ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/-ΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΩΝ
ΘΕΜΗ ΤΣΟΛΑΚΟΥ
Υ/Δ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ Α.Π.Θ.


Το ζήτημα της απασχόλησης μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων στα ελληνικά ΑΕΙ επανήλθε στην επικαιρότητα με την ψήφιση του νέου νόμου – πλαισίου, που φιλοδόξησε να «αναδιορθρώσει» την ανώτατη εκπαίδευση, ουσιαστικά αποδομώντας ακαδημαϊκά κεκτημένα και ενισχύοντας παθογένειες που αφορούν τόσο την παραγωγή επιστημονικής γνώσης όσο και την παροχή εργασίας στους κόλπους των ΑΕΙ από τους φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τους παράγοντες της έρευνας.
Αξίζει μια αρχική αναφορά στη λογική του αναθεωρημένου νόμου – πλαισίου ώστε να γίνει αντιληπτή η αντίληψη που διατρέχει και την εργασία των νέων ερευνητών και μεταπτυχιακών φοιτητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η εφαρμογή του νόμου-πλαισίου συμπληρώνεται συστηματικά από τον νόμο για την έρευνα και τον νόμο περί αξιολόγησης. Έτσι εξηγείται κι ο συνθηματολογικός και φειδωλός χαρακτήρας των διατάξεων του νόμου, καθώς αποτελεί τον άξονα ισορροπίας ανάμεσα στον νόμο της αξιολόγησης [ν. 3374/2005] και στον νόμο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που εξειδικεύουν και συμπληρώνουν το περιεχόμενο του νόμου-πλαισίου και καλύπτουν τα κενά που τεχνηέντως και εντελώς κακοπροαίρετα καταλείπει ο τελευταίος. Δημιουργείται αίσθηση επιφυλακτική στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς οι ρυθμίσεις είναι ιδιαίτερα ασαφείς και καλυμμένες και ταλαντεύονται σε τραγικές αντιφάσεις μεταξύ κρατικοποίησης και ελεύθερης αγοράς.
Η λογική που διατρέχει την ισχύουσα νομοθεσία στηρίζεται στο ψευτοδίλημμα «περισσότερη αυτοτέλεια ή περισσότερη κρατική χρηματοδότηση». Χαρακτηριστική είναι η ενίσχυση διπλής εξάρτησης, δηλαδή, από τη μια της γραφειοκρατικής εξάρτησης των Α.Ε.Ι. από το κράτος με θεσμούς ξένους προς την ακαδημαϊκή παράδοση του αυτοδιοικούμενου [βλ π.χ. Γενικός Γραμματέας ΑΕΙ, έγκριση επιστημονικού και οικονομικού προγραμματισμού από το Υπουργείο κ.α.] και από την άλλη της οικονομικής απαγκίστρωσης από το Υπουργείο Παιδείας και της ώθησης στην ανοιχτή αγορά προς άγρα χρηματοδότησης. Αντικαθίσταται ουσιαστικά η έννοια της αυτοτέλειας των ΑΕΙ που συνοδεύεται από την κοινωνική αλληλεγγύη και την κρατική μέριμνα, από μια «αυτοτέλεια» νεοφιλελεύθερη, που ταυτίζεται με την αυτορρύθμιση και την κρατική αποχή. Με την πρώτη ματιά καθίσταται φανερό ότι ο νόμος-πλαίσιο περιέχει μεταρρυθμίσεις ωσάν να ήταν το αρ. 16 του Συντάγματος αναθεωρημένο, γιατί μόνον έτσι εξηγείται η έλλειψη οποιασδήποτε, έστω και ελάχιστης, δέσμευσης για κρατική χρηματοδότηση και γενικότερα για παροχική χωρίς ανταλλάγματα και προαπαιτούμενα κρατική μέριμνα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη «Ο υποψήφιος διδάκτορας έχει υποχρέωση, εφόσον του ζητηθεί, να προσφέρει εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο Τμήμα, στο οποίο εκπονεί τη διατριβή του, σύμφωνα με τον Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών του ιδρύματος». Ο νόμος έρχεται με τον τρόπο αυτό να απαντήσει με θεσμοποίηση της «μαύρης» εργασίας στην άτυπη μαύρη εργασία που ίσχυε μέχρι σήμερα. Να σημειωθεί δε ότι ήδη με το αρ. 28 παρ.7 του ν. 2083/1992 προβλέπεται η σύναψη συμβάσεων εργασίας και η παροχή αντιμισθιών σε όσους μεταπτυχιακούς φοιτητές απασχολούνται σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η απασχόληση των μεταπτυχιακών φοιτητών στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες (φροντιστηριακά μαθήματα, επιτηρήσεις, διορθώσεις γραπτών, εργαστηριακά μαθήματα και οργάνωση εργαστηρίων, επικουρία μελών Δ.Ε.Π.) επιβάλλεται να γίνεται μετά από πρόσληψή τους και να προσδιορίζεται από σχετική σύμβαση εργασίας ή έργου που προσδιορίζει το αντικείμενο, το χρονικό διάστημα και την αμοιβή της συγκεκριμένης εργασίας. Ειδικότερα η αμοιβή των μεταπτυχιακών φοιτητών προσδιορίζεται με ωριαία αντιμισθία, δαπάνη που βαρύνει, σύμφωνα πάντα με το νόμο 2083/92, τον προϋπολογισμό του οικείου ΑΕΙ, και πιο συγκεκριμένα τις τακτικές πιστώσεις των τομέων ως αρμόδιων φορέων. Ωστόσο, ελάχιστα Τμήματα εφαρμόζουν την ωριαία αντιμισθία, και πάντα με ιδιαιτέρως χαμηλά ποσά ανά ώρα. Η ίδια πρόβλεψη επαναλήφθηκε και στον ισχύοντα νόμο-πλαίσιο, αλλά θα παραμείνει γράμμα κενό αν δε συνοδευτεί με σχετική αύξηση της χρηματοδότησης, καθώς κανένα Ίδρυμα δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή κονδύλια για την απασχόληση υποψηφίων διδακτόρων και η σχεδιαζόμενη πολιτική δεν φαίνεται να ενισχύει την χρηματοδότηση. Ενδεικτική είναι η ρύθμιση : «Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών δικαιούνται χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό σύμφωνα με την υπουργική απόφαση έγκρισης τους, η οποία καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης τους βάσει κριτηρίων ποιότητας και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του οικείου Τμήματος σύμφωνα με το ν.3374/2005 και του καθενός Π.Μ.Σ. σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου». Μόνη η αξιολόγηση με τους όρους του Υπουργείου καθίσταται αποκλειστική προϋπόθεση για την έγκριση και συνέχιση λειτουργίας των ΠΜΣ, αλλά και για τη χρηματοδότησή τους, και όχι άλλες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις. Το Υπουργείο τελικά «τιμωρεί» με μη χρηματοδότηση τα ανυπάκουα τμήματα. Προβλέπονται κατασταλτικά μέτρα για τα τμήματα που δε συμμορφώνονται με τις διαδικασίες αξιολόγησης του υπουργείου και την υποχρέωση κατάρτισης τετραετών προγραμμάτων. Από τα πλέον χαρακτηριστικά τιμωρητικά μέτρα: η απαγόρευση ανάληψης διδακτορικών διατριβών και λειτουργίας μεταπτυχιακών προγραμμάτων, καθώς και η διακοπή της χρηματοδότησης. Τούτη η κυρωτική πλευρά του σχεδίου πέρα από ανήθικη, είναι και κατάφωρα αντισυνταγματική καθώς βάλλει ευθέως κατά του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.
Άλλωστε, η πιο συνηθισμένη εικόνα είναι μεταπτυχιακοί και κυρίως υποψήφιοι διδάκτορες να αναλαμβάνουν επικουρικό διδακτικό και επιστημονικό έργο αμισθί, προσδοκώντας μια χρηματική ανταμοιβή από τυχόν ευρωπαϊκά προγράμματα ή μια υποτροφία από εξωπανεπιστημιακούς φορείς, που θα καλύψει τις βασικές ανάγκες τους. Στην ίδια λογική και στην προοπτική άρσης της κρατικής μέριμνας κινούνται και οι νομοθετικές ρυθμίσεις για φοιτητικά δάνεια, αφού το πανεπιστήμιο πλέον θα λειτουργεί με όρους όχι παροχικούς και προνοιακούς αλλά ανταποδοτικούς, καθώς και η πρόβλεψη ανταποδοτικών υποτροφιών με παροχή εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες. Στην εποχή που έχει γίνει άτυπο καθεστώς στα ΑΕΙ η παροχή ανασφάλιστης, κρυφής αλλά πραγματικής εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των σχολών σε τομείς, εργαστήρια, ερευνητικά προγράμματα, βιβλιοθήκες και γραμματείες, η ρύθμιση νομιμοποιεί τον εργασιακό παραλογισμό, αντί να καθιερώσει θέσεις εργασίας, συμβάσεις, και εργασιακά δικαιώματα και να διατηρήσει την υποτροφία χωρίς αντάλλαγμα σε όσους έχουν οικονομική ανάγκη ή ακαδημαϊκή πρόοδο.
Όλο και περισσότερο η διαχείριση των πόρων για την έρευνα μετατοπίζεται από τα πανεπιστημιακά όργανα στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα. Αυτά αποτελούν ένα θεσμό που στην πραγματικότητα έχει λειτουργήσει σε βάρος των πανεπιστημίων. Λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορούν να συνεργάζονται με φορείς του ιδιωτικού τομέα και λειτουργούν με πλήρη αδιαφάνεια, χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων. Ο νόμος για την έρευνα και την τεχνολογία, όπως ψηφίστηκε το 2008, εμφανίζεται εξίσου προβληματικός, καθώς διασπά την ενότητα της έρευνας και εμποδίζει τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης εντός της κοινότητας των νέων ερευνητών. Ο νόμος κατασκευάζει μια καινούργια γραφειοκρατική δομή που υποβαθμίζει την ήδη μειωμένη «δημόσια επένδυση» και το κοινωνικό όφελος της έρευνας και την προσαρμόζει στις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της αγοράς και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα διάφορα διοικητικά όργανα που δημιουργούνται μπορούν να μετέχουν μεμονωμένα άτομα από το χώρο των επιχειρήσεων, όχι όμως και εκπρόσωποι των ερευνητών ή των εργαζομένων στα ερευνητικά κέντρα. Ταυτόχρονα πολλά ειδικότερα ζητήματα θα επιλυθούν με μια σειρά υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν μελλοντικά, πρακτική η οποία πλήττει τη διαφάνεια κα τη δυνατότητα ελέγχου, ενώ αποδεικνύει την παντελή έλλειψη γενικότερου σχεδιασμού για την έρευνα. Με προεδρικά διατάγματα, επίσης, θα αποφασίζεται και η ίδρυση ερευνητικών κέντρων, διαιωνίζοντας το καθεστώς της εργαλειοποίησης της έρευνας στο βωμό της καλλιέργειας πελατειακών σχέσεων κυβερνητικών παραγόντων. Τα ΕΠΙ μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ότι δεν εντάσσονται σε κάποιο ορθολογικό σχεδιασμό, η ανάγκη τους είναι αμφιλεγόμενη και η χρηματοδότησή τους δεν προβλέπεται, με αποτέλεσμα να περιορίζουν τους υπάρχοντες πόρους. Στα ΕΠΙ πολλοί ερευνητές ή ειδικό προσωπικό εργάζονται με συμβάσεις ή σε προγράμματα ορισμένης διάρκειας, με τη λογική του stage και πάντως της προσωρινότητας, εμπεδώνοντας μια αποσπασματική αντίληψη για την έρευνα και αποσυνδέοντάς την από την εκπαίδευση και τις κοινωνικές ανάγκες.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το καθεστώς απασχόλησης των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων στο πανεπιστήμιο σήμερα, που συναντά αντιθέσεις προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία και προς τις προστατευτικές αρχές του εργατικού δικαίου. Είναι αναγκαία από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας η διατύπωση της ξεκάθαρης αντίθεσης προς την οποιαδήποτε άμισθη χρησιμοποίηση μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων σε εργασίες όπως επιτηρήσεις, διόρθωση γραπτών, πραγματοποίηση φροντιστηριακών μαθημάτων κλπ, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους. Επίσης κρίσιμο είναι να οριοθετηθεί η απασχόληση όσων έχουν σύμβαση έργου με το πανεπιστήμιο, κυρίως όσον αφορά τις ώρες απασχόλησής τους, καθώς προσλαμβάνονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης για συγκεκριμένες ώρες, αλλά και σχετικά με το είδος της εργασίας που αναλαμβάνουν. Τέλος, σε περίπτωση προκήρυξης θέσεων για έμμισθη απασχόληση στο πανεπιστήμιο (είτε με την μορφή συμβάσεων είτε με την μορφή ανταποδοτικών υποτροφιών) θα πρέπει να προτιμώνται προς πρόσληψη, εκείνοι οι υποψήφιοι που δεν διαθέτουν ήδη άλλη υποτροφία, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερους μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες να στηρίζουν τις σπουδές τους. Το επικουρικό εκπαιδευτικό έργο δε θα πρέπει να συμψηφίζεται σε καμία περίπτωση ούτε με υποτροφίες, ούτε με το ερευνητικό έργο των μεταπτυχιακών φοιτητών σε προγράμματα εθνικά ή κοινοτικά.
Συμπερασματικά, το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές, την έρευνα και την τεχνολογία δεν αντιμετωπίζει το τρίπτυχο εκπαίδευση – έρευνα – διοίκηση ως ενιαίο σύνολο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των ανθρωπιστικών σπουδών, αντίθετα επιδιώκεται το Υπουργείο να διοικεί, τα Ε.Π.Ι να φέρουν εις πέρας την έρευνα, ενώ η εκπαίδευση ανατίθεται εν είδει μεταλυκειακής κατάρτισης στα Α.Ε.Ι. Τα ΠΜΣ δεν θεωρούνται πάγιες δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνδεδεμένες με την έρευνα, αλλά τυχαίες διαδικασίες συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας. Μέσα σε αυτό το καθεστώς υποχρηματοδότησης και ασυντόνιστης διάρθρωσης της έρευνας, παραμένει αμήχανη η θέση των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων που συχνά καλύπτουν πάγιες επιστημονικές και διδακτικές ανάγκες των ΑΕΙ, ενώ παράλληλα δυσκολεύονται να υποστηρίξουν οικονομικά τις σπουδές τους. Το δίλλημα είναι διαρκές και επίμονο «φοιτητές ή εργαζόμενοι, ερευνητές ή απασχολήσιμοι»: αναζήτηση επιστημονικής ταυτότητας – ψυχολογικός διχασμός- απροσδιόριστη κοινωνική ιδιότητα.

  1. gravatar

    # by Unknown - 18/8/10, 11:01 μ.μ.

    το ανωτέρω κείμενο για τους υποψήφιους διδάκτορες αποτελεί προιόν συλλογικής επεξεργασίας και συγγραφής της ακαδημαικής ομάδας TABULA ROSSA που δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά στην Νομικη Σχολή ΑΠΘ, στον χώρο των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων. η παρουσίαση του εν λόγω κειμένου έγινε σε σχετική συνδικαλιστική εκδήλωση από την υπογράφουσα.

    Θέμη Τσολακου