ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΤΟ Π.Δ. 407/80 ΚΑΙ Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ
ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΜΕ ΤΟ Π.Δ. 407/80



Το ζήτημα των συμβασιούχων διδασκόντων με βάση το Π.Δ. 407/80 αποτελεί μία από τις πραγματικές ανοιχτές πληγές της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον το 20% του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ πανελλαδικά εργάζεται με αυτό το καθεστώς. Η αναλογία αυτή είναι πολύ πιο έντονη στα περιφερειακά Πανεπιστήμια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με τα στοιχεία της έναρξης του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου οι συμβασιούχοι διδάσκοντες αποτελούσαν το 40% των διδασκόντων, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας το 44%, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο το 41%, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου το 80%. Και μόνο η κλίμακα των μεγεθών δείχνει ότι σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με κάλυψη προσωρινών αναγκών. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Ιδρυμάτων που καλύπτονται, στη βάση μιας σαφώς πολιτικής επιλογής, από προσωπικό που εργάζεται με ελαστική σχέση απασχόλησης.
Η συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει πολύ συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες εργασιακές και ακαδημαϊκές:
• Οι συνάδελφοι που εργάζονται με αυτό το καθεστώς ζουν σε ένα καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας. Δεν γνωρίζουν εάν, πότε, για πόσο και κάτω ποια συνθήκη θα εργαστούν. Αναγκάζονται να είναι οι πραγματικά «ιπτάμενοι» διδάσκοντες, εφόσον είναι προφανές ότι δύσκολα κανείς μετακομίζει μόνιμα για προσωρινή απασχόληση. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν και συνθήκη εργασιακής υποβάθμισης με συχνές καθυστερήσεις αρκετών μηνών για την πληρωμή τους ή και τον κίνδυνο περικοπής των αμοιβών τους, καθώς η τελική κατανομή των πιστώσεων από το ΥΠΕΠΘ γίνεται αρκετά μετά την έναρξη των αντίστοιχων εξαμήνων.
• Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από την πρακτική του επιμερισμού μιας πίστωσης σε περισσότερους του ενός διδάσκοντες. Σε αυτή την περίπτωση ο/η διδάσκων/ουσα βρίσκεται αντιμέτωπος με συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης, καθώς λαμβάνει κλάσμα μόνο των αποδοχών που αναλογούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στα κεντρικά πανεπιστήμια, όπως το Πάντειο, όπου φτάνουμε έως και σε εξευτελιστικές συμβάσεις… 9 ημερών για διδασκαλία ενός εξαμήνου.
• Διαμορφώνεται, επίσης, συνθήκη υποβάθμισης της ακαδημαϊκής λειτουργίας των Ιδρυμάτων, από τη στιγμή που υψηλό ποσοστό των διδασκόντων εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ενταχθούν στο μέσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του Τμήματος, ενώ παράλληλα δεν συμμετέχουν στα ακαδημαϊκά όργανα και συνολικά στους θεσμούς αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (ΓΣ Τμημάτων και Τομέων).
• Και βέβαια δημιουργούνται ιδιότυπες σχέσεις ακαδημαϊκής εξάρτησης, εφόσον η εργασιακή σχέση αυτών των συναδέλφων κρίνεται απλώς από τις αποφάσεις των Τμημάτων – και όχι από κανονική διαδικασία κρίσης – και συχνά τις κατανομές άτυπων σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό κάθε Τμήματος.
Σημειώνουμε εδώ ότι οι «ατομικές βιογραφίες» των σχετικά νεότερων μελών ΔΕΠ δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερο αυξάνει ο μέσος χρόνος εργασίας σε θέσεις με βάση το ΠΔ 407/80 πριν μπορέσει κάποιος/α να εκλεγεί σε θέση ΔΕΠ.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι σαφές ότι η έννοια του «ενιαίου φορέα» που υπήρξε ιστορικό αίτημα του Πανεπιστημιακού Κινήματος στον τόπο μας φαλκιδεύεται, αφού εκ των πραγμάτων πλάι στις βαθμίδες του ΔΕΠ, υπάρχει και μια ακόμη βαθμίδα, μειωμένων δικαιωμάτων και εργασιακών προσδοκιών. Ακόμη περισσότερο, αρχίζει και διαμορφώνεται μια σχετικά μεγάλη ομάδα συναδέλφων που πρακτικά βρίσκονται για αρκετό χρονικό διάστημα σε συνθήκη εργασιακής περιπλάνησης, μετακινούμενοι από ΑΕΙ σε ΑΕΙ, εργαζόμενοι συχνά σε περισσότερα του ενός εκπαιδευτικά ιδρύματα ή / και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Είναι οι συνάδελφοι που συσσωρεύονται σε κάθε διαδικασία εκλογής στις χαμηλές βαθμίδες, όπου, ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες, έχει αρχίσει να υπάρχει εντυπωσιακός αριθμός αιτουμένων ανά θέση.
Χαρακτηριστικό της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στις αρχικές προβλέψεις του ΠΔ 407/80 και τη σημερινή του χρήση είναι η κρίση που διαμορφώθηκε το 2007. Τότε, η αρχικά εύλογη πρόβλεψη του ΠΔ 407/80 για όριο τριετίας στις προσωρινές καλύψεις έκτακτων αναγκών μετατράπηκε στο αντίθετο, δηλαδή σε παρ’ ολίγον μορφή στέρησης των αμοιβών συναδέλφων που αναγκαστικά κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, έστω και με αυτό το καθεστώς.
Και βέβαια τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότερα ως προς τις εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Μέχρι τώρα ο κύριος όγκος του διδακτικού προσωπικού (αφήνοντας κατά μέρος το εργαστηριακό προσωπικό) είναι είτε μέλη ΔΕΠ (κατά πλειοψηφία) είτε διδάσκοντες με βάση το ΠΔ 407/80 (η πλειοψηφία των οποίων επίσης έχει τυπικά προσόντα ΔΕΠ, δηλαδή διδακτορικό, δημοσιεύσεις κ.λπ.). Από ολοένα και περισσότερες πλευρές, όμως, πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μέρος του διδακτικού έργου να ανατεθεί και σε προσωπικό χωρίς διδακτορικό, κυρίως με την έννοια της απασχόλησης του μεγάλου αριθμού μεταπτυχιακών φοιτητών ανά τμήμα. Είναι σαφές ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών και του ακαδημαϊκού έργου των ΑΕΙ. Άλλωστε, το πώς αντιλαμβάνεται σήμερα το Υπουργείο Παιδείας τις τυπικές προϋποθέσεις το έδειξε όταν θεσμοθετώντας ως «ακαδημαϊκά ιδρύματα» τα περιβόητα Κολλέγια έσπευσε να βάλει τον πήχη για το διδακτικό προσωπικό μόλις στο απλό πτυχίο. Άλλωστε, παράμετροι της συγκυρίας όπως είναι η αύξηση της ανεργίας ειδικά των νέων πτυχιούχων, η διαρκής παράταση του χρόνου αναμονής και εργασιακής περιπλάνησης μέχρι την εύρεση μιας αξιοπρεπούς απασχόλησης, η διαρκής αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών φοιτητών και των υποψηφίων διδακτόρων (συχνά και ως μια άτυπη πρακτική διαχείρισης της ανεργίας ή / και της εργασιακής αναμονής) σημαίνουν ότι θα υπάρχει και εκείνο το επιστημονικό δυναμικό που είτε επειδή δεν έχει άλλη εργασιακή προοπτική, είτε επενδύοντας σε φαντασιακές προσδοκίες ανοδικής ακαδημαϊκής κινητικότητας θα είναι διαθέσιμο να αποδεχτεί τέτοιες εργασιακές πρακτικές.
Όμως και οι κατευθύνσεις των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα: τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν διαρκώς εμπόδια να βρουν πιστώσεις για θέσεις μονίμου προσωπικού, αλλά οι προσωρινές επιδοτήσεις προσωπικού, π.χ. των υποψηφίων διδακτόρων μέσω του προγράμματος «Ηράκλειτος» αυξάνονται.
Όλα αυτά σχετίζονται και με ευρύτερες μεταλλάξεις του ακαδημαϊκού και του εργασιακού τοπίου στα πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια. Είναι σαφές ότι στο πρότυπο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που προβάλλεται διεθνώς:
• Εντείνεται η ιεραρχικοποίηση του διδακτικού προσωπικού, με την ανώτερη βαθμίδα να πολώνεται κυρίως προς ερευνητικές και διοικητικές / διευθυντικές θέσεις.
• Το διδακτικό έργο, ιδίως σε προπτυχιακούς φοιτητές, ολοένα και περισσότερο ανατίθεται σε προσωπικό με μικρότερα προσόντα και χειρότερες εργασιακές συνθήκες.
• Η εργασία γίνεται ένα διαρκές ανταγωνιστικό διακύβευμα, το ποσοστό του μονίμου προσωπικού μειώνεται και αντίστοιχα αυξάνεται το προσωπικό που εργάζεται με συνθήκες εργασιακής επισφάλειας.
• Αντίστοιχες πολώσεις εμφανίζονται και στο εσωτερικό της έρευνας με ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στις ανώτερες βαθμίδες και το κατώτερο προσωπικό.
Σε αυτό το πλαίσιο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια, όπως τα παρουσιάζει η Αμερικανική Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών (American Federation of Teachers).
• Ανάμεσα στο 1997 και το 2007 το διδακτικό προσωπικό με μονιμότητα (tenure) μειώθηκε από το – ήδη ιδιαίτερα χαμηλό! – 33,1 %.
• Το ποσοστό των διδασκόντων μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από 34,1% σε 36,8% όπως επίσης αυξήθηκε και το ποσοστό των μεταπτυχιακών φοιτητών που απασχολούνται ως βοηθοί φτάνοντας το 20,9%,
• Τα ποσοστά μη μόνιμης και μερικής απασχόλησης είναι περισσότερο υψηλά στα ιδιωτικά από ό,τι στα δημόσια πανεπιστήμια.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε μια σειρά από αμερικανικά (αλλά και καναδικά) πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει οι απεργιακές κινητοποιήσεις κυρίως από όλο αυτό το ελαστικά απασχολούμενο προσωπικό, οι προσπάθειες να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, οι μάχες ενάντια στην ελαστική εργασία.
Αντίστοιχες μάχες είναι σε εξέλιξη και σε αλλού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μεγάλες συγκρούσεις που είναι σε εξέλιξη στη Γαλλία, όπου η εισαγωγή των «κατευθύνσεων της Μπολόνια» και η λογική των master, έχει οδηγήσει σε ανατροπές του εργασιακού καθεστώτος των κατώτερων βαθμίδων του εκπαιδευτικού και ερευνητικού προσωπικού, με βασικές πλευρές αφενός την ολοένα και μεγαλύτερη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, αφετέρου την αύξηση των περιθωρίων αυθαιρεσίας των διοικήσεων των ΑΕΙ.
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι και το Πανεπιστήμιο βρίσκεται ολοένα και περισσότερο σε μια κατεύθυνση να ενσωματώσει τη γενικότερη τάση προς την ελαστική και επισφαλή εργασία. Αυτό αφορά το σύνολο των λειτουργιών του και όχι μόνο την ακαδημαϊκή διδασκαλία. Άλλωστε, η ολοένα και μεγαλύτερη πίεση προς τα ΑΕΙ να λειτουργούν με βάση όχι την πάγια, δημόσια χρηματοδότηση, αλλά περιστασιακές και με ημερομηνία λήξης δράσεις, όπως είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, αντικειμενικά ενισχύει αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι η υποβάθμιση των εργασιακών όρων και συνθηκών ποτέ δεν περιορίζεται μόνο σε όσους την υφίστανται με τρόπο άμεσο. Αντίθετα, παρασέρνει το σύνολο των απασχολουμένων σε ένα κλάδο. Με αυτή την έννοια, η υποβάθμιση της εργασιακής συνθήκης των συμβασιούχων διδασκόντων απειλεί να παρασύρει προς τα κάτω το σύνολο των διδασκόντων. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα: η άλλη όψη της μείωσης αποδοχών των συμβασιούχων διδασκόντων μπορεί να είναι η αύξηση του ωραρίου διδασκαλίας των μελών ΔΕΠ.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει πρώτης προτεραιότητας ζήτημα η πάλη ενάντια στην ελαστική εργασία μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, μέσα από τη συγκρότηση συλλογικών μορφών οργάνωσης και διεκδίκησης. Γι’ αυτό και ήταν σημαντική εξέλιξη η πλήρης αποδοχή των διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80 στους συλλόγους ΔΕΠ, παρότι δυστυχώς η σημερινή ηγεσία της Ομοσπονδίας ερωτοτροπεί με την υιοθέτηση μιας λογικής εκσυγχρονισμένης εκδοχής βοηθών. Χρειάζονται επίσης συγκεκριμένα αιτήματα:
• Άμεση διάθεση όλων των αναγκαίων πιστώσεων σε όλα τα τμήματα για την εκλογή μελών ΔΕΠ, έτσι ώστε να περιοριστεί η ανάγκη καταφυγής σε συμβασιούχους διδάσκοντες.
• Διάθεση έγκαιρα όλων των αναγκαίων πιστώσεων στα ΑΕΙ για συμβασιούχους διδάσκοντες, έτσι ώστε όλοι να έχουν πλήρεις συμβάσεις. Όχι στον επιμερισμό συμβάσεων.
• Κατοχύρωση της δυνατότητας κρίσης για θέση ΔΕΠ στο τέλος της τριετίας έτσι ώστε να μην παρατείνεται η συνθήκη της εργασιακής ομηρίας.