ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ: ΑΠΟ ΣΧΕΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Παπαδοπούλου Δέσποινα
Πάντειο Πανεπιστήμιο

Το Κοινωνικό Κράτος εκφράζεται μέσα από την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι αν η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από διευρυμένη προσφορά κοινωνικών αγαθών και παροχών από την πλευρά του Κράτους λόγω συσσώρευσης πλούτου ή από συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων τόσο ως δέον όσο και ως είναι. Η ιδέα πάνω στην οποία δομείται το παρόν κείμενο είναι η αναγκαστική στροφή των σύγχρονων κρατικών πολιτικών σε ένα «πιο» κοινωνικό κράτος λόγω μίας παρατεταμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με την ταυτόχρονη παράδοξη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην καθημερινή τους πρακτική. Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή συνύπαρξη κοινωνικού κράτους και διευρυμένων κοινωνικών παροχών για το σύνολο των νόμιμων πληθυσμών μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στους καιρούς μας έχει ανατραπεί, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση της βίαιης συρρίκνωσης των κοινωνικών διακιωμάτων.
Το κοινωνικό κράτος ως πολιτική κατάκτηση και ιδεολογική διεκδίκηση στις δεκαετίες της “ένδοξης τριακονταετίας” (1950-80), στις μέρες μας έχει αλλάξει. Aν και οι κοινωνίες μας έχουν αφήσει πίσω τους το μονεταρισμό, την τυφλή πίστη στις ελεύθερες αγορές και την ιδεολογικοποίηση της αλόγιστης σπατάλης του δημόσιου πλούτου και των ενεργειακών πόρων ως αναγκαία μορφή του ευ ζην, είναι ακόμη πολύ μακριά από την εμφάνιση ένος κυρίαρχου συστήματος που δε θα αναπαράγει, δε θα ανέχεται και δε θα οξύνει την κοινωνική ανισότητα και μάλιστα την ακραία κονωνική ανισότητα (μορφές κοινωνικού αποκλεισμού). Για την ακρίβεια, όλοι τάσσονται υπέρ της αναδιανομής του πλούτου γενικά και αόριστα στο μέτρο που αυτή δε θα θίγει τα κατ’ ιδίαν συμφέροντά τους. Και ενώ επί της αρχής, τα κοινωνικά δικαιώματα (δημόσια υγεία, υποχρεωτική εκπαίδευση, δικαίωμα στην εργασία και εργασιακά διακιώματα, προστασία της οικογένειας, συνδικαλιστική ελευθερία, κλπ.) απευθύνονται στους ασθενέστερους κοινωνικά πληθυσμούς, η απόλαυση τους στην καθημερινή πρακτική έχει περιορισθεί και γίνεται, καταρχήν, από τους πληθυσμούς που απολαμβάνουν και διευρυμένα ατομικά ή αστικά δικαιώματα (ατομική ελευθερία, ιδιοκτησία, δικαίωμα στην επιλογή εργασίας, μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση, κλπ). Ετσι το κοινωνικό δικαίωμα που από τη φύση του προορίζεται για τον οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερο, κατοχυρώνεται σ’ αυτόν που είναι ήδη κατοχυρωμένος οικονομικά και κοινωνικά και που απολαμβάνει πλήρη ατομικά δικαιώματα, όπως τη συμμετοχή του στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, την προστασία της ιδιοκτησίας του, κα. Κατά συνέπεια δεν έχει μεγάλη ανάγκη από το κοινωνικό δικαίωμα. Παραδοσιακά, το κοινωνικό δικαίωμα επιτελεί μία διαδικασία αποεμπορευματοποίησης, αποσυνδέει δηλαδή τη λήψη του δικαιώματος από τους κανόνες της αγοράς με στόχο την καθολική συμμετοχή σ΄ αυτό. Γι αυτό ταυτίστηκε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προστασία ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης. Ομως εξελίσσεται σ΄ έναν παράγοντα εμπορευματοποίησης της ενεργούς συμμετοχής στους θεσμούς, δηλαδή εμπορευματοποίησης της διαδικασίας κοινωνικής ενωμάτωσης. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου και της κοινωνίας δεν περνάει μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους σ’αυτήν, αλλά μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους στην ελεύθερη αγορά. Με την έννοια αυτή, η ιδιότητα του πολίτη (φορέα και υποκείμενο δικαιώματος) υποχωρεί απέναντι στην ιδιότητα του κατανάλωτη (υποκείμενο αγοραστικής δύναμης).
Η συρρίκνωση στην άσκηση των κοινωνικών δικαιώματων γνωρίζει πολλές εκφάνσεις. Αρχικά καταγράφεται μία συρρίκνωση ως προς τους πληθυσμούς που έχουν πρόσβαση σ’ αυτά. Το παράδειγμα του τσιγγανόπαιδου αλλά και πολλών άλλων ευπαθών ομάδων είναι χαρακτηριστικό. Εάν πριν από τριάντα χρόνια το παιδί μιας τσιγγάνικης οικογένειας δεν πήγαινε στο σχολείο, γιατί δε γνώριζε καν αυτή του την υποχρέωση και γιατί το οικογενειακό και πολιτισμικό περιβάλλον το απέτρεπε απ’ αυτό, σήμερα το παιδί αυτό μετά από μία «ιδιαίτερη εκπαίδευση» έχει κοινωνικοποιηθεί ώστε να επιζητά το σχολείο και σε κάθε περίπτωση να γνωρίζει ότι πρέπει να πάει σο σχολείο. Ομως στην καθημερινή πρακτική εμφανίζονται τόσα εμπόδια στη συμμετοχή του σ’ αυτό που ακυρώνουν στην πράξη το δικαίωμα στην εκπαίδευση (απροθυμία της σχολικής κοινότητας να το εγγράψει, αντιδράσεις από θεσμικά όργανα της τοπικής κοινωνίας και του σχολείου, κλπ.). Αρα, υπάρχει μία ιδεολογική και μία πραγματική μετατόπιση του προβλήματος. Ιδεολογική γιατί όλοι αποδέχονται ότι το δικαίωμα στην υποχρεωτική εκπαίδευση αφορά το σύνολο της κοινωνίας (θεσμικά το δικαίωμα είναι κατοχυρωμένο), όμως μπροστά στη «δυσάρεστη» πραγματικότητα της συγκεκριμένης συμμετοχής δεν υπάρχουν τα κοινωνικά εκείνα μέσα για να εγγυηθούν την πρόσβαση, όταν τα θεσμικά δεν αρκούν.
Το παράδειγμα του οικονομικού μετανάστη δεν είναι καθόλου διαφορετικό. Ενώ ο νομιμοποιημένος μετανάστης χαίρει θεσμικά του συνόλου των κοινωνικών δικαιωμάτων και ίσης πρόσβασης στους θεσμούς με τον Ελληνα πολίτη, ωστόσο μία μακριά αλυσίδα νομιμοποιημένων κοινωνικά διακρίσεων σε βάρος του που γίνονται ανεκτές, παρεμποδίζει την πρόσβαση στους θεσμούς και στα δημόσια αγαθά. Είτε αυτή η διάκριση μεταφράζεται σε αδήλωτη εργασία με τις γνωστές συνέπειες, είτε σε αδυναμία πρόσβασης σε μία αξιοπρεπή κατοικία, είτε στο σύστημα δημόσιας υγείας ή στη δημόσια εκπαίδευση, η πραγματική συμμετοχή του τον οδηγεί σε μία υποδεέστερη, στιγματισμένη και ελλιπή απόλαυση αυτών των δημόσιων αγαθών έως την παντελή στέρησή τους ανάλογα με την περίπτωση.
Ομως η συρρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στο περιεχόμενό τους. Τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται στην καταγωγή τους με την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική συμμετοχή. Για την ακρίβεια δημιουργήθηκαν για την ενδυνάμωση αυτών των δύο κοινωνικών συνιστωσών. Όμως όλο και περισσότερο σήμερα συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, το εργασιακό καθεστώς και την αγοραστική δύναμη. Η συρρίκνωσή τους επέρχεται κατά συνέπεια άμεσα και αναγκαία σε μία περίοδο όπου η μισθωτή εργασία όλο και περισσότερο αποδυναμώνεται ή αντικαθιστάται από ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Το ποσοστό των ανασφάλιστων και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν και εργαζομένων, αυξάνει συνεχώς, σε κάποιες δε χώρες αγγίζει το 30% του εργατικού δυναμικού.
Η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στην ερμηνεία τους και εδώ φτάνουμε στην πηγή του σημερινού προβλήματος και ίσως στην πλέον ανησυχητική εξέλιξη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταπολεμικά. Εάν ο σχεδιασμός και η άσκηση της κοινωνικής πολιτικής βασίζεται ουσιαστικά στην εγχειρηματική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων για την εκάστοτε περίοδο και την εκάστοτε κοινωνία, σήμερα το κράτος αναγκάζεται να ασκήσει μία κοινωνική πολιτική που να στηρίζεται σε ανθρωποκεντρικές παροχές μιας αστικής ελίτ, υπό τον όρο της ενεργούς συμμετοχής στη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων. Ετσι όποιος εκπίπτει ή δεν δύναται ελλείψει κοινωνικού κεφαλαίου, να παρακολουθήσει αυτόν το θεμελιώδη κανόνα της συμμετοχής στερείται αυτόματα και του δικαιώματος να κατοχυρώσει τα δικαιώματά του, χωρίς, προς το παρόν τουλάχιστον, να υπάρχει ένα δίχτυ αποτελεσματικής προστασίας που να του διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας.
Τα τρια αυτά βασικά επίπεδα κατανόησης των κοινωνικών δικαιωμάτων έχουν πληγεί. Το κοινωνικό δικαίωμα ιστορικά έχει θεσπιστεί για να περιορίσει την άλογιστη άσκηση του ατομικού δικαιώματος και της αστικής ελευθερίας. Ομως σήμερα τα αστικά και ατομικά δικαιώματα αναπτύσσονται σε βάρος των κοινωνικών. Ακόμη και τα πολιτικά δικαιώματα υποτάσσονται στην πράξη στη λογική των ατομικών δικαιωμάτων. Και ενώ ένα «νέο» κοινωνικό κράτος καλείται να αναλάβει δραστικά το ρόλο του, στην πραγματικότητα και κάτω από τη σύγχυση που προκαλεί η εννοιολογική ταύτιση των δικαιωμάτων σε ανθρώπινα γενικά και αόριστα και την επικράτηση της ιδιότητας του πολίτη με τα χαρακτηριστικά που αναλύσαμε, ο συσχετισμός μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλάζει στο εσωτερικό τους σε βάρος των τελευταίων. Αρα το κοινωνικό κράτος καλείται να δράσει, έχοντας όμως στερηθεί το σημαντικότερο εργαλείο του που είναι η διασταλτική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η εξέλιξη στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας με τα σημερινά χαρακτηριστικά δεν είναι καθόλου ικανοποιητική και πολύ ανησυχητική.