O ΧΡΟΝΟΣ, Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ…

Ιωάννα Καυτανζόγλου
Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο χρόνος αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα, εισχωρεί παντού. Ανέκαθεν ο έλεγχος του χρόνου προβλημάτιζε την εξουσία. Στην Ελληνική μυθολογία, η κατάργηση της ροής του, η άρνηση του μέλλοντος, αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία των σχέσεων του Κρόνου, (βασιλιά των Τιτάνων και πατέρα του Δία) και του Χρόνου (της απαρχής του σύμπαντος). Η σύγχυση και ταύτιση του Χρόνου με τον πατροκτόνο Κρόνο, η υποκατάσταση του Κρόνου με το Χρόνο έχει δημιουργήσει ένα άλυτο μέχρι σήμερα αίνιγμα, στο οποίο εμπλέκονται ο χρόνος, ο χώρος, η εξουσία, η βία και το θείο. Στην Κίνα, η ρύθμιση του χρόνου αποτελούσε προνόμιο της υπέρτατης εξουσίας: οι αυτοκράτορες είχαν την αποκλειστική κατοχή και χρήση των ωρολογιών, ώστε ούτε οι μανδαρίνοι να μην διαθέτουν δικό τους χρόνο, και να είναι αδιάκοπα στη διάθεσή τους. Η Γαλλική Επανάσταση όπως και το Σοβιετικό καθεστώς θεσπίσαν νέα ημερολόγια με δηλωμένους στόχους την εξορθολογισμό, την εμπέδωση του νέου, τη ρήξη με το παρελθόν, τον περιορισμό ή και την κατάργηση της θρησκείας, γνωρίζοντας ότι o χειρισμός του χρονολογικού χρόνου αποτελεί αποτελεσματικότατο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Τα Ευρωπαϊκά Κράτη με το σχολείο , μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσης, πέραν της μετάδοσης των γνώσεων, επέβαλαν την έννοια του ωραρίου και την πειθαρχία της εργασίας στα παιδιά.
Ο χρόνος είναι και πολιτικό διακύβευμα. Η δημοκρατία, ως κοινωνικός βίος των πολιτών, απαιτεί και τις τρείς διαστάσεις του χρόνου: το παρελθόν όπως και το μέλλον εδραιώνονται μέσα στο παρόν. Έτσι, στο διήγημα 1984 του Orwell, o Μεγάλος Αδελφός εξασφαλίζει την απόλυτη κυριαρχία του καταργώντας το παρελθόν και το μέλλον. Η λήθη, ως απώλεια της μνήμης κάνει αδύνατη τη συγκράτηση του παρελθόντος, της ιστορίας’ το μέλλον ταυτίζεται με το παρόν, δεν αποτελεί παρά μια μίζερη απομίμησή του. Στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού η ιστορία έχει σταματήσει, οι υπηκοοί του ζουν σ’ έναν κόσμο του παρόντος.
Με την ίδια ένταση, ο χρόνος απασχολεί τον άνθρωπο, ο οποίος προσπαθούσε πάντα να τον ελέγξει, αν όχι να τον καταργήσει . Η αυτό-τοποθέτησή μας εκτός χρόνου, η μη-ενασχόληση μαζί του, δεν είναι όμως εφικτές. Τον υπομένουμε, προσπαθούμε να τον παρατείνουμε ή να τον συντομεύσουμε, ανάλογα… Υπάρχει ο αντικειμενικός, ο συλλογικός, κοινός για τα μέλη της ομάδας ή της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και ο υποκειμενικός, ο βιωμένος. Προσλαμβάνουμε το χρόνο ως αναστρέψιμο, όταν σχηματίζουμε την εντύπωση της ομοιότητας με την επανάληψη των καθημερινών μας πράξεων, συγχέοντας την επανάληψη με την αναστρεψιμότητα. Τον αντιλαμβανόμαστε ως μη-αναστρέψιμο με τη (δύσκολη) αποδοχή του θανάτου. Ζούμε σε πολλούς χρόνους και αδυνατούμε να «εξέλθουμε» από το χρόνο.
Μας προσδιορίζει επειδή σε κάθε κοινωνία κυριαρχεί ένας θεσμοθετημένος κοινωνικός χρόνος. Το κάθε πολιτιστικό και κοινωνικό σύνολο οργανώνει το χρόνο, δημιουργεί τη δική του παράσταση του χρόνου, και η κυρίαρχη αυτή πρόσληψή του βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα, με τα βασικά της στοιχεία. Έτσι, έχουμε στη διάρκεια της ιστορίας διαφορετικούς κοινωνικούς χρόνους, με άλλα λόγια κάθε κοινωνία επεξεργάζεται στο πλαίσιο της κουλτούρας της μια αντίληψη του χρόνου την οποία αποδέχονται και μεταχειρίζονται τα μέλη της για να ρυθμίζουν τις δραστηριότητές τους.
Στην Ευρώπη όσο ο κυρίαρχος κοινωνικός χρόνος είναι εκείνος της Εκκλησίας, ο χρόνος αποτελεί κάτι το άϋλο, που στα χέρια των μοναχών τίθεται στην υπηρεσία της λατρείας του Θεού’ είναι σύμφωνα με την Εκκλησία ένα θείο δώρο που εξορθολογίζεται για να ρυθμίζει στα μοναστήρια τη λατρεία και τις αγροτικές εργασίες. Δεν έχει ακόμα ουδεμία σχέση με το χρήμα ή το κέρδος. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και όσο μειώνεται η ένταση της λατρείας στη διάρκεια της μακράς πορείας προς την εκκοσμίκευση, ο χρόνος γίνεται στις πόλεις και στα χέρια των εμπόρων ένα μέσο που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη και τη ρύθμιση της οικονομίας. Είναι ο λεγόμενος χρόνος των εμπόρων, που θα συνδεθεί με το κέρδος, θα οργανώσει το εμπόριο, την εργασία και τις κρατικές λειτουργίες. Για να καταλήξει να ταυτίζεται με το χρήμα, όπως το διατύπωσε γλαφυρά ο Benjamin Franklin με τη γνωστή του ρήση: «ο χρόνος είναι χρήμα». Ο χρόνος είναι πλέον εμπεδωμένος στην οικονομία, είναι ένα οικονομικό αγαθό σε σπάνη, στο πλαίσιο μιας οικονομίας του χρόνου. Αν στις προ-βιομηχανικές κοινωνίες, το έργο υπερτερούσε του χρόνου κατασκευής και ολοκλήρωσής του, στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντίθετο. Την ποιοτική οργάνωση του χρόνου αντικαθιστά η ποσοτικοποίησή του. Πρόκειται για ένα χρόνο μεταλλαγμένο μέσα από διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες (όπως λ.χ. τα ωρολόγια), που έχει μετατραπεί και σε κάτι το ποσοτικοποιήσιμο: έχει γίνει εμπόρευμα.
Πώς εμπλέκεται ο χρόνος με την εργασία; πώς αλληλο-καθορίζονται ; Η μακρά διαδικασία εμπέδωσης του καπιταλισμόυ αναδεικνύει τους παράλληλους βίους της εργασίας και του χρόνου, ως προς την συνεχή εμπορευματοποιησή τους. Στην βαθμιαία υποταγή της κοινωνίας στην αγορά, περιλαμβάνεται και η μετατροπή του χρόνου, όπως και της εργασίας, σε εμπορεύματα.
Ο χρόνος-εμπόρευμα κατέχει κεντρική, καθοριστική θέση εφόσον όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης, έχουν ως μέτρο το χρόνο εργασίας. Ο προσδιορισμός της αξίας για οποιαδήποτε ανταλλαγή αγαθών γίνεται πλέον με αναφορά στον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους, καμία ανταλλαγή αγαθών δεν είναι εφικτή χωρίς τη διαμεσολάβηση αυτού του ποσοτικοποιημένου χρόνου. Ο χρόνος εργασίας είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πώλησης και ελέγχου. Ο χρόνος αυτός είναι λοιπόν αναπόσπαστο τμήμα των εργασιακών σχέσεων. Βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων άρα και των αντιθέσεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με άλλα λόγια ο χρόνος αποτελεί έκφραση της ταξικής πάλης. Είτε πρόκειται για παλαιότερες εξεγέρσεις ενάντια στην επιβολή της εργοστασιακής , «χρονικής» πειθαρχίας, είτε για διενέξεις ως προς το εύρος της εργάσιμης εβδομάδας ή για πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις σε ότι αφορά τις συμβάσεις εργασίας ή ακόμα σύγχρονες διαμάχες για την ευελιξία ή την ευασφάλεια, σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, ο χρόνος είναι αντικείμενο εξουσίας, αποτυπώνει τις σχέσεις εξουσίας.
Στις εργασιοκεντρικές κοινωνίες όπως αυτή στην οποία ζούμε, η εργασία αποτελεί ένα ολικό, συνολικό, κοινωνικό φαινόμενο. Καθορίζει τις θεσμοθετημένες κοινωνικές διαφορές και αντιφάσεις μεταξύ μισθωτών- επιχειρηματιών, πλουσίων- φτωχών, κυρίαρχων- κυριαρχημένων. Παρακινεί την κοινωνία στο σύνολό της. Κατέχει σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων, παρά τη συνεχή μείωση του χρόνου εργασίας. Μπορεί επίσης οι θέσεις εργασίας να σπανίζουν και οι εργαζόμενοι να γίνονται όλο και πιο ευάλωτοι, ποτέ όμως η ίδια η εργασία, ως πηγή πλούτου και κέρδους, δεν ήταν τόσο κεντρική στη διαδικασία δημιουργίας της αξίας. Η θέση της εργασίας, οι μορφές της αλλάζουν και η ίδια η εργασία βάλλεται. ‘Όμως συνεχίζει να είναι καθοριστική και στη διαδικασία αναγνώρισής μας από τους άλλους’ η κοινωνική ταυτότητα συνεχίζει να «περνά» από την επαγγελματική/εργασιακή ταυτότητα, και όπως η ταυτότητά μας προσδιορίζεται από την εργασία ή τη μη-εργασία, το ίδιο ισχύει και για το χρόνο: η εργασία είναι βασικός συντελεστής του κοινωνικού χρόνου. Με άλλα λόγια, η εργασία συμβάλλει στον προσδιορισμό του κοινωνικού χρόνου, τον καθορίζει. Η δε απουσία της ή ο ευέλικτος ή ακόμα ο επισφαλής της χαρακτήρας, δημιουργούν κενά και στρεβλώσεις στο χρόνο.
Ο χρόνος των κοινωνικά αποκλεισμένων αλλοιώνεται. Η απώλεια, η ρήξη του κοινωνικού δεσμού συνεπάγεται την αδυναμία επικοινωνίας , ανταλλαγών , συναναστροφής όπως και πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία’ τα κοινά σημεία αναφοράς εκλείπουν. Οι λεγόμενοι υπεράριθμοι, μη –απασχολήσιμοι, των οποίων η ιδιότητα ως πολίτες απειλείται, εκτοπίζονται και τοποθετούνται σε έναν χρόνο εκμηδενισμένο, στο βαθμό, στη κλίμακα μηδέν του χρόνου. Δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τοποθετηθούν μέσα στο χρόνο, να προγραμματίσουν οτιδήποτε που να τους αφορά, έχει εκλείψει γι’ αυτούς η δυνατότητα καθορισμού στόχων. Ο χρόνος τους είναι ένας χρόνος μειωμένος ως προς τις βασικές του διαστάσεις, ρυθμίζεται διαφορετικά, δεν ανταποκρίνεται στον κυρίαρχο κοινωνικό χρόνο.
Ο χρόνος των ανέργων διαστρεβλώνεται: η ανεργία αποτελεί μια αναγκαστική, μη-ηθελημμένη κοινωνική αποχή και βιώνεται ως μια κατάπτωση. Τα όποια ορόσημα μέσα στο χρόνο εξαφανίζονται, δυσχεραίνοντας την επικοινωνία των ανέργων με τους άλλους. Ο χρόνος τους δεν είναι σαν το δικό τους, η χρήση του όπως και η ροή του είναι διαφορετικές. Δε γεμίζει ΄ δεν έχει όμως τίποτα να κάνει με τον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος είναι μεν χρόνος μη-εργασίας, αλλά έχει παραχθεί και αποσπασθεί από τον εργοδότη ως οικονομικός χρόνος. Ο χρόνος των ανέργων είναι ένας χρόνος κενός. Όπως απαξιώνονται οι ίδιοι οι άνεργοι, απαξιώνεται και ο χρόνος τους.
Ο χρόνος των ευέλικτων εργαζομένων απορυθμίζεται, η οργάνωσή του είναι συνεχώς υπό αίρεση, τα ωράριά τους μεταβάλλονται ακατάπαυστα. Η ευελιξία παρεμβαίνει αποδιοργανώνοντας τους συλλογικούς ρυθμούς της οικογένειας ενώ δυσχεραίνει τη συμμετοχή στην κοινωνία και στα κοινά. Οι ευέλικτοι εργαζόμενοι υποτάσσονται στις διακυμάνσεις, στους ρυθμούς της αγοράς. Ο χρόνος της αγοράς τους εξαναγκάζει σε μια συνεχή προσαρμογή.
Ο χρόνος των πρεκάριων και της επισφάλειας είναι εκείνος της αβεβαιότητας, όπου το μέλλον δεν υπάρχει παρά μόνο με τη μορφή ερωτηματικών. Ο χρόνος αυτός δεν προσφέρεται για διαχείριση, κάθε τέτοια προσπάθεια φαίνεται αδύνατη ή καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία. Η ανασφάλεια σημαίνει και την αδυναμία τοποθέτησης μέσα στο χρόνο.
Για όλους εκείνους και εκείνες, οι διαστάσεις του χρόνου περιορίζονται στο παρόν και σε κάποιες αναφορές στο παρελθόν, ενώ το μέλλον έχει παύσει να είναι προσλήψιμο. Ο χρόνος ο πλήρης, με αντικείμενο, με στόχο που παρέχει ικανοποίηση, έχει εκλείψει. Κυριαρχεί μια αδυναμία αποστασιοποίησης από το επείγον, από την αναγκαιότητα. Αποκλεισμένοι, άνεργοι, ευέλικτοι, επισφαλείς είναι καταναγκασμένοι να ζουν στο άμεσο παρόν, σε μια χρονικότητα λειψή.