτάνων και πατέρα του Δία) και του Χρόνου (της απαρχής του σύμπαντος). Η σύγχυση και ταύτιση του Χρόνου με τον πατροκτόνο Κρόνο, η υποκατάσταση του Κρόνου με το Χρόνο έχει δημιουργήσει ένα άλυτο μέχρι σήμερα αίνιγμα, στο οποίο εμπλέκονται ο χρόνος, ο χώρος, η εξουσία, η βία και το θείο. Στην Κίνα, η ρύθμιση του χρόνου αποτελούσε προνόμιο της υπέρτατης εξουσίας: οι αυτοκράτορες είχαν την αποκλειστική κατοχή και χρήση των ωρολογιών, ώστε ούτε οι μανδαρίνοι να μην διαθέτουν δικό τους χρόνο, και να είναι αδιάκοπα στη διάθεσή τους. Η Γαλλική Επανάσταση όπως και το Σοβιετικό καθεστώς θεσπίσαν νέα ημερολόγια με δηλωμένους στόχους την εξορθολογισμό, την εμπέδωση του νέου, τη ρήξη με το παρελθόν, τον περιορισμό ή και την κατάργηση της θρησκείας, γνωρίζοντας ότι o χειρισμός του χρονολογικού χρόνου αποτελεί αποτελεσματικότατο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Τα Ευρωπαϊκά Κράτη με το σχολείο , μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσης, πέραν της μετάδοσης των γνώσεων, επέβαλαν την έννοια του ωραρίου και την πειθαρχία της εργασίας στα παιδιά.
Ο χρόνος είναι και πολιτικό διακύβευμα. Η δημοκρατία, ως κοινωνικός βίος των πολιτών, απαιτεί και τις τρείς διαστάσεις του χρόνου: το παρελθόν όπως και το μέλλον εδραιώνονται μέσα στο παρόν. Έτσι, στο διήγημα 1984 του Orwell, o Μεγάλος Αδελφός εξασφαλίζει την απόλυτη κυριαρχία του καταργώντας το παρελθόν και το μέλλον. Η λήθη, ως απώλεια της μνήμης κάνει αδύνατη τη συγκράτηση του παρελθόντος, της ιστορίας’ το μέλλον ταυτίζεται με το παρόν, δεν αποτελεί παρά μια μίζερη απομίμησή του. Στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού η ιστορία έχει σταματήσει, οι υπηκοοί του ζουν σ’ έναν κόσμο του παρόντος.
Με την ίδια ένταση, ο χρόνος απασχολεί τον άνθρωπο, ο οποίος προσπαθούσε πάντα να τον ελέγξει, αν όχι να τον καταργήσει . Η αυτό-τοποθέτησή μας εκτός χρόνου, η μη-ενασχόληση μαζί του, δεν είναι όμως εφικτές. Τον υπομένουμε, προσπαθούμε να τον παρατείνουμε ή να τον συντομεύσουμε, ανάλογα… Υπάρχει ο αντικειμενικός, ο συλλογικός, κοινός για τα μέλη της ομάδας ή της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και ο υποκειμενικός, ο βιωμένος. Προσλαμβάνουμε το χρόνο ως αναστρέψιμο, όταν σχηματίζουμε την εντύπωση της ομοιότητας με την επανάληψη των καθημερινών μας πράξεων, συγχέοντας την επανάληψη με την αναστρεψιμότητα. Τον αντιλαμβανόμαστε ως μη-αναστρέψιμο με τη (δύσκολη) αποδοχή του θανάτου. Ζούμε σε πολλούς χρόνους και αδυνατούμε να «εξέλθουμε» από το χρόνο.
Μας προσδιορίζει επειδή σε κάθε κοινωνία κυριαρχεί ένας θεσμοθετημένος κοινωνικός χρόνος. Το κάθε πολιτιστικό και κοινωνικό σύνολο οργανώνει το χρόνο, δημιουργεί τη δική του παράσταση του χρόνου, και η κυρίαρχη αυτή πρόσληψή του βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα, με τα βασικά της στοιχεία. Έτσι, έχουμε στη διάρκεια της ιστορίας διαφορετικούς κοινωνικούς χρόνους, με άλλα λόγια κάθε κοινωνία επεξεργάζεται στο πλαίσιο της κουλτούρας της μια αντίληψη του χρόνου την οποία αποδέχονται και μεταχειρίζονται τα μέλη της για να ρυθμίζουν τις δραστηριότητές τους.
Στην Ευρώπη όσο ο κυρίαρχος κοινωνικός χρόνος είναι εκείνος της Εκκλησίας, ο χρόνος αποτελεί κάτι το άϋλο, που στα χέρια των μοναχών τίθεται στην υπηρεσία της λατρείας του Θεού’ είναι σύμφωνα με την Εκκλησία ένα θείο δώρο που εξορθολογίζεται για να ρυθμίζει στα μοναστήρια τη λατρεία και τις αγροτικές εργασίες. Δεν έχει ακόμα ουδεμία σχέση με το χρήμα ή το κέρδος. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και όσο μειώνεται η ένταση της λατρείας στη διάρκεια της μακράς πορείας προς την εκκοσμίκευση, ο χρόνος γίνεται στις πόλεις και στα χέρια των εμπόρων ένα μέσο που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη και τη ρύθμιση της οικονομίας. Είναι ο λεγόμενος χρόνος των εμπόρων, που θα συνδεθεί με το κέρδος, θα οργανώσει το εμπόριο, την εργασία και τις κρατικές λειτουργίες. Για να καταλήξει να ταυτίζεται με το χρήμα, όπως το διατύπωσε γλαφυρά ο Benjamin Franklin με τη γνωστή του ρήση: «ο χρόνος είναι χρήμα». Ο χρόνος είναι πλέον εμπεδωμένος στην οικονομία, είναι ένα οικονομικό αγαθό σε σπάνη, στο πλαίσιο μιας οικονομίας του χρόνου. Αν στις προ-βιομηχανικές κοινωνίες, το έργο υπερτερούσε του χρόνου κατασκευής και ολοκλήρωσής του, στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντίθετο. Την ποιοτική οργάνωση του χρόνου αντικαθιστά η ποσοτικοποίησή του. Πρόκειται για ένα χρόνο μεταλλαγμένο μέσα από διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες (όπως λ.χ. τα ωρολόγια), που έχει μετατραπεί και σε κάτι το ποσοτικοποιήσιμο: έχει γίνει εμπόρευμα.
Πώς εμπλέκεται ο χρόνος με την εργασία; πώς αλληλο-καθορίζονται ; Η μακρά διαδικασία εμπέδωσης του καπιταλισμόυ αναδεικνύει τους παράλληλους βίους της εργασίας και του χρόνου, ως προς την συνεχή εμπορευματοποιησή τους. Στην βαθμιαία υποταγή της κοινωνίας στην αγορά, περιλαμβάνεται και η μετατροπή του χρόνου, όπως και της εργασίας, σε εμπορεύματα.
Ο χρόνος-εμπόρευμα κατέχει κεντρική, καθοριστική θέση εφόσον όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης, έχουν ως μέτρο το χρόνο εργασίας. Ο προσδιορισμός της αξίας για οποιαδήποτε ανταλλαγή αγαθών γίνεται πλέον με αναφορά στον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους, καμία ανταλλαγή αγαθών δεν είναι εφικτή χωρίς τη διαμεσολάβηση αυτού του ποσοτικοποιημένου χρόνου. Ο χρόνος εργασίας είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πώλησης και ελέγχου. Ο χρόνος αυτός είναι λοιπόν αναπόσπαστο τμήμα των εργασιακών σχέσεων. Βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων άρα και των αντιθέσεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με άλλα λόγια ο χρόνος αποτελεί έκφραση της ταξικής πάλης. Είτε πρόκειται για παλαιότερες εξεγέρσεις ενάντια στην επιβολή της εργοστασιακής , «χρονικής» πειθαρχίας, είτε για διενέξεις ως προς το εύρος της εργάσιμης εβδομάδας ή για πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις σε ότι αφορά τις συμβάσεις εργασίας ή ακόμα σύγχρονες διαμάχες για την ευελιξία ή την ευασφάλεια, σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, ο χρόνος είναι αντικείμενο εξουσίας, αποτυπώνει τις σχέσεις εξουσίας.
Στις εργασιοκεντρικές κοινωνίες όπως αυτή στην οποία ζούμε, η εργασία αποτελεί ένα ολικό, συνολικό, κοινωνικό φαινόμενο. Καθορίζει τις θεσμοθετημένες κοινωνικές διαφορές και αντιφάσεις μεταξύ μισθωτών- επιχειρηματιών, πλουσίων- φτωχών, κυρίαρχων- κυριαρχημένων. Παρακινεί την κοινωνία στο σύνολό της. Κατέχει σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων, παρά τη συνεχή μείωση του χρόνου εργασίας. Μπορεί επίσης οι θέσεις εργασίας να σπανίζουν και οι εργαζόμενοι να γίνονται όλο και πιο ευάλωτοι, ποτέ όμως η ίδια η εργασία, ως πηγή πλούτου και κέρδους, δεν ήταν τόσο κεντρική στη διαδικασία δημιουργίας της αξίας. Η θέση της εργασίας, οι μορφές της αλλάζουν και η ίδια η εργασία βάλλεται. ‘Όμως συνεχίζει να είναι καθοριστική και στη διαδικασία αναγνώρισής μας από τους άλλους’ η κοινωνική ταυτότητα συνεχίζει να «περνά» από την επαγγελματική/εργασιακή ταυτότητα, και όπως η ταυτότητά μας προσδιορίζεται από την εργασία ή τη μη-εργασία, το ίδιο ισχύει και για το χρόνο: η εργασία είναι βασικός συντελεστής του κοινωνικού χρόνου. Με άλλα λόγια, η εργασία συμβάλλει στον προσδιορισμό του κοινωνικού χρόνου, τον καθορίζει. Η δε απουσία της ή ο ευέλικτος ή ακόμα ο επισφαλής της χαρακτήρας, δημιουργούν κενά και στρεβλώσεις στο χρόνο.
Ο χρόνος των κοινωνικά αποκλεισμένων αλλοιώνεται. Η απώλεια, η ρήξη του κοινωνικού δεσμού συνεπάγεται την αδυναμία επικοινωνίας , ανταλλαγών , συναναστροφής όπως και πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία’ τα κοινά σημεία αναφοράς εκλείπουν. Οι λεγόμενοι υπεράριθμοι, μη –απασχολήσιμοι, των οποίων η ιδιότητα ως πολίτες απειλείται, εκτοπίζονται και τοποθετούνται σε έναν χρόνο εκμηδενισμένο, στο βαθμό, στη κλίμακα μηδέν του χρόνου. Δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τοποθετηθούν μέσα στο χρόνο, να προγραμματίσουν οτιδήποτε που να τους αφορά, έχει εκλείψει γι’ αυτούς η δυνατότητα καθορισμού στόχων. Ο χρόνος τους είναι ένας χρόνος μειωμένος ως προς τις βασικές του διαστάσεις, ρυθμίζεται διαφορετικά, δεν ανταποκρίνεται στον κυρίαρχο κοινωνικό χρόνο.
Ο χρόνος των ανέργων διαστρεβλώνεται: η ανεργία αποτελεί μια αναγκαστική, μη-ηθελημμένη κοινωνική αποχή και βιώνεται ως μια κατάπτωση. Τα όποια ορόσημα μέσα στο χρόνο εξαφανίζονται, δυσχεραίνοντας την επικοινωνία των ανέργων με τους άλλους. Ο χρόνος τους δεν είναι σαν το δικό τους, η χρήση του όπως και η ροή του είναι διαφορετικές. Δε γεμίζει ΄ δεν έχει όμως τίποτα να κάνει με τον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος είναι μεν χρόνος μη-εργασίας, αλλά έχει παραχθεί και αποσπασθεί από τον εργοδότη ως οικονομικός χρόνος. Ο χρόνος των ανέργων είναι ένας χρόνος κενός. Όπως απαξιώνονται οι ίδιοι οι άνεργοι, απαξιώνεται και ο χρόνος τους.
Ο χρόνος των ευέλικτων εργαζομένων απορυθμίζεται, η οργάνωσή του είναι συνεχώς υπό αίρεση, τα ωράριά τους μεταβάλλονται ακατάπαυστα. Η ευελιξία παρεμβαίνει αποδιοργανώνοντας τους συλλογικούς ρυθμούς της οικογένειας ενώ δυσχεραίνει τη συμμετοχή στην κοινωνία και στα κοινά. Οι ευέλικτοι εργαζόμενοι υποτάσσονται στις διακυμάνσεις, στους ρυθμούς της αγοράς. Ο χρόνος της αγοράς τους εξαναγκάζει σε μια συνεχή προσαρμογή.
Ο χρόνος των πρεκάριων και της επισφάλειας είναι εκείνος της αβεβαιότητας, όπου το μέλλον δεν υπάρχει παρά μόνο με τη μορφή ερωτηματικών. Ο χρόνος αυτός δεν προσφέρεται για διαχείριση, κάθε τέτοια προσπάθεια φαίνεται αδύνατη ή καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία. Η ανασφάλεια σημαίνει και την αδυναμία τοποθέτησης μέσα στο χρόνο.
Για όλους εκείνους και εκείνες, οι διαστάσεις του χρόνου περιορίζονται στο παρόν και σε κάποιες αναφορές στο παρελθόν, ενώ το μέλλον έχει παύσει να είναι προσλήψιμο. Ο χρόνος ο πλήρης, με αντικείμενο, με στόχο που παρέχει ικανοποίηση, έχει εκλείψει. Κυριαρχεί μια αδυναμία αποστασιοποίησης από το επείγον, από την αναγκαιότητα. Αποκλεισμένοι, άνεργοι, ευέλικτοι, επισφαλείς είναι καταναγκασμένοι να ζουν στο άμεσο παρόν, σε μια χρονικότητα λειψή.

Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΗ-ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΌΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Ο ρόλος των ΜΚΥΟ και των φορέων της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί σημείο αιχμής στην άσκηση ης σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Αν και στο βάθος της ιστορικής εξέλιξης των συλλογικών μορφών κάλυψης αναγκών είτε υποκαθιστούσαν είτε συμπλήρωναν την κρατική παρέμβαση, η σχετικά πρόσφατη επίσημη συμπερίληψή τους στην προώθηση ενεργητικών πολιτικών κοινωνικής ένταξης σηματοδοτεί μία εταιρική σχέση με το κράτος και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έγινε σταδιακά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, συμπεριέλαβε όμως την αλλαγή- ή τη δημιουργία νέου- θεσμικού πλαισίου και την στήριξη επιστημονικών ερευνών για την κατανόηση του «τρίτου τομέα» και την χρηστική καταγραφή των φορέων του.
Το φάσμα των τομέων όπου δραστηριοποιούνται οι φορείς αυτοί είναι μεγάλο. Περιλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος, την προάσπιση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, τον πολιτισμό, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Σε συνθήκες αποδόμησης της εργασίας και αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, ακόμα δε περισσότερο στις παρούσες συνθήκες της οικονομικής και βαθύτερα κοινωνικής κρίσης, οι κοινωνικές επιχειρήσεις εργασιακής ένταξης (WISE) και οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί υποστηρίζονται ως δόκιμες μορφές μιας αναδυόμενης «αλληλέγγυας οικονομίας» που μπορεί να συνδυάσει με επιτυχία οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους.
Στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρόλο που – κυρίως εξαιτίας των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και πολιτικών – οι ΜΚΥΟ έχουν διευρύνει το ρόλο τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους έχει ανατεθεί – εκ των πραγμάτων ή και μέσω θεσμοθέτησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– μέρος της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική οικονομία και τους ΜΚΥΟ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τους ίδιους τους φορείς, τους αποδέκτες των υπηρεσιών τους και τους εργαζόμενους - αμειβόμενους και εθελοντές.
Σε αυτό προστίθεται η ελλιπής επιστημονική ανάλυση, εννοιολόγηση και οριοθέτησή του σε σχέση με το κράτος, την αγορά και τον οικιακό χώρο. Προσπάθειες προσδιορισμού κριτηρίων για την ένταξη οργανώσεων και πρωτοβουλιών σε βάσεις δεδομένων και μητρώα, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία γνώση και κατανόηση του πολύπλοκου και δυναμικού αυτού κοινωνικού χώρου, δεν έχουν αποδώσει καρπούς,
Ωστόσο, οι επιταγές της εφαρμογής πολιτικών, της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και της αντιμετώπισης άμεσων και πιεστικών αναγκών κοινωνικής προστασίας και φροντίδας, ωθούν στην υλοποίηση προγραμμάτων σε θεσμικό κενό, με απουσία κριτηρίων ποιότητας, συντονισμού και ελέγχου, όπου η επιλογή των φορέων της κοινωνικής οικονομίας συχνά γίνεται αποσπασματικά, ευκαιριακά ή /και πελατειακά. Έτσι, φορείς με γνώση, εμπειρία και ικανά στελέχη δεν αξιοποιούνται, ή αναγκάζονται να συνυπάρχουν με άλλους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για ποιοτική παρέμβαση. Από την άλλη πλευρά, οι υποχρεώσεις του εκάστοτε αρμόδιου κρατικού φορέα δεν είναι ξεκάθαρες, δεδομένων των ασαφειών, και σε ορισμένες περιπτώσεις της έλλειψης σωστών συμβάσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται. Χαρακτηριστική περίπτωση των ανωτέρω είναι η πρόσφατη εμπειρία από τον χώρο της ψυχικής υγείας με πρωταγωνιστές το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τους ΜΚΥΟ του δικτύου ΑΡΓΩΣ, στους οποίους έχει ανατεθεί από το Υπουργείο ως αρμόδιο φορέα η λειτουργία ενός σημαντικού αριθμού δομών φροντίδας και ψυχοκοινωνικής επανένταξης (οικοτροφείων, ξενώνων και προστατευόμενων διαμερισμάτων) στα πλαίσια του προγράμματος ΨΥΧΑΡΓΩΣ. Το κράτος, μετά την αρχική περίοδο χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί για τη βιωσιμότητα των δομών – από δημόσιους φορείς και ΜΚΥΟ που επιτελούν δημόσιο έργο – καθώς και για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος που συνεπάγεται ουσιαστική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με εξάλειψη – μεταξύ άλλων – της ασυλικής μορφής προστασίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται υπό επιτήρηση από την Ε.Ε. και για την ψυχική υγεία, καθώς οφείλει να τηρήσει όλους τους όρους και τις προθεσμίες που έχουν τεθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο Κο Σπίντλα. Μέχρι αυτή τη στιγμή το κράτος δεν έχει τηρήσει τις βασικές του δεσμεύσεις για την βιωσιμότητα των δομών και τη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τους ΜΚΥΟ ώστε να λειτουργούν με κριτήρια ποιότητας, έλεγχο και διαφάνεια. Αυτό δημιούργησε συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας και καταπάτησης δικαιωμάτων τόσο των ασθενών, όσο και των εργαζομένων. Υπήρξαν – και ακόμα υπάρχουν – δομές που δεν έχουν χρήματα για την πληρωμή του ενοικίου, των λογαριασμών και για την επάρκεια τροφίμων, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν μείνει απλήρωτοι για διαστήματα πολλών μηνών. Το συντονιστικό όργανο του δικτύου έχει προσφύγει στο Συνήγορο του Πολίτη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ οι προτάσεις του έχουν εισακουσθεί από τον επίτροπο.
Για τους εργαζόμενους στις δομές αυτή η δοκιμασία ανέδειξε την επισφαλή θέση τους. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε ένα ανάλγητο και αναξιόπιστο κρατικό μηχανισμό, στις ανάγκες ευάλωτων ανθρώπων των οποίων έχουν την ευθύνη και σε μία φοβική περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση αναρωτιόντουσαν ποιος τελικά είναι ο εργοδότης: τους και προς ποια κατεύθυνση να διεκδικήσουν. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η πικρία και η αγωνία όλων των εμπλεκόμενων μερών οδήγησε πολλές φορές σε εσωτερικές συγκρούσεις, κατατρεγμό ανθρώπων και αίσθημα ματαίωσης.
Σημαντικά ζητήματα τίθενται επίσης με την απασχόληση ευάλωτων ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας για την οποία τόσος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια. Η εμπειρία πολλών ευρωπαϊκών χωρών (και όχι μόνο) αναδεικνύει τις ευεργετικές πλευρές αλλά και τα προβλήματα αυτού του χώρου.
Η Ε.Ε. προωθεί την κοινωνική επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα με τη μορφή των κοινωνικών επιχειρήσεων και των κοινωνικών συνεταιρισμών. Το δυνατό σημείο τους είναι ο συνδυασμός οικονομικών και κοινωνικών στόχων και η δυναμική που αναπτύσσουν για την ένταξη στην αγορά εργασίας – η οποία θεωρείται ως ο αποφασιστικός παράγοντας κοινωνικής ένταξης και επανένταξης. Έτσι, άνθρωποι οι οποίοι αλλιώς καταδικάζονται να είναι παθητικά αντικείμενα πολιτικών και προνοιακών παροχών γίνονται ενεργά υποκείμενα. Για κείνους αυτό σημαίνει δυνατότητα και ποιότητα ζωής, για το κοινωνικό σύνολο ενίσχυση της συνοχής, για το κράτος εξοικονόμηση πόρων, αφού όχι μόνο δεν «κοστίζουν», αλλά παράγουν και συμβάλλουν μέσω των εισφορών τους στην ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων.
Στην Ελλάδα ένα σημαντικό παράδειγμα θεσμοθετημένης, καινοτόμας μορφής κοινωνικής οικονομίας αναδεικνύει τη δυναμική αλλά και τις αντιφάσεις μιας τέτοιας προοπτικής. Πρόκειται για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης Ευθύνης (ΚοιΣΠΕ), του νόμου 2716/1999 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που δημιουργούν ουσιαστικές προϋποθέσεις απασχόλησης για ψυχικά πάσχοντες, ενώ συγχρόνως συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη. Αν και υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, δεν έχουν τη στήριξη που χρειάζεται για να αποδώσουν καρπούς. Οι πιο πετυχημένοι παλεύουν άνισα στο ανταγωνιστικό κλίμα της αγοράς σε συνθήκες κρίσης, ενώ κάποιοι που ελέγχονται στενά από τα ψυχιατρεία προσφέρουν υποτυπώδη απασχόληση στους ψυχικά ασθενείς χωρίς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους ως εργαζομένων και προοπτική ουσιαστικής ένταξης. Η παρούσα τάση είναι να θεωρείται αυτή η απασχόληση ως ένα είδος δια βίου εκπαίδευσης με ευεργετικά θεραπευτικά αποτελέσματα, ή έστω ένα στάδιο προετοιμασίας για την ένταξη στην αγορά εργασίας.
Τελικά το μείζον ερώτημα είναι: Μπορούν οι ΜΚΥΟ να αντιτάξουν ένα εναλλακτικό μοντέλο απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, αξιοποίησης διαφορετικών μορφών εργασίας και άλλης αντίληψης για την οικονομία; Τι γνωρίζουμε γι’ αυτούς ως εργοδότες; Ποιες είναι οι συνθήκες στον χώρο εργασίας, πως εφαρμόζεται η ευελιξία και με τι επιπτώσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων; Τηρούνται αρχές υγιεινής και ασφάλειας, ισότητας των φύλων και προστασίας του περιβάλλοντος; ενθαρρύνεται η συμμετοχή των χρηστών και των εργαζομένων;
Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί από την οπτική της απασχόλησης και της κοινωνικής ένταξης αυτός ο υβριδικός, δυναμικός, δημιουργικός και αντιφατικός χώρος. Και στη βάση της γνώσης των πραγματικών δεδομένων να θεσμοθετηθεί ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας του για την παραγωγή υπηρεσιών με υψηλή ποιότητα και ευθύνη.
Όχι επειδή το ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επειδή το ζητούν οι ίδιοι οι αποδέκτες των υπηρεσιών και οι οικογένειές τους, καθώς και όλοι εκείνοι που θεωρούν εαυτούς φορείς κοινωνικής ευθύνης ως εργαζόμενοι, ως συνάνθρωποι και ως πολίτες.

ΜΠΟΡΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ;

Λευτέρης Κρέτσος
Πανεπιστήμιο Coventry και Aberdeen Business School, UK

Σύμφωνα με σχετικές μελέτες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας η ένταξη νέων εργαζόμενων στα συνδικάτα αποτελεί μια από τις πλέον βασικές προτεραιότητες του εργατικού κινήματος παγκοσμίως. Πολλοί ερευνητές τονίζουν ότι το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος εξαρτάται από το πώς το ίδιο θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε δύο βασικές προκλήσεις.
Η πρώτη σχετίζεται με το πώς οι συνδικαλιστικές δομές και στρατηγικές μπορούν να αλλάξουν, ώστε να διασφαλίζουν την ικανότητα πρόσβασης και ανάπτυξης του συνδικαλισμού στο χώρο των υπηρεσιών, δεδομένης της συνεχούς τροτογενοποίησης της απασχόλησης.
Η δεύτερη πρόκληση αναφέρεται στο πώς τα συνδικάτα μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση των δημογραφικών αλλαγών, καθώς στις περισσότερες χώρες παρατηρείται μια σταδιακή γήρανση των συνδικάτων με τα περισσότερα μέλη να είναι άνω των 50 ετών. Παράλληλα τα συνδικάτα εμφανίζουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά πυκνότητας σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους και στο δημόσιο τομέα και όχι στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους κλάδους των υπηρεσιών, όπου κυριαρχεί η παρουσία των νεαρής ηλικίας εργαζόμενων (18-35 ετών).
Τα χαμηλά και εμφανώς χαμηλότερα ποσοστά των νέων έναντι των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων εντοπίζονται σε όλες τις χώρες, όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ακόμη και στην Ελλάδα δεν είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί πόσο λίγοι νέοι εργαζόμενοι είναι μέλη ενός σωματείου σε μια αλυσίδα supermarket ή σε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, ή ακόμη και σε υπηρεσίες κοινωνικού ή προσωπικού χαρακτήρα (πχ. Βοήθεια στο Σπίτι, κομμωτήρια κτλ.), οι οποίες και αυξάνουν διαχρονικά το μερίδιο τους στο σύνολο της απασχόλησης.
Η προβληματική σχέση των νέων με τα συνδικάτα δεν εξαντλείται όμως μόνο στα χαμηλά επίπεδα συνδικαλιστικής πυκνότητας. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι, με το πέρασμα του χρόνου, δεν μειώνεται μόνο ο αριθμός των νέων που είναι μέλη των συνδικάτων, αλλά παράλληλα έχει μειωθεί και ο αριθμός των νέων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Επιπλέον το ποσοστό μείωσης των νέων που είναι μέλοι των συνδικάτων είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό μείωσης των εργαζόμενων ώριμης ηλικίας.
Με άλλα λόγια τα συνδικάτα όχι μόνο ‘γερνούν’ με την πάροδο του χρόνου, αλλά και ‘γεροντοκρατούνται’ ακόμη περισσότερο, όταν την ίδια στιγμή τα μεγαλύτερα ίσως προβλήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και οι μεγαλύτερες ανάγκες προστασίας του κόσμου της εργασίας από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης εντοπίζονται στο χώρο των υπηρεσιών και ανάμεσα στις νέες γενιές εργαζομένων. Τα προβλήματα αυτά έχουν απασχολήσει πολύ σοβαρά την ερευνητική, ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου.
Στην Ελλάδα, κατά παράδοξο τρόπο, αν και γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές και τα προβλήματα των νέων εργαζόμενων στην αγορά εργασίας (βλέπε τη διαμάχη για τα stage, τις πολυάριθμες αναλύσεις για την γενιά των 700 ευρώ, την παλαιότερη συζήτηση για τους συμβασιούχους του δημοσίου) σχεδόν δεν τίθεται ποτέ με τρόπο που δεν είναι απλά καταγγελτικός το ερώτημα γιατί οι νέοι δεν εντάσσονται στο συνδικαλιστικό κίνημα και πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αλλάξει.
Απουσιάζουν οι εμπεριστατωμένες και μεθοδολογικά συγκροτημένες μελέτες τόσο ως προς τους συνδικαλισμένους νέους, όσο και ως προς τους μη συνδικαλισμένους νέους αναφορικά με πώς αντιλαμβάνονται τα συνδικάτα και το ενδεχόμενο ένταξης τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Μια τέτοια έλλειψη ασφαλώς οδηγεί σε μια αντίστοιχη απουσία απαντήσεων και για το πώς και το αν τα συνδικάτα στην Ελλάδα μπορούν να αποτελέσουν τον μηχανισμό βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των νέων εργαζόμενων.
Πάντως από μια επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας ως προς το ζήτημα προκύπτει ότι οι νέοι δεν εντάσσονται στα συνδικάτα και στον ίδιο βαθμό με τους ώριμης ηλικίας εργαζόμενους για τρεις βασικούς λόγους:
i) εξαιτίας αρνητικών στάσεων ως προς τις αξίες του συνδικαλισμού και της εμφάνισης συμπτωμάτων αυξανόμενου ατομοκεντρισμού. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται μια διαγενεακή μετακίνηση του κόσμου της εργασίας ως προς το συνδικαλισμό και τις αξίες που πρεσβεύει με τους νέους εργαζόμενους να εμφανίζονται περισσότερο «λειτουργικοί» με ατομικές επιδιώξεις και να περιμένουν λιγότερα οφέλη από την ένταξη τους σε συλλογικές διαδικασίες και θεσμούς συλλογικής δράσης.
ii) εξαιτίας δομικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας και των περιορισμένων ευκαιριών συμμετοχής και ένταξης σε ένα εργατικό σωματείο. Στις σχετικές αναλύσεις τονίζεται η συχνή μετακίνηση των νέων εργαζόμενων με προσωρινές συμβάσεις εργασίας από ένα χώρο εργασίας σε ένα άλλο, οι θεσμικές δυσκολίες σύστασης σωματείου και κοινωνικότητας σε επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων (που κυριαρχούν στις υπηρεσίες) και η συχνά εχθρική στάση των εργοδοτών απέναντι στο ενδεχόμενο λειτουργίας επιχειρησιακού σωματείου. Τα προβλήματα αυτά καθιστούν δυσχερή τη συμμετοχή των νέων εργαζόμενων, κυρίως στις υπηρεσίες, τους εμποδίζουν να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους και να ενταχθούν τελικά στο χώρο της συνδικαλιστικής δράσης.
iii) εξαιτίας της ανεπάρκειας των κατάλληλων μηχανισμών προσέγγισης των νεων εργαζόμενων στις υπηρεσίες από τα ίδια τα συνδικάτα. Τα ίδια τα συνδικάτα δηλαδή αδυνατούν όχι μόνο να προσεγγίσουν τις ευρύτερες κατηγορίες ευπαθών νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες, αλλά και να πείσουν τους νέους εργαζόμενους ότι η συμμετοχή τους στο σωματείο μπορεί να βελτιώσει την εργασιακή τους κατάσταση. Στις αναλύσεις αυτές τονίζονται οι ανεπάρκειες των συνδικάτων στον τομέα της οργάνωσης και προσέλκυσης νέων μελών, τα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και η κυριαρχία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από ηγεσίες που δεν περιλαμβάνουν νέους εργαζόμενους (leadership gerontocracy) και ενδιαφέρονται πρωτίστως να προωθήσουν τα ζητήματα άλλων κατηγοριών εργαζομένων.
Εξετάζοντας διαχρονικά τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία όλες σχεδόν οι σύγχρονες αναλύσεις τείνουν να καταλήγουν στο ότι η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα των νέων στις υπηρεσίες οφείλεται σε δομικούς παράγοντες λειτουργίας τόσο της αγοράς εργασίας όσο και των συνδικάτων. Η ένταξη ή μη στα συνδικάτα δεν είναι ζήτημα ατομικών συμπεριφορών, αλλά μια εξέλιξη που συνδέεται με παράγοντες που δρούν εντός και εκτός των συνδικάτων, στο χώρο εργασίας και στο χώρο του συνδικάτου. Μια σειρά από σύγχρονες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι νέοι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν έχουν πρόβλημα με τον συνδικαλισμό, αλλά και ότι τον θεωρούν αναγκαίο.
Μια πρόσφατη μελέτη διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο 1984-2003 έχει αυξηθεί η αποδοχή των συνδικάτων με μόλις το 12% του δείγματος της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας στις χώρες της Ένωσης των 15 να διαφωνεί με την άποψη ότι τα συνδικάτα είναι απαραίτητα. Οι νέοι εργαζόμενοι και οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους και τους άνδρες ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας των συνδικάτων.
Αξίζει να σημειωθεί από την συγκεκριμένη έρευνα ότι οι χώρες στις οποίες παρουσιάζεται πιο θετική εκτίμηση για το ρόλο των συνδικάτων είναι οι χώρες της Μεσογείου, όπου το πρόβλημα της απασχόλησης των νέων είναι ιδιαίτερα έντονο, με την Ελλάδα να εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό (89%) και την Πορτογαλία (85%), τη Γαλλία (80%), την Ισπανία (79%) και την Ιταλία (77%) να ακολουθούν. Άλλες έρευνες, όπως αυτή για την Ισπανία επισημαίνουν ότι οι επισφαλείς εργαζόμενοι εμφανίζουν πιο θετική στάση απέναντι στο συνδικαλισμό συγκριτικά με τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με την εμφάνιση μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων κινητοποίησης νέων επισφαλών εργαζόμενων σε διάφορες υπηρεσίες (Justice for Janitors Campaign/ London Living Wage Campaign κτλ.) υποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι οι νέοι μπορούν να αγκαλιάσουν τον συνδικαλισμό και να ασπαστούν τις αξίες και την σκοπιμότητα της συνδικαλιστικής δράσης. Προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέχουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτα από όλα θα πρέπει να διευρυνθεί η συνδικαλιστικής παρουσία σε περισσότερους χώρους εργασίας. Δεύτερον, θα πρέπει η εσωτερική λειτουργία και οι στρατηγικές δράσεις των συνδικάτων να παρέχουν ουσιαστικές δυνατότητες έκφρασης της φωνής των νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες για τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εντός και εκτός του χώρου εργασίας τους.
Με άλλα λόγια η ύπαρξη συνδικάτου και συνδικαλιστικού εκπρόσωπου είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της επαφής με τους νέους εργαζόμενους, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στο χώρο των υπηρεσιών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν υπάρχει. Η επαφή αυτή ωστόσο δεν είναι ικανή από μόνη της να δημουργήσει μια βιώσιμη σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης, αν δεν συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ότι τα συνδικάτα θα κάνουν με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο τη δουλειά τους.

ΚΡΙΣΗ, ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΛΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Της Μαρίας Καραμεσίνη

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το κλείσιμο και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων αύξησε την ανεργία και μετατόπισε το συσχετισμό δύναμης ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της μισθωτής εργασίας, με αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις.

Σ’αυτό το άρθρο θα ασχοληθώ με την διαλεκτική σχέση μεταξύ ανεργίας και ευελιξίας της αγοράς εργασίας στην Ε.Ε., στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης. Θα εστιάσω την προσοχή μου στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τις διευθετήσεις του εργάσιμου χρόνου και τη σχέση τους με την ανεργία, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορετικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση και την ανεργία στις χώρες της Ε.Ε. οφείλονται στο μίγμα μορφών ευελιξίας που προκρίνει κάθε εθνικό θεσμικό πλαίσιο, στις πολιτικές προσαρμογής της εργοδοσίας στη μείωση της ζήτησης και τις κρατικές πολιτικές.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες υφέσεις που σημειώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι πρόσφατα, στην τρέχουσα κρίση οι επιχειρήσεις στις χώρες της Ε.Ε. αξιοποιούν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ατομικών) εργασιακών σχέσεων χωρίς να πιέζουν ιδιαίτερα για αλλαγές. Αυτό αποδεικνύει ότι οι αλλαγές της τελευταίας τριακονταετίας, που εντατικοποιήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχουν δώσει στην εργοδοσία μεγάλα περιθώρια ευέλικτης χρήσης του εργατικού δυναμικού εις βάρος των δικαιωμάτων ευρέων ομάδων εργαζομένων, κυρίως των νέων, των γυναικών, των λιγότερο ειδικευμένων, των μεταναστών.

Οι προσωρινοί εργαζόμενοι δεν είναι μεν τα μόνα αλλά σίγουρα τα πρώτα θύματα της τρέχουσας κρίσης, όπως και στις προηγούμενες. Από την κρίση του 1991-1993 μέχρι σήμερα το ποσοστό των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στο σύνολο των απασχολούμενων έχει αυξηθεί στην Ε.Ε., ενώ η προσωρινή απασχόληση έχει διογκωθεί με τους συμβασιούχους έργου και τους ενοικιαζόμενους των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης, που έχουν πλέον νομιμοποιηθεί σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Συγκεκριμένα, μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009, οι εργαζόμενοι με σύμβαση σταθερής απασχόλησης μειώθηκαν κατά 1,3% στην Ε.Ε. των 27, ενώ αυτοί με συμβάσεις προσωρινής εργασίας κατά 6,3%. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην Ισπανία, τη χώρα με την τεράστια εξάπλωση της προσωρινής απασχόλησης στην Ε.Ε., το 90% του συνόλου αυτών που απολύθηκαν μεταξύ Ιουνίου 2008 και Ιουνίου 2009 ήταν προσωρινά απασχολούμενοι.

Μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων, αυτοί που εργάζονται σε εταιρείες προσωρινής εργασίας υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες με ετήσια μείωση 35% στην Ιταλία, 25% στη Γαλλία και 22-23% στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, οι συμβασιούχοι έργου (με μπλοκάκια) και οι μετανάστες απολύθηκαν μαζικά, αυτόματα και χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις της οικοδομής και των συναφών κλάδων, ενω το δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγεί σήμερα την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στην απόλυση των συμβασιούχων και stagiaires στο δημόσιο τομέα. Σε περίοδο κρίσης, η προσωρινή απασχόληση τροφοδοτεί τη μακροχρόνια ανεργία..

Δεύτερη ιδιαιτερότητα της σημερινής κρίσης είναι η διάγνωση από τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών ότι μία κατάρρευση της ζήτησης των νοικοκυριών εξαιτίας μαζικών απολύσεων, σε συνδυασμό με τη χρηματοδοτική ασφυξία των επιχειρήσεων, θα οδηγούσε τις οικονομίες από μία αρχικά μεγάλη υποχώρηση του ΑΕΠ σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Αυτή η διάγνωση, μαζί με το πολιτικό αυτονόητο ότι ο περιορισμός των μαζικών απολύσεων αποτρέπει τις κοινωνικές εκρήξεις, οδήγησε τις μισές περίπου κυβερνήσεις της Ε.Ε. να δώσουν κίνητρα στις επιχειρήσεις για διατήρηση του προσωπικού τους μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας.

Εξάλλου, οι μεγάλες επιχειρήσεις από μόνες τους αξιοποίησαν στο έπαρκο – κυρίως για το ειδικευμένο προσωπικό τους – προϋπάρχοντα σχήματα ελαστικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, στις χώρες όπου αυτά είναι εκτεταμένα. Επίσης προέβησαν σε μετατροπή αρκετών συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης και έκαναν χρήση των συστημάτων διαθεσιμότητας του προσωπικού, στις διαφορετικές εκδοχές τους. Μερικά από αυτά τα συστήματα αναβαθμίστηκαν ως προς τις παροχές και τη δυνατότητα πρόσβασης, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το περασμένο φθινόπωρο. Για παράδειγμα, στη Γαλλία η αποζημίωση για την περίοδο διαθεσιμότητας ανέβηκε από το 50 στο 60% του προηγούμενου μισθού, κατόπιν διαπραγματεύσεων των συνδικάτων με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Στη Γερμανία, η διάρκεια καταβολής του επιδόματος από το κράτος για την αναπλήρωση των χαμένων αποδοχών των εργαζομένων που δουλεύουν με μειωμένο ωράριο στις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν σημαντική πτώση των παραγγελιών, επεκτάθηκε από 6 σε 24 μήνες. Το επίδομα αυτό ανέρχεται στο 60% του ύψους της περικοπής (67% για εργαζόμενους με παιδιά). Στην Ιταλία, το CIG (Cassa Integrazione Guadagni) έφθασε τον περασμένο Απρίλιο να παρέχει αποζημιώσεις μισθού για ώρες που αντιστοιχούσαν στο 11% του συνόλου των ωρών εργασίας στην ιταλική βιομηχανία.

Στην περίπτωση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, οι απώλειες μισθού δεν αναπληρώνονται καθόλου. Αλλά και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας/μειωμένου ωραρίου υπάρχουν απώλειες μισθού. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει δυσμενής μεταβολή των εργασιακών σχέσων για τους μισθωτούς (μισθοί, ασφαλιστικά δικαιώματα), αν και σε διαφορετικό βαθμό. Ωστόσο, τόσο η διαθεσιμότητα/μειωμένο ωράριο, όσο και η μερική απασχόληση θεωρούνται προτιμότερες λύσεις από την απόλυση και γι’αυτό και τα περισσότερα συνδικάτα στις χώρες της Ε.Ε. αναγκάζονται να διαπραγματευτούν παραχωρήσεις υπό τον εκβιασμό της ανεργίας, κατά κανόνα απηχώντας και τις απόψεις της πλειοψηφίας των μελών τους.

Η προσπάθεια συγκράτησης της απασχόλησης μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας των πλήρως απασχολούμενων, υπήρξε πιο έντονη στη Γερμανία και την Αυστρία, σε όλες τις σκανδιναϋικές και σε ορισμένες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (Εσθονία, Σλοβακία, Σλοβενία).

Ανεξαρτήτως πάντως των υποκειμενικών απόψεων, η ταχύτατη επέκταση της μερικής απασχόλησης αποτελεί γενικευμένη τάση στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Κι αυτό λιγότερο λόγω μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης προς αποφυγήν απολύσεων και περισσότερο διότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των προσλήψεων γίνεται με αυτό το είδος σύμβασης. Στην Ελλάδα, το 22,5% των νέων προσλήψεων μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2009 έγιναν με σύμβαση μερικής απασχόλησης (στοιχεία Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Οι νέες προσλήψεις σε θέσεις μερικής απασχόλησης ανήλθαν σε 85.433 έναντι 10.933 θέσεων μερικής απασχόλησης που δημιουργήθηκαν το ίδιο διάστημα από μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας.

Δεδομένων των χαμηλότερων μισθών και δικαιωμάτων των μερικώς απασχολούμενων, αυτή η εξέλιξη στις εργασιακές σχέσεις είναι τόσο πιο αρνητική όσο πιο ατελής είναι η προστασία της μερικής απασχόλησης από το εθνικό θεσμικό πλαίσιο και όσο αυτή είναι μη ηθελημένη αλλά αναγκαστική επιλογή των εργαζομένων. Οι χώρες της Ε.Ε. με την μεγαλύτερη αύξηση της μερικής απασχόλησης μεταξύ δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009 ήταν όλες οι Βαλτικές χώρες, η Ιρλανδία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Δανία και η Ολλανδία. Αρκετά μεγάλη αύξηση σημειώθηκε και στην Ισπανία και Αγγλία.

Τέλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκε η ανεργία των νέων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., ταυτόχρονα με τη συνέχιση της ένταξής τους στην απασχόληση μέσω συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και μαθητείας (π.χ. επέκταση προγράμματος μαθητείας στην Αγγλία). Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση μάλιστα θεωρεί ότι η αύξηση των θέσεων μαθητείας αποτελεί τον καταλληλότερο τρόπο παραμονής των νέων στην αγορά εργασίας μέχρις ότου παρέλθει η κρίση και δημιουργηθούν ξανά επαρκείς ποσοτικά και ποιοτικά θέσεις εργασίας.

Συμπερασματικά, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ευέλικτες μορφές εργασίας διευκόλυναν την ταχύτερη προσαρμογή των επιχειρήσεων στη συγκυρία, μέσω της ανέξοδης και «αναίμακτης» αύξησης των απολύσεων, ενώ αποτελούν αυξημένο ποσοστό των νέων προσλήψεων. Αντίθετα, οι μορφές ευέλικτης διευθέτησης και (αναγκαστικής) μείωσης του εργάσιμου χρόνου συγκράτησαν τις απολύσεις και την αύξηση της ανεργίας, αλλά με τίμημα μειωμένες αποδοχές και δικαιώματα για τους πλήρως απασχολούμενους, των οποίων οι εργασιακές σχέσεις χειροτέρεψαν.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΤΟ Π.Δ. 407/80 ΚΑΙ Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ
ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΜΕ ΤΟ Π.Δ. 407/80



Το ζήτημα των συμβασιούχων διδασκόντων με βάση το Π.Δ. 407/80 αποτελεί μία από τις πραγματικές ανοιχτές πληγές της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον το 20% του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ πανελλαδικά εργάζεται με αυτό το καθεστώς. Η αναλογία αυτή είναι πολύ πιο έντονη στα περιφερειακά Πανεπιστήμια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με τα στοιχεία της έναρξης του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου οι συμβασιούχοι διδάσκοντες αποτελούσαν το 40% των διδασκόντων, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας το 44%, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο το 41%, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου το 80%. Και μόνο η κλίμακα των μεγεθών δείχνει ότι σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με κάλυψη προσωρινών αναγκών. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Ιδρυμάτων που καλύπτονται, στη βάση μιας σαφώς πολιτικής επιλογής, από προσωπικό που εργάζεται με ελαστική σχέση απασχόλησης.
Η συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει πολύ συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες εργασιακές και ακαδημαϊκές:
• Οι συνάδελφοι που εργάζονται με αυτό το καθεστώς ζουν σε ένα καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας. Δεν γνωρίζουν εάν, πότε, για πόσο και κάτω ποια συνθήκη θα εργαστούν. Αναγκάζονται να είναι οι πραγματικά «ιπτάμενοι» διδάσκοντες, εφόσον είναι προφανές ότι δύσκολα κανείς μετακομίζει μόνιμα για προσωρινή απασχόληση. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν και συνθήκη εργασιακής υποβάθμισης με συχνές καθυστερήσεις αρκετών μηνών για την πληρωμή τους ή και τον κίνδυνο περικοπής των αμοιβών τους, καθώς η τελική κατανομή των πιστώσεων από το ΥΠΕΠΘ γίνεται αρκετά μετά την έναρξη των αντίστοιχων εξαμήνων.
• Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από την πρακτική του επιμερισμού μιας πίστωσης σε περισσότερους του ενός διδάσκοντες. Σε αυτή την περίπτωση ο/η διδάσκων/ουσα βρίσκεται αντιμέτωπος με συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης, καθώς λαμβάνει κλάσμα μόνο των αποδοχών που αναλογούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στα κεντρικά πανεπιστήμια, όπως το Πάντειο, όπου φτάνουμε έως και σε εξευτελιστικές συμβάσεις… 9 ημερών για διδασκαλία ενός εξαμήνου.
• Διαμορφώνεται, επίσης, συνθήκη υποβάθμισης της ακαδημαϊκής λειτουργίας των Ιδρυμάτων, από τη στιγμή που υψηλό ποσοστό των διδασκόντων εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ενταχθούν στο μέσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του Τμήματος, ενώ παράλληλα δεν συμμετέχουν στα ακαδημαϊκά όργανα και συνολικά στους θεσμούς αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (ΓΣ Τμημάτων και Τομέων).
• Και βέβαια δημιουργούνται ιδιότυπες σχέσεις ακαδημαϊκής εξάρτησης, εφόσον η εργασιακή σχέση αυτών των συναδέλφων κρίνεται απλώς από τις αποφάσεις των Τμημάτων – και όχι από κανονική διαδικασία κρίσης – και συχνά τις κατανομές άτυπων σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό κάθε Τμήματος.
Σημειώνουμε εδώ ότι οι «ατομικές βιογραφίες» των σχετικά νεότερων μελών ΔΕΠ δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερο αυξάνει ο μέσος χρόνος εργασίας σε θέσεις με βάση το ΠΔ 407/80 πριν μπορέσει κάποιος/α να εκλεγεί σε θέση ΔΕΠ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι σαφές ότι η έννοια του «ενιαίου φορέα» που υπήρξε ιστορικό αίτημα του Πανεπιστημιακού Κινήματος στον τόπο μας φαλκιδεύεται, αφού εκ των πραγμάτων πλάι στις βαθμίδες του ΔΕΠ, υπάρχει και μια ακόμη βαθμίδα, μειωμένων δικαιωμάτων και εργασιακών προσδοκιών. Ακόμη περισσότερο, αρχίζει και διαμορφώνεται μια σχετικά μεγάλη ομάδα συναδέλφων που πρακτικά βρίσκονται για αρκετό χρονικό διάστημα σε συνθήκη εργασιακής περιπλάνησης, μετακινούμενοι από ΑΕΙ σε ΑΕΙ, εργαζόμενοι συχνά σε περισσότερα του ενός εκπαιδευτικά ιδρύματα ή / και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Είναι οι συνάδελφοι που συσσωρεύονται σε κάθε διαδικασία εκλογής στις χαμηλές βαθμίδες, όπου, ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες, έχει αρχίσει να υπάρχει εντυπωσιακός αριθμός αιτουμένων ανά θέση.
Χαρακτηριστικό της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στις αρχικές προβλέψεις του ΠΔ 407/80 και τη σημερινή του χρήση είναι η κρίση που διαμορφώθηκε το 2007. Τότε, η αρχικά εύλογη πρόβλεψη του ΠΔ 407/80 για όριο τριετίας στις προσωρινές καλύψεις έκτακτων αναγκών μετατράπηκε στο αντίθετο, δηλαδή σε παρ’ ολίγον μορφή στέρησης των αμοιβών συναδέλφων που αναγκαστικά κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, έστω και με αυτό το καθεστώς.
Και βέβαια τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότερα ως προς τις εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Μέχρι τώρα ο κύριος όγκος του διδακτικού προσωπικού (αφήνοντας κατά μέρος το εργαστηριακό προσωπικό) είναι είτε μέλη ΔΕΠ (κατά πλειοψηφία) είτε διδάσκοντες με βάση το ΠΔ 407/80 (η πλειοψηφία των οποίων επίσης έχει τυπικά προσόντα ΔΕΠ, δηλαδή διδακτορικό, δημοσιεύσεις κ.λπ.). Από ολοένα και περισσότερες πλευρές, όμως, πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μέρος του διδακτικού έργου να ανατεθεί και σε προσωπικό χωρίς διδακτορικό, κυρίως με την έννοια της απασχόλησης του μεγάλου αριθμού μεταπτυχιακών φοιτητών ανά τμήμα. Είναι σαφές ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών και του ακαδημαϊκού έργου των ΑΕΙ. Άλλωστε, το πώς αντιλαμβάνεται σήμερα το Υπουργείο Παιδείας τις τυπικές προϋποθέσεις το έδειξε όταν θεσμοθετώντας ως «ακαδημαϊκά ιδρύματα» τα περιβόητα Κολλέγια έσπευσε να βάλει τον πήχη για το διδακτικό προσωπικό μόλις στο απλό πτυχίο. Άλλωστε, παράμετροι της συγκυρίας όπως είναι η αύξηση της ανεργίας ειδικά των νέων πτυχιούχων, η διαρκής παράταση του χρόνου αναμονής και εργασιακής περιπλάνησης μέχρι την εύρεση μιας αξιοπρεπούς απασχόλησης, η διαρκής αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών φοιτητών και των υποψηφίων διδακτόρων (συχνά και ως μια άτυπη πρακτική διαχείρισης της ανεργίας ή / και της εργασιακής αναμονής) σημαίνουν ότι θα υπάρχει και εκείνο το επιστημονικό δυναμικό που είτε επειδή δεν έχει άλλη εργασιακή προοπτική, είτε επενδύοντας σε φαντασιακές προσδοκίες ανοδικής ακαδημαϊκής κινητικότητας θα είναι διαθέσιμο να αποδεχτεί τέτοιες εργασιακές πρακτικές.
Όμως και οι κατευθύνσεις των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα: τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν διαρκώς εμπόδια να βρουν πιστώσεις για θέσεις μονίμου προσωπικού, αλλά οι προσωρινές επιδοτήσεις προσωπικού, π.χ. των υποψηφίων διδακτόρων μέσω του προγράμματος «Ηράκλειτος» αυξάνονται.
Όλα αυτά σχετίζονται και με ευρύτερες μεταλλάξεις του ακαδημαϊκού και του εργασιακού τοπίου στα πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια. Είναι σαφές ότι στο πρότυπο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που προβάλλεται διεθνώς:
• Εντείνεται η ιεραρχικοποίηση του διδακτικού προσωπικού, με την ανώτερη βαθμίδα να πολώνεται κυρίως προς ερευνητικές και διοικητικές / διευθυντικές θέσεις.
• Το διδακτικό έργο, ιδίως σε προπτυχιακούς φοιτητές, ολοένα και περισσότερο ανατίθεται σε προσωπικό με μικρότερα προσόντα και χειρότερες εργασιακές συνθήκες.
• Η εργασία γίνεται ένα διαρκές ανταγωνιστικό διακύβευμα, το ποσοστό του μονίμου προσωπικού μειώνεται και αντίστοιχα αυξάνεται το προσωπικό που εργάζεται με συνθήκες εργασιακής επισφάλειας.
• Αντίστοιχες πολώσεις εμφανίζονται και στο εσωτερικό της έρευνας με ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στις ανώτερες βαθμίδες και το κατώτερο προσωπικό.
Σε αυτό το πλαίσιο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια, όπως τα παρουσιάζει η Αμερικανική Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών (American Federation of Teachers).
• Ανάμεσα στο 1997 και το 2007 το διδακτικό προσωπικό με μονιμότητα (tenure) μειώθηκε από το – ήδη ιδιαίτερα χαμηλό! – 33,1 %.
• Το ποσοστό των διδασκόντων μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από 34,1% σε 36,8% όπως επίσης αυξήθηκε και το ποσοστό των μεταπτυχιακών φοιτητών που απασχολούνται ως βοηθοί φτάνοντας το 20,9%,
• Τα ποσοστά μη μόνιμης και μερικής απασχόλησης είναι περισσότερο υψηλά στα ιδιωτικά από ό,τι στα δημόσια πανεπιστήμια.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε μια σειρά από αμερικανικά (αλλά και καναδικά) πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει οι απεργιακές κινητοποιήσεις κυρίως από όλο αυτό το ελαστικά απασχολούμενο προσωπικό, οι προσπάθειες να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, οι μάχες ενάντια στην ελαστική εργασία.
Αντίστοιχες μάχες είναι σε εξέλιξη και σε αλλού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μεγάλες συγκρούσεις που είναι σε εξέλιξη στη Γαλλία, όπου η εισαγωγή των «κατευθύνσεων της Μπολόνια» και η λογική των master, έχει οδηγήσει σε ανατροπές του εργασιακού καθεστώτος των κατώτερων βαθμίδων του εκπαιδευτικού και ερευνητικού προσωπικού, με βασικές πλευρές αφενός την ολοένα και μεγαλύτερη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, αφετέρου την αύξηση των περιθωρίων αυθαιρεσίας των διοικήσεων των ΑΕΙ.
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι και το Πανεπιστήμιο βρίσκεται ολοένα και περισσότερο σε μια κατεύθυνση να ενσωματώσει τη γενικότερη τάση προς την ελαστική και επισφαλή εργασία. Αυτό αφορά το σύνολο των λειτουργιών του και όχι μόνο την ακαδημαϊκή διδασκαλία. Άλλωστε, η ολοένα και μεγαλύτερη πίεση προς τα ΑΕΙ να λειτουργούν με βάση όχι την πάγια, δημόσια χρηματοδότηση, αλλά περιστασιακές και με ημερομηνία λήξης δράσεις, όπως είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, αντικειμενικά ενισχύει αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι η υποβάθμιση των εργασιακών όρων και συνθηκών ποτέ δεν περιορίζεται μόνο σε όσους την υφίστανται με τρόπο άμεσο. Αντίθετα, παρασέρνει το σύνολο των απασχολουμένων σε ένα κλάδο. Με αυτή την έννοια, η υποβάθμιση της εργασιακής συνθήκης των συμβασιούχων διδασκόντων απειλεί να παρασύρει προς τα κάτω το σύνολο των διδασκόντων. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα: η άλλη όψη της μείωσης αποδοχών των συμβασιούχων διδασκόντων μπορεί να είναι η αύξηση του ωραρίου διδασκαλίας των μελών ΔΕΠ.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει πρώτης προτεραιότητας ζήτημα η πάλη ενάντια στην ελαστική εργασία μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, μέσα από τη συγκρότηση συλλογικών μορφών οργάνωσης και διεκδίκησης. Γι’ αυτό και ήταν σημαντική εξέλιξη η πλήρης αποδοχή των διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80 στους συλλόγους ΔΕΠ, παρότι δυστυχώς η σημερινή ηγεσία της Ομοσπονδίας ερωτοτροπεί με την υιοθέτηση μιας λογικής εκσυγχρονισμένης εκδοχής βοηθών. Χρειάζονται επίσης συγκεκριμένα αιτήματα:
• Άμεση διάθεση όλων των αναγκαίων πιστώσεων σε όλα τα τμήματα για την εκλογή μελών ΔΕΠ, έτσι ώστε να περιοριστεί η ανάγκη καταφυγής σε συμβασιούχους διδάσκοντες.
• Διάθεση έγκαιρα όλων των αναγκαίων πιστώσεων στα ΑΕΙ για συμβασιούχους διδάσκοντες, έτσι ώστε όλοι να έχουν πλήρεις συμβάσεις. Όχι στον επιμερισμό συμβάσεων.
• Κατοχύρωση της δυνατότητας κρίσης για θέση ΔΕΠ στο τέλος της τριετίας έτσι ώστε να μην παρατείνεται η συνθήκη της εργασιακής ομηρίας.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ
ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΡΑΣ


Κυρίες και Κύριοι,
Ως εκπρόσωπος των συμβασιούχων του Πανεπιστημίου μας ελπίζω με την σειρά μου, η ημερίδα την οποία διοργανώνουμε σήμερα, να αποτελέσει την απαρχή χρήσιμων συμπερασμάτων ως προς τα εργασιακά δικαιώματα τα οποία οξύνονται εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Το δικαίωμα στην μόνιμη, σταθερή με πλήρη δικαιώματα εργασία, στο δημόσιο, συνεχώς μειώνεται με την επέκταση κάθε μορφής ελαστικής απασχόλησης (συμβάσεις έργου, stage) με αποτέλεσμα την ομηρία χιλιάδων συμβασιούχων.
Από ιστορική άποψη ανέκαθεν δίπλα στο κομμάτι των μονίμων υπαλλήλων υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός υπαλλήλων που εργάζονταν με συμβάσεις.
Όμως ο αριθμός αυτός, ύστερα και από το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου, τα τελευταία χρόνια έχει και πάλι διογκωθεί αφού εξυπηρετεί τις ανάγκες της κυβέρνησης με την εφαρμογή της μείωσης του αριθμού των Δημοσίων Υπαλλήλων με στόχο την μείωση των ελλειμμάτων κυρίως μισθολογικών του Δημοσίου αλλά και με την άρση της μονιμότητας.
Το νούμερο που δίνεται από τα ΜΜΕ (περίπου 160.000) ανεξάρτητα του αν είναι κοντά στην πραγματικότητα ή όχι, περικλείει μία σειρά ελαστικών μορφών απασχόλησης όπως για παράδειγμα συμβάσεις έργου με Δελτία Παροχής, Συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προγράμματα stage, εποχικούς ανάλογα με τις ανάγκες, μ’ αποτέλεσμα όπως γίνεται σαφές αυτή τη στιγμή, ένα θολό εργασιακό καθεστώς, το οποίο δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα και ανασφάλεια.
Ας επικεντρωθούμε στα ΑΕΙ ως προς την λειτουργία τους και την καθημερινή τους επιβίωση ως αυτοτελών οργανισμών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό την αξιοπιστία του Ελληνικού Πανεπιστημίου.
Εργαζόμαστε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με συμβάσεις έργου περισσότερο από 5 χρόνια οι περισσότεροι από εμάς, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Ιδρύματός μας.
Έχουμε στελεχώσει την Βιβλιοθήκη, την Επιτροπή Ερευνών, τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα, τα Γραφεία Διασύνδεσης, τη Μηχανογράφηση και Μηχανοργάνωση καθώς και άλλες υπηρεσίες του Πανεπιστημίου μας.
Οι θέσεις μας όμως διαρκώς συρρικνώνονται με αποτέλεσμα από 39 περίπου συμβασιούχους, να έχουμε μείνει περίπου 20 και από τη Δευτέρα 1η Ιουνίου ακόμα λιγότεροι αφού οι συμβασιούχοι της βιβλιοθήκης μας θα μείνουν χωρίς συμβάσεις.
Επομένως απέναντι στην ανεργία, την υποαπασχόληση, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, η διεκδίκηση των αιτημάτων μας έχει μία και μόνο κατεύθυνση, την μονιμοποίησή μας χωρίς όρους και προϋποθέσεις και την καθιέρωση μόνιμης και ενιαίας σχέσης εργασίας η οποία αποτελεί την μοναδική εγγύηση για θετική έκβαση των προσπαθειών μας.
Με την άποψη αυτή ενοποιείται ο αγώνας μας διαλύοντας τις όποιες κυβερνητικές προθέσεις από τη μία και αποδυναμώνοντας από την άλλη απόψεις που σκοπίμως θέλουν να στρέψουν όλους τους συμβασιούχους σε δικαστικούς αγώνες για λύση του προβλήματος χωρίς βέβαια το αποτέλεσμα να είναι μάλλον το επιθυμητό.
Η μόνιμη και με πλήρη δικαιώματα εργασία, με πλήρη ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν είναι θέμα ηθικό αλλά βαθιά πολιτικό αφού δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμα αντικείμενο συναλλαγής, διαπραγμάτευση σκοπιμοτήτων και χρησιμοποίηση των συμβασιούχων μόνο ως εκλογική λεία σε βουλευτικές εκλογές.
Για τον λόγο αυτό στον αγώνα μας σας θέλουμε όλους δίπλα μας, Πρυτανικές Αρχές, ΜΕΛΗ ΔΕΠ, Μονίμους και Αορίστου Χρόνου, ώστε η φωνή μας να γίνει δυνατότερη.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ:
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ



Είναι κοινός τόπος ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση της στήριξης και της ανάπτυξης της ερευνητικής αποστολής των Α.Ε.Ι. η όσο το δυνατόν επαρκέστερη διοικητική υποστήριξη. Η παραδοχή αυτή δεν μπορεί προφανώς να αποτελέσει άλλοθι για την ύπαρξη και διόγκωση γραφειοκρατικών και κομματικοποιημένων μηχανισμών καθώς η αποτελεσματική διοικητική υποστήριξη αποτελεί σημαντικό παράγοντα της εύρυθμης λειτουργία των Α.Ε.Ι. Και ενώ η αφετηριακή πρόταση συνιστά μια κοινώς αποδεκτά παραδοχή, στη πράξη η συστηματική και εν πολλοίς μεθοδευμένη υποστελέχωση των υπηρεσιών του, οδηγεί το δημόσιο πανεπιστήμιο σε συνθήκες λειτουργικής ασφυξίας καθώς η αναλογία φοιτητών-διοικητικού προσωπικού επιδεινώνεται συνεχώς. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρτ μια βιβλιοθήκη όπως αυτή του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ θα έπρεπε να έχει 35 άτομα προσωπικό, λειτουργεί-ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αναπτύξει σύγχρονες υπηρεσίες- με 24 εκ των οποίον οι 9 συμβασιούχοι υπό απόλυση.
Η προφανής αδυναμία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να υποστηρίξουν ακόμη και τις στοιχειώδεις λειτουργίες τους με μόνιμο προσωπικό- εξαιτίας της υποχρηματοδότησης αλλά και των νομικών προσκομμάτων που σκοπίμως προβάλλονται από τις κυβερνήσεις-οδηγεί στην εύκολη λύση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου μέσα από κοινοτικά κονδύλια, που σε αντίθεση με τον κρατικό προϋπολογισμό παρέχονται αφειδώς(υπάρχουν σήμερα πανεπιστήμια-κυρίως τα νεότευκτα-όπου το 80% του προσωπικού είναι συμβασιούχοι). Ταυτόχρονα μια σειρά από υπηρεσίες (φύλαξη, συντήρηση, καθαρισμός) εκχωρούνται σε εργολάβους με κόστος που κάποιες φορές μπορεί να υπερβαίνει το αντίστοιχο της εργασίας του μόνιμου προσωπικού, και που τελικά καταλήγει στη τσέπη των εργολάβων καθώς οι ίδιοι συμπιέζουν ασφυκτικά το μισθολογικό κόστος προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των διαγωνισμών.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια πολυμορφία εργασιακών σχέσεων που μπορεί να ποικίλει ανά πανεπιστήμιο ακόμη και ανά έτος δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την διερεύνηση των συνθηκών απορύθμισης της εργασίας στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Με μια πρώτη προσπάθεια τεκμηρίωσης της εργασιακής «γεωγραφίας» τουλάχιστον για το Πάντειο Πανεπιστήμιο μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον 5 μορφές εργασιακής σχέσης.
1) Στην πρώτη ανήκει το μόνιμο προσωπικό που κατά κανόνα προέρχεται από νομοθετικές ρυθμίσεις τακτοποίησης των συμβασιούχων που έγιναν πριν το 2000 καθώς μόνιμο προσωπικό μέσω των διαδικασιών του ΑΣΕΠ δεν έχει προσληφθεί στα πανεπιστήμια από το 2004 και μετά.
2) Εργαζόμενοι Ε.Τ.Ε.Π. (Ειδικό Τεχνικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό) και Ε.Ε.Δ.Ι.Π. (Ειδικό Ερευνητικό Διδακτικό Προσωπικό) μόνιμο προσωπικό που παρ’ όλη τη σημασία που έχει για την ερευνητική διαδικασία, υποεκπροσωπείται καθώς δεν έχουν γίνει προσλήψεις την τελευταία πενταετία.
3) Εργαζόμενοι Ι.Δ.Α.Χ (Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου). Πρόκειται για συμβασιούχους που μετά από νομοθετικές ρυθμίσεις το 2000 και το 2004 (Νόμος Παυλόπουλου) απέκτησαν μια ασφαλέστερη εργασιακή σχέση καθώς πλέον υπόκεινται στις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, χωρίς βέβαια τη δυνατότητα εξέλιξης, είναι ασφαλιζόμενοι από το ΙΚΑ και όχι από τα Ταμεία του Δημοσίου με σημαντική επίπτωση στις ασφαλιστικές τους καλύψεις, χωρίς παράλληλα να υπόκεινται στις συνταγματικές πρόνοιες περί μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων. Ταυτόχρονα επίκεινται νομοθετικές ρυθμίσεις για ένταξη των ΙΔΑΧ στις διαδικασίες εξέλιξης κάτι που πρακτικά και συνδυασμό με τη μη πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, οδηγεί στην de facto κατάργηση της μονιμότητας.
4) Συμβασιούχοι. Η πρακτική της πρόσληψης προσωπικού με συμβάσεις έργου ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 90 κυρίως μέσα από τα προγράμματα του ΕΠΕΑΚ για να διογκωθεί υπέρμετρα τα χρόνια που ακολούθησαν. Πρόκειται κατά κανόνα για προσωπικό με υψηλά στάνταρντ που καλύπτει την ανάπτυξη σύγχρονων υπηρεσιών και τεχνολογιών αιχμής(ψηφιακές βιβλιοθήκες, e-portals, τεχνολογίες δικτύων κλπ). Οι εργαζόμενοι με συμβάσεις έργου υποχρεώνονται να τηρούν ωράριο καθώς καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες υποχρεούμενοι να διατηρούν Βιβλία, να αποδίδουν ΦΠΑ και να ασφαλίζονται στο ΤΕΒΕ. Κι ενώ παρέχουν εργασία που δεν διαφοροποιείται από αυτή του μόνιμου προσωπικού στερούνται όλων των δικαιωμάτων που μπορεί να απορρέουν από αυτή. (χαμηλότερες αμοιβές, απουσία αδειών, και σε κάποια πανεπιστήμια αδυναμία άσκησης συνδικαλιστικής δραστηριότητας).
5) Οι εργαζόμενοι στις εργολαβίες είναι η τελευταία -χρονικά- και πιο σκληρή πτυχή στις πρακτικές της εργασιακής απορύθμισης στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Η δολοφονική επίθεση ενάντια στην συνδικαλίστρια Κ. Κούνεβα και το κίνημα που αναπτύχθηκε μας επέτρεψαν σε πολλές περιπτώσεις να αντιληφθούμε την βαρβαρότητα που επικρατεί στις εργολαβίες. Παρ’ όλα αυτά σε πολλά πανεπιστήμια (του Παντείου συμπεριλαμβανομένου) εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε πολλά πράγματα γι’ αυτές. Παράλληλα, η συνεχής υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και η αδυναμία πρόσληψης μόνιμου προσωπικού, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την εκχώρηση και άλλων δραστηριοτήτων του πανεπιστημίου σε εργολαβικές εταιρείες.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/-ΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΩΝ
ΘΕΜΗ ΤΣΟΛΑΚΟΥ
Υ/Δ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ Α.Π.Θ.


Το ζήτημα της απασχόλησης μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων στα ελληνικά ΑΕΙ επανήλθε στην επικαιρότητα με την ψήφιση του νέου νόμου – πλαισίου, που φιλοδόξησε να «αναδιορθρώσει» την ανώτατη εκπαίδευση, ουσιαστικά αποδομώντας ακαδημαϊκά κεκτημένα και ενισχύοντας παθογένειες που αφορούν τόσο την παραγωγή επιστημονικής γνώσης όσο και την παροχή εργασίας στους κόλπους των ΑΕΙ από τους φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τους παράγοντες της έρευνας.
Αξίζει μια αρχική αναφορά στη λογική του αναθεωρημένου νόμου – πλαισίου ώστε να γίνει αντιληπτή η αντίληψη που διατρέχει και την εργασία των νέων ερευνητών και μεταπτυχιακών φοιτητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η εφαρμογή του νόμου-πλαισίου συμπληρώνεται συστηματικά από τον νόμο για την έρευνα και τον νόμο περί αξιολόγησης. Έτσι εξηγείται κι ο συνθηματολογικός και φειδωλός χαρακτήρας των διατάξεων του νόμου, καθώς αποτελεί τον άξονα ισορροπίας ανάμεσα στον νόμο της αξιολόγησης [ν. 3374/2005] και στον νόμο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που εξειδικεύουν και συμπληρώνουν το περιεχόμενο του νόμου-πλαισίου και καλύπτουν τα κενά που τεχνηέντως και εντελώς κακοπροαίρετα καταλείπει ο τελευταίος. Δημιουργείται αίσθηση επιφυλακτική στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς οι ρυθμίσεις είναι ιδιαίτερα ασαφείς και καλυμμένες και ταλαντεύονται σε τραγικές αντιφάσεις μεταξύ κρατικοποίησης και ελεύθερης αγοράς.
Η λογική που διατρέχει την ισχύουσα νομοθεσία στηρίζεται στο ψευτοδίλημμα «περισσότερη αυτοτέλεια ή περισσότερη κρατική χρηματοδότηση». Χαρακτηριστική είναι η ενίσχυση διπλής εξάρτησης, δηλαδή, από τη μια της γραφειοκρατικής εξάρτησης των Α.Ε.Ι. από το κράτος με θεσμούς ξένους προς την ακαδημαϊκή παράδοση του αυτοδιοικούμενου [βλ π.χ. Γενικός Γραμματέας ΑΕΙ, έγκριση επιστημονικού και οικονομικού προγραμματισμού από το Υπουργείο κ.α.] και από την άλλη της οικονομικής απαγκίστρωσης από το Υπουργείο Παιδείας και της ώθησης στην ανοιχτή αγορά προς άγρα χρηματοδότησης. Αντικαθίσταται ουσιαστικά η έννοια της αυτοτέλειας των ΑΕΙ που συνοδεύεται από την κοινωνική αλληλεγγύη και την κρατική μέριμνα, από μια «αυτοτέλεια» νεοφιλελεύθερη, που ταυτίζεται με την αυτορρύθμιση και την κρατική αποχή. Με την πρώτη ματιά καθίσταται φανερό ότι ο νόμος-πλαίσιο περιέχει μεταρρυθμίσεις ωσάν να ήταν το αρ. 16 του Συντάγματος αναθεωρημένο, γιατί μόνον έτσι εξηγείται η έλλειψη οποιασδήποτε, έστω και ελάχιστης, δέσμευσης για κρατική χρηματοδότηση και γενικότερα για παροχική χωρίς ανταλλάγματα και προαπαιτούμενα κρατική μέριμνα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη «Ο υποψήφιος διδάκτορας έχει υποχρέωση, εφόσον του ζητηθεί, να προσφέρει εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο Τμήμα, στο οποίο εκπονεί τη διατριβή του, σύμφωνα με τον Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών του ιδρύματος». Ο νόμος έρχεται με τον τρόπο αυτό να απαντήσει με θεσμοποίηση της «μαύρης» εργασίας στην άτυπη μαύρη εργασία που ίσχυε μέχρι σήμερα. Να σημειωθεί δε ότι ήδη με το αρ. 28 παρ.7 του ν. 2083/1992 προβλέπεται η σύναψη συμβάσεων εργασίας και η παροχή αντιμισθιών σε όσους μεταπτυχιακούς φοιτητές απασχολούνται σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η απασχόληση των μεταπτυχιακών φοιτητών στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες (φροντιστηριακά μαθήματα, επιτηρήσεις, διορθώσεις γραπτών, εργαστηριακά μαθήματα και οργάνωση εργαστηρίων, επικουρία μελών Δ.Ε.Π.) επιβάλλεται να γίνεται μετά από πρόσληψή τους και να προσδιορίζεται από σχετική σύμβαση εργασίας ή έργου που προσδιορίζει το αντικείμενο, το χρονικό διάστημα και την αμοιβή της συγκεκριμένης εργασίας. Ειδικότερα η αμοιβή των μεταπτυχιακών φοιτητών προσδιορίζεται με ωριαία αντιμισθία, δαπάνη που βαρύνει, σύμφωνα πάντα με το νόμο 2083/92, τον προϋπολογισμό του οικείου ΑΕΙ, και πιο συγκεκριμένα τις τακτικές πιστώσεις των τομέων ως αρμόδιων φορέων. Ωστόσο, ελάχιστα Τμήματα εφαρμόζουν την ωριαία αντιμισθία, και πάντα με ιδιαιτέρως χαμηλά ποσά ανά ώρα. Η ίδια πρόβλεψη επαναλήφθηκε και στον ισχύοντα νόμο-πλαίσιο, αλλά θα παραμείνει γράμμα κενό αν δε συνοδευτεί με σχετική αύξηση της χρηματοδότησης, καθώς κανένα Ίδρυμα δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή κονδύλια για την απασχόληση υποψηφίων διδακτόρων και η σχεδιαζόμενη πολιτική δεν φαίνεται να ενισχύει την χρηματοδότηση. Ενδεικτική είναι η ρύθμιση : «Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών δικαιούνται χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό σύμφωνα με την υπουργική απόφαση έγκρισης τους, η οποία καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης τους βάσει κριτηρίων ποιότητας και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του οικείου Τμήματος σύμφωνα με το ν.3374/2005 και του καθενός Π.Μ.Σ. σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου». Μόνη η αξιολόγηση με τους όρους του Υπουργείου καθίσταται αποκλειστική προϋπόθεση για την έγκριση και συνέχιση λειτουργίας των ΠΜΣ, αλλά και για τη χρηματοδότησή τους, και όχι άλλες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις. Το Υπουργείο τελικά «τιμωρεί» με μη χρηματοδότηση τα ανυπάκουα τμήματα. Προβλέπονται κατασταλτικά μέτρα για τα τμήματα που δε συμμορφώνονται με τις διαδικασίες αξιολόγησης του υπουργείου και την υποχρέωση κατάρτισης τετραετών προγραμμάτων. Από τα πλέον χαρακτηριστικά τιμωρητικά μέτρα: η απαγόρευση ανάληψης διδακτορικών διατριβών και λειτουργίας μεταπτυχιακών προγραμμάτων, καθώς και η διακοπή της χρηματοδότησης. Τούτη η κυρωτική πλευρά του σχεδίου πέρα από ανήθικη, είναι και κατάφωρα αντισυνταγματική καθώς βάλλει ευθέως κατά του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.
Άλλωστε, η πιο συνηθισμένη εικόνα είναι μεταπτυχιακοί και κυρίως υποψήφιοι διδάκτορες να αναλαμβάνουν επικουρικό διδακτικό και επιστημονικό έργο αμισθί, προσδοκώντας μια χρηματική ανταμοιβή από τυχόν ευρωπαϊκά προγράμματα ή μια υποτροφία από εξωπανεπιστημιακούς φορείς, που θα καλύψει τις βασικές ανάγκες τους. Στην ίδια λογική και στην προοπτική άρσης της κρατικής μέριμνας κινούνται και οι νομοθετικές ρυθμίσεις για φοιτητικά δάνεια, αφού το πανεπιστήμιο πλέον θα λειτουργεί με όρους όχι παροχικούς και προνοιακούς αλλά ανταποδοτικούς, καθώς και η πρόβλεψη ανταποδοτικών υποτροφιών με παροχή εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες. Στην εποχή που έχει γίνει άτυπο καθεστώς στα ΑΕΙ η παροχή ανασφάλιστης, κρυφής αλλά πραγματικής εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των σχολών σε τομείς, εργαστήρια, ερευνητικά προγράμματα, βιβλιοθήκες και γραμματείες, η ρύθμιση νομιμοποιεί τον εργασιακό παραλογισμό, αντί να καθιερώσει θέσεις εργασίας, συμβάσεις, και εργασιακά δικαιώματα και να διατηρήσει την υποτροφία χωρίς αντάλλαγμα σε όσους έχουν οικονομική ανάγκη ή ακαδημαϊκή πρόοδο.
Όλο και περισσότερο η διαχείριση των πόρων για την έρευνα μετατοπίζεται από τα πανεπιστημιακά όργανα στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα. Αυτά αποτελούν ένα θεσμό που στην πραγματικότητα έχει λειτουργήσει σε βάρος των πανεπιστημίων. Λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορούν να συνεργάζονται με φορείς του ιδιωτικού τομέα και λειτουργούν με πλήρη αδιαφάνεια, χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων. Ο νόμος για την έρευνα και την τεχνολογία, όπως ψηφίστηκε το 2008, εμφανίζεται εξίσου προβληματικός, καθώς διασπά την ενότητα της έρευνας και εμποδίζει τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης εντός της κοινότητας των νέων ερευνητών. Ο νόμος κατασκευάζει μια καινούργια γραφειοκρατική δομή που υποβαθμίζει την ήδη μειωμένη «δημόσια επένδυση» και το κοινωνικό όφελος της έρευνας και την προσαρμόζει στις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της αγοράς και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα διάφορα διοικητικά όργανα που δημιουργούνται μπορούν να μετέχουν μεμονωμένα άτομα από το χώρο των επιχειρήσεων, όχι όμως και εκπρόσωποι των ερευνητών ή των εργαζομένων στα ερευνητικά κέντρα. Ταυτόχρονα πολλά ειδικότερα ζητήματα θα επιλυθούν με μια σειρά υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν μελλοντικά, πρακτική η οποία πλήττει τη διαφάνεια κα τη δυνατότητα ελέγχου, ενώ αποδεικνύει την παντελή έλλειψη γενικότερου σχεδιασμού για την έρευνα. Με προεδρικά διατάγματα, επίσης, θα αποφασίζεται και η ίδρυση ερευνητικών κέντρων, διαιωνίζοντας το καθεστώς της εργαλειοποίησης της έρευνας στο βωμό της καλλιέργειας πελατειακών σχέσεων κυβερνητικών παραγόντων. Τα ΕΠΙ μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ότι δεν εντάσσονται σε κάποιο ορθολογικό σχεδιασμό, η ανάγκη τους είναι αμφιλεγόμενη και η χρηματοδότησή τους δεν προβλέπεται, με αποτέλεσμα να περιορίζουν τους υπάρχοντες πόρους. Στα ΕΠΙ πολλοί ερευνητές ή ειδικό προσωπικό εργάζονται με συμβάσεις ή σε προγράμματα ορισμένης διάρκειας, με τη λογική του stage και πάντως της προσωρινότητας, εμπεδώνοντας μια αποσπασματική αντίληψη για την έρευνα και αποσυνδέοντάς την από την εκπαίδευση και τις κοινωνικές ανάγκες.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το καθεστώς απασχόλησης των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων στο πανεπιστήμιο σήμερα, που συναντά αντιθέσεις προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία και προς τις προστατευτικές αρχές του εργατικού δικαίου. Είναι αναγκαία από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας η διατύπωση της ξεκάθαρης αντίθεσης προς την οποιαδήποτε άμισθη χρησιμοποίηση μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων σε εργασίες όπως επιτηρήσεις, διόρθωση γραπτών, πραγματοποίηση φροντιστηριακών μαθημάτων κλπ, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους. Επίσης κρίσιμο είναι να οριοθετηθεί η απασχόληση όσων έχουν σύμβαση έργου με το πανεπιστήμιο, κυρίως όσον αφορά τις ώρες απασχόλησής τους, καθώς προσλαμβάνονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης για συγκεκριμένες ώρες, αλλά και σχετικά με το είδος της εργασίας που αναλαμβάνουν. Τέλος, σε περίπτωση προκήρυξης θέσεων για έμμισθη απασχόληση στο πανεπιστήμιο (είτε με την μορφή συμβάσεων είτε με την μορφή ανταποδοτικών υποτροφιών) θα πρέπει να προτιμώνται προς πρόσληψη, εκείνοι οι υποψήφιοι που δεν διαθέτουν ήδη άλλη υποτροφία, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερους μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες να στηρίζουν τις σπουδές τους. Το επικουρικό εκπαιδευτικό έργο δε θα πρέπει να συμψηφίζεται σε καμία περίπτωση ούτε με υποτροφίες, ούτε με το ερευνητικό έργο των μεταπτυχιακών φοιτητών σε προγράμματα εθνικά ή κοινοτικά.
Συμπερασματικά, το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές, την έρευνα και την τεχνολογία δεν αντιμετωπίζει το τρίπτυχο εκπαίδευση – έρευνα – διοίκηση ως ενιαίο σύνολο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των ανθρωπιστικών σπουδών, αντίθετα επιδιώκεται το Υπουργείο να διοικεί, τα Ε.Π.Ι να φέρουν εις πέρας την έρευνα, ενώ η εκπαίδευση ανατίθεται εν είδει μεταλυκειακής κατάρτισης στα Α.Ε.Ι. Τα ΠΜΣ δεν θεωρούνται πάγιες δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνδεδεμένες με την έρευνα, αλλά τυχαίες διαδικασίες συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας. Μέσα σε αυτό το καθεστώς υποχρηματοδότησης και ασυντόνιστης διάρθρωσης της έρευνας, παραμένει αμήχανη η θέση των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων που συχνά καλύπτουν πάγιες επιστημονικές και διδακτικές ανάγκες των ΑΕΙ, ενώ παράλληλα δυσκολεύονται να υποστηρίξουν οικονομικά τις σπουδές τους. Το δίλλημα είναι διαρκές και επίμονο «φοιτητές ή εργαζόμενοι, ερευνητές ή απασχολήσιμοι»: αναζήτηση επιστημονικής ταυτότητας – ψυχολογικός διχασμός- απροσδιόριστη κοινωνική ιδιότητα.