ΚΡΙΣΗ, ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΛΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Της Μαρίας Καραμεσίνη

Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το κλείσιμο και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων αύξησε την ανεργία και μετατόπισε το συσχετισμό δύναμης ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της μισθωτής εργασίας, με αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις.

Σ’αυτό το άρθρο θα ασχοληθώ με την διαλεκτική σχέση μεταξύ ανεργίας και ευελιξίας της αγοράς εργασίας στην Ε.Ε., στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης. Θα εστιάσω την προσοχή μου στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τις διευθετήσεις του εργάσιμου χρόνου και τη σχέση τους με την ανεργία, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορετικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση και την ανεργία στις χώρες της Ε.Ε. οφείλονται στο μίγμα μορφών ευελιξίας που προκρίνει κάθε εθνικό θεσμικό πλαίσιο, στις πολιτικές προσαρμογής της εργοδοσίας στη μείωση της ζήτησης και τις κρατικές πολιτικές.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες υφέσεις που σημειώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι πρόσφατα, στην τρέχουσα κρίση οι επιχειρήσεις στις χώρες της Ε.Ε. αξιοποιούν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ατομικών) εργασιακών σχέσεων χωρίς να πιέζουν ιδιαίτερα για αλλαγές. Αυτό αποδεικνύει ότι οι αλλαγές της τελευταίας τριακονταετίας, που εντατικοποιήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχουν δώσει στην εργοδοσία μεγάλα περιθώρια ευέλικτης χρήσης του εργατικού δυναμικού εις βάρος των δικαιωμάτων ευρέων ομάδων εργαζομένων, κυρίως των νέων, των γυναικών, των λιγότερο ειδικευμένων, των μεταναστών.

Οι προσωρινοί εργαζόμενοι δεν είναι μεν τα μόνα αλλά σίγουρα τα πρώτα θύματα της τρέχουσας κρίσης, όπως και στις προηγούμενες. Από την κρίση του 1991-1993 μέχρι σήμερα το ποσοστό των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στο σύνολο των απασχολούμενων έχει αυξηθεί στην Ε.Ε., ενώ η προσωρινή απασχόληση έχει διογκωθεί με τους συμβασιούχους έργου και τους ενοικιαζόμενους των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης, που έχουν πλέον νομιμοποιηθεί σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Συγκεκριμένα, μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009, οι εργαζόμενοι με σύμβαση σταθερής απασχόλησης μειώθηκαν κατά 1,3% στην Ε.Ε. των 27, ενώ αυτοί με συμβάσεις προσωρινής εργασίας κατά 6,3%. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην Ισπανία, τη χώρα με την τεράστια εξάπλωση της προσωρινής απασχόλησης στην Ε.Ε., το 90% του συνόλου αυτών που απολύθηκαν μεταξύ Ιουνίου 2008 και Ιουνίου 2009 ήταν προσωρινά απασχολούμενοι.

Μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων, αυτοί που εργάζονται σε εταιρείες προσωρινής εργασίας υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες με ετήσια μείωση 35% στην Ιταλία, 25% στη Γαλλία και 22-23% στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, οι συμβασιούχοι έργου (με μπλοκάκια) και οι μετανάστες απολύθηκαν μαζικά, αυτόματα και χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις της οικοδομής και των συναφών κλάδων, ενω το δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγεί σήμερα την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στην απόλυση των συμβασιούχων και stagiaires στο δημόσιο τομέα. Σε περίοδο κρίσης, η προσωρινή απασχόληση τροφοδοτεί τη μακροχρόνια ανεργία..

Δεύτερη ιδιαιτερότητα της σημερινής κρίσης είναι η διάγνωση από τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών ότι μία κατάρρευση της ζήτησης των νοικοκυριών εξαιτίας μαζικών απολύσεων, σε συνδυασμό με τη χρηματοδοτική ασφυξία των επιχειρήσεων, θα οδηγούσε τις οικονομίες από μία αρχικά μεγάλη υποχώρηση του ΑΕΠ σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Αυτή η διάγνωση, μαζί με το πολιτικό αυτονόητο ότι ο περιορισμός των μαζικών απολύσεων αποτρέπει τις κοινωνικές εκρήξεις, οδήγησε τις μισές περίπου κυβερνήσεις της Ε.Ε. να δώσουν κίνητρα στις επιχειρήσεις για διατήρηση του προσωπικού τους μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας.

Εξάλλου, οι μεγάλες επιχειρήσεις από μόνες τους αξιοποίησαν στο έπαρκο – κυρίως για το ειδικευμένο προσωπικό τους – προϋπάρχοντα σχήματα ελαστικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, στις χώρες όπου αυτά είναι εκτεταμένα. Επίσης προέβησαν σε μετατροπή αρκετών συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης και έκαναν χρήση των συστημάτων διαθεσιμότητας του προσωπικού, στις διαφορετικές εκδοχές τους. Μερικά από αυτά τα συστήματα αναβαθμίστηκαν ως προς τις παροχές και τη δυνατότητα πρόσβασης, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το περασμένο φθινόπωρο. Για παράδειγμα, στη Γαλλία η αποζημίωση για την περίοδο διαθεσιμότητας ανέβηκε από το 50 στο 60% του προηγούμενου μισθού, κατόπιν διαπραγματεύσεων των συνδικάτων με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Στη Γερμανία, η διάρκεια καταβολής του επιδόματος από το κράτος για την αναπλήρωση των χαμένων αποδοχών των εργαζομένων που δουλεύουν με μειωμένο ωράριο στις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν σημαντική πτώση των παραγγελιών, επεκτάθηκε από 6 σε 24 μήνες. Το επίδομα αυτό ανέρχεται στο 60% του ύψους της περικοπής (67% για εργαζόμενους με παιδιά). Στην Ιταλία, το CIG (Cassa Integrazione Guadagni) έφθασε τον περασμένο Απρίλιο να παρέχει αποζημιώσεις μισθού για ώρες που αντιστοιχούσαν στο 11% του συνόλου των ωρών εργασίας στην ιταλική βιομηχανία.

Στην περίπτωση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, οι απώλειες μισθού δεν αναπληρώνονται καθόλου. Αλλά και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας/μειωμένου ωραρίου υπάρχουν απώλειες μισθού. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει δυσμενής μεταβολή των εργασιακών σχέσων για τους μισθωτούς (μισθοί, ασφαλιστικά δικαιώματα), αν και σε διαφορετικό βαθμό. Ωστόσο, τόσο η διαθεσιμότητα/μειωμένο ωράριο, όσο και η μερική απασχόληση θεωρούνται προτιμότερες λύσεις από την απόλυση και γι’αυτό και τα περισσότερα συνδικάτα στις χώρες της Ε.Ε. αναγκάζονται να διαπραγματευτούν παραχωρήσεις υπό τον εκβιασμό της ανεργίας, κατά κανόνα απηχώντας και τις απόψεις της πλειοψηφίας των μελών τους.

Η προσπάθεια συγκράτησης της απασχόλησης μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας των πλήρως απασχολούμενων, υπήρξε πιο έντονη στη Γερμανία και την Αυστρία, σε όλες τις σκανδιναϋικές και σε ορισμένες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (Εσθονία, Σλοβακία, Σλοβενία).

Ανεξαρτήτως πάντως των υποκειμενικών απόψεων, η ταχύτατη επέκταση της μερικής απασχόλησης αποτελεί γενικευμένη τάση στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Κι αυτό λιγότερο λόγω μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης προς αποφυγήν απολύσεων και περισσότερο διότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των προσλήψεων γίνεται με αυτό το είδος σύμβασης. Στην Ελλάδα, το 22,5% των νέων προσλήψεων μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2009 έγιναν με σύμβαση μερικής απασχόλησης (στοιχεία Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Οι νέες προσλήψεις σε θέσεις μερικής απασχόλησης ανήλθαν σε 85.433 έναντι 10.933 θέσεων μερικής απασχόλησης που δημιουργήθηκαν το ίδιο διάστημα από μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας.

Δεδομένων των χαμηλότερων μισθών και δικαιωμάτων των μερικώς απασχολούμενων, αυτή η εξέλιξη στις εργασιακές σχέσεις είναι τόσο πιο αρνητική όσο πιο ατελής είναι η προστασία της μερικής απασχόλησης από το εθνικό θεσμικό πλαίσιο και όσο αυτή είναι μη ηθελημένη αλλά αναγκαστική επιλογή των εργαζομένων. Οι χώρες της Ε.Ε. με την μεγαλύτερη αύξηση της μερικής απασχόλησης μεταξύ δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009 ήταν όλες οι Βαλτικές χώρες, η Ιρλανδία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Δανία και η Ολλανδία. Αρκετά μεγάλη αύξηση σημειώθηκε και στην Ισπανία και Αγγλία.

Τέλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκε η ανεργία των νέων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., ταυτόχρονα με τη συνέχιση της ένταξής τους στην απασχόληση μέσω συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και μαθητείας (π.χ. επέκταση προγράμματος μαθητείας στην Αγγλία). Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση μάλιστα θεωρεί ότι η αύξηση των θέσεων μαθητείας αποτελεί τον καταλληλότερο τρόπο παραμονής των νέων στην αγορά εργασίας μέχρις ότου παρέλθει η κρίση και δημιουργηθούν ξανά επαρκείς ποσοτικά και ποιοτικά θέσεις εργασίας.

Συμπερασματικά, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ευέλικτες μορφές εργασίας διευκόλυναν την ταχύτερη προσαρμογή των επιχειρήσεων στη συγκυρία, μέσω της ανέξοδης και «αναίμακτης» αύξησης των απολύσεων, ενώ αποτελούν αυξημένο ποσοστό των νέων προσλήψεων. Αντίθετα, οι μορφές ευέλικτης διευθέτησης και (αναγκαστικής) μείωσης του εργάσιμου χρόνου συγκράτησαν τις απολύσεις και την αύξηση της ανεργίας, αλλά με τίμημα μειωμένες αποδοχές και δικαιώματα για τους πλήρως απασχολούμενους, των οποίων οι εργασιακές σχέσεις χειροτέρεψαν.