ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ



Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι η λύση στα σοβαρά προβλήματα ανεργίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην εξάπλωση μορφών εργασίας που αποκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην τυπική σύμβαση εργασίας: η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι υπεργολαβική παροχή υπηρεσιών, η ενοικίαση εργαζομένων, ο μετεωρισμός των προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage), χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα, με την κρατική υποστήριξη, με την μετατροπή του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και, συχνά, με άμεση κρατική χρηματοδότηση.
Η συστηματική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δημιούργησε, σε μια αγορά εργασίας που δεν διέθετε ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς και εποπτικούς μηχανισμούς και ούσα εξοικειωμένη στον εργοδοτικό και κρατικό συνδικαλισμό, φαινόμενα που σήμερα κατονομάζονται ως «συνθήκες ζούγκλας». Οι «συνθήκες ζούγκλας» αποτυπώνουν την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργοδοτών, όχι μόνον έναντι των εργαζομένων μισθωτών, αλλά και έναντι της κοινωνίας εν συνόλω. Πρακτικά σηματοδοτούν την προσαρμογή (αυξομείωση) του χρόνου εργασίας στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την αύξηση των ρυθμών εργασίας, την υψηλή συχνότητα των απολύσεων και την αύξηση της ανακύκλησης του εργατικού δυναμικού, την αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας και τη μεταφορά του κόστους ασφάλισης και απόκτησης εργασιακών δεξιοτήτων στους μισθωτούς, τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών και την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος. Θεωρητικά σηματοδοτούν τη ρευστοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών της εργασίας, τη διαγραφή του εργασιακού τους παρελθόντος, το στιγμιαίο του παρόντος και την αβεβαιότητα του εργασιακού τους μέλλοντος.
Αν και αυτές οι εξελίξεις έχουν πλέον αποτυπωθεί στις πολλαπλές τους διαστάσεις και αν η κατανόηση ότι η συσσώρευση βαρών και κόστους προσαρμογής στη μισθωτή εργασία επέφερε δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με αμφισβητούμενα θετικά διευρύνεται μεταξύ των αναλυτών και της επιστημονικής κοινότητας, μια πτυχή παραμένει σχετικά αφώτιστη. Στην Ελλάδα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κατευθύνθηκε κυρίως προς το δημόσιο τομέα, στους δημόσιους οργανισμούς και στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και προς την απασχόληση στο στενό κρατικό μηχανισμό. Κατά κάποιον τρόπο, περίεργο αλλά όχι ανεξήγητο, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο έγινε συστηματικά ως αναγκαία παράκαμψη των χρονοτριβών που επέβαλε ο Νόμος Πεπονή (2004) για την επιλογή του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης!
Το Πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει το χώρο πληθώρας πειραματισμών και εφαρμογής επισφαλών μορφών εργασίας. Η επισφάλεια της εργασίας περιλαμβάνει όλους τους τομείς δραστηριοτήτων του: το διδακτικό και το ερευνητικό έργο, το διοικητικό προσωπικό, το προσωπικό σε ευαίσθητους τομείς, όπως οι βιβλιοθήκες και τα κέντρα μηχανοργάνωσης, δικτύων και υπολογιστών, τη φύλαξη, τη συντήρηση και την καθαριότητα των χώρων. Μια πληθώρα εργαζομένων εμπλέκονται σε σχέσεις επισφαλείς, περιορισμένου χρόνου ή και ωραρίου, χαμηλών αποδοχών, οι οποίες, άλλωστε, καταβάλλονται με μεγάλη καθυστέρηση, περιορισμένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Από τους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80 ως τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους στην καθαριότητα και από τους συμβασιούχους διοικητικούς υπαλλήλους και τους οιονεί «επαγγελματίες» που αμείβονται με μπλοκ αποδείξεων ως τη συχνά απλήρωτη εργασία των υποψήφιων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών.
Η εισήγησή μου αποσκοπεί να βοηθήσει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της εργασιακής επισφάλειας στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με την ογκούμενη επισφάλεια του δημόσιου τομέα. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού και τα έτη που θα συγκριθούν είναι το 1999, 2004 και 2008. Αν και οι περίοδοι μεταξύ των ετών δεν έχουν ίση χρονική διάρκεια, η επιλογή του 2008 ως τερματικού έτους είναι αναγκαία, οφειλόμενη στη διαθεσιμότητα των στοιχείων κατά την ημέρα της παρουσίασης. Τα στοιχεία αναφέρονται στο β’ τρίμηνο του έτους (Απρίλιος – Ιούνιος), γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση μερικώς, τουλάχιστον, των επιπτώσεων της νέας τουριστικής περιόδου στα μεγέθη και στη σύνθεση της απασχόλησης. Για ευνόητους λόγους, η ανάλυση περιορίζεται μόνο στη μισθωτή εργασία.
Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει με ακρίβεια το εγχείρημα εισαγωγής των «ευέλικτων» μορφών εργασίας στο δημόσιο τομέα κατά την περίοδο 1999-2008. Η κυβερνητική αλλαγή το 2004 διαχωρίζει την περίοδο σε δύο υποπεριόδους, που χαρακτηρίζονται από σχετικά διακριτές λογικές: Η περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος επέκτασης της μερικής και, ιδιαίτερα, της προσωρινής εργασίας στο δημόσιο τομέα.






Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι η λύση στα σοβαρά προβλήματα ανεργίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην εξάπλωση μορφών εργασίας που αποκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην τυπική σύμβαση εργασίας: η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι υπεργολαβική παροχή υπηρεσιών, η ενοικίαση εργαζομένων, ο μετεωρισμός των προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage), χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα, με την κρατική υποστήριξη, με την μετατροπή του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και, συχνά, με άμεση κρατική χρηματοδότηση.
Η συστηματική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δημιούργησε, σε μια αγορά εργασίας που δεν διέθετε ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς και εποπτικούς μηχανισμούς και ούσα εξοικειωμένη στον εργοδοτικό και κρατικό συνδικαλισμό, φαινόμενα που σήμερα κατονομάζονται ως «συνθήκες ζούγκλας». Οι «συνθήκες ζούγκλας» αποτυπώνουν την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργοδοτών, όχι μόνον έναντι των εργαζομένων μισθωτών, αλλά και έναντι της κοινωνίας εν συνόλω. Πρακτικά σηματοδοτούν την προσαρμογή (αυξομείωση) του χρόνου εργασίας στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την αύξηση των ρυθμών εργασίας, την υψηλή συχνότητα των απολύσεων και την αύξηση της ανακύκλησης του εργατικού δυναμικού, την αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας και τη μεταφορά του κόστους ασφάλισης και απόκτησης εργασιακών δεξιοτήτων στους μισθωτούς, τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών και την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος. Θεωρητικά σηματοδοτούν τη ρευστοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών της εργασίας, τη διαγραφή του εργασιακού τους παρελθόντος, το στιγμιαίο του παρόντος και την αβεβαιότητα του εργασιακού τους μέλλοντος.
Αν και αυτές οι εξελίξεις έχουν πλέον αποτυπωθεί στις πολλαπλές τους διαστάσεις και αν η κατανόηση ότι η συσσώρευση βαρών και κόστους προσαρμογής στη μισθωτή εργασία επέφερε δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με αμφισβητούμενα θετικά διευρύνεται μεταξύ των αναλυτών και της επιστημονικής κοινότητας, μια πτυχή παραμένει σχετικά αφώτιστη. Στην Ελλάδα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κατευθύνθηκε κυρίως προς το δημόσιο τομέα, στους δημόσιους οργανισμούς και στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και προς την απασχόληση στο στενό κρατικό μηχανισμό. Κατά κάποιον τρόπο, περίεργο αλλά όχι ανεξήγητο, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο έγινε συστηματικά ως αναγκαία παράκαμψη των χρονοτριβών που επέβαλε ο Νόμος Πεπονή (2004) για την επιλογή του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης!
Το Πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει το χώρο πληθώρας πειραματισμών και εφαρμογής επισφαλών μορφών εργασίας. Η επισφάλεια της εργασίας περιλαμβάνει όλους τους τομείς δραστηριοτήτων του: το διδακτικό και το ερευνητικό έργο, το διοικητικό προσωπικό, το προσωπικό σε ευαίσθητους τομείς, όπως οι βιβλιοθήκες και τα κέντρα μηχανοργάνωσης, δικτύων και υπολογιστών, τη φύλαξη, τη συντήρηση και την καθαριότητα των χώρων. Μια πληθώρα εργαζομένων εμπλέκονται σε σχέσεις επισφαλείς, περιορισμένου χρόνου ή και ωραρίου, χαμηλών αποδοχών, οι οποίες, άλλωστε, καταβάλλονται με μεγάλη καθυστέρηση, περιορισμένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Από τους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80 ως τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους στην καθαριότητα και από τους συμβασιούχους διοικητικούς υπαλλήλους και τους οιονεί «επαγγελματίες» που αμείβονται με μπλοκ αποδείξεων ως τη συχνά απλήρωτη εργασία των υποψήφιων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών.
Η εισήγησή μου αποσκοπεί να βοηθήσει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της εργασιακής επισφάλειας στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με την ογκούμενη επισφάλεια του δημόσιου τομέα. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού και τα έτη που θα συγκριθούν είναι το 1999, 2004 και 2008. Αν και οι περίοδοι μεταξύ των ετών δεν έχουν ίση χρονική διάρκεια, η επιλογή του 2008 ως τερματικού έτους είναι αναγκαία, οφειλόμενη στη διαθεσιμότητα των στοιχείων κατά την ημέρα της παρουσίασης. Τα στοιχεία αναφέρονται στο β’ τρίμηνο του έτους (Απρίλιος – Ιούνιος), γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση μερικώς, τουλάχιστον, των επιπτώσεων της νέας τουριστικής περιόδου στα μεγέθη και στη σύνθεση της απασχόλησης. Για ευνόητους λόγους, η ανάλυση περιορίζεται μόνο στη μισθωτή εργασία.
Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει με ακρίβεια το εγχείρημα εισαγωγής των «ευέλικτων» μορφών εργασίας στο δημόσιο τομέα κατά την περίοδο 1999-2008. Η κυβερνητική αλλαγή το 2004 διαχωρίζει την περίοδο σε δύο υποπεριόδους, που χαρακτηρίζονται από σχετικά διακριτές λογικές: Η περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος επέκτασης της μερικής και, ιδιαίτερα, της προσωρινής εργασίας στο δημόσιο τομέα.


ΠΙΝΑΚΑΣ 2

ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

ΕΤΟΣ ΜΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ
1983 6.5 16.3
1992 4.8 10.3
1998 6.0 13.4
1999 6.1 13.5
2004 4.6 12.4
2008 5.2 11.5

Ο Πίνακας 2 δείχνει ότι η μερική και η προσωρινή απασχόληση ήταν αρκετά διαδεδομένες στην Ελλάδα, πριν εφαρμοσθούν οι πολιτικές απορρύθμισης στη δεκαετία του 1990.
Αν και η προσωρινή απασχόληση φαίνεται να κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ των δύο φύλων (49,7% της προσωρινής απασχόλησης το 2008 είναι γυναίκες), η μερική απασχόληση είναι κυρίως γυναικείου φύλου. Το 2008 το 71,8% των μερικώς απασχολουμένων ήταν γυναίκες.





Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων αποτυπώνονται και στο Διάγραμμα 1, καθώς η μερική απασχόληση στους άνδρες συγκεντρώνεται στις ηλικίες κάτω των 35 ετών και άνω των 50, ενώ στις γυναίκες συγκεντρώνεται περισσότερο και με σχετική ισότητα των κατανομών στις ηλικιακές ομάδες μεταξύ 25 και 45 ετών, δηλαδή των ώριμων εργασιακά ομάδων ηλικιών.





Σε αντίθεση με τη μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία εμφανίζει ηλικιακή κατανομή που φθίνει μονοτόνως και για τα δύο φύλα μετά την ηλικία των 30 ετών. Η προσωρινή εργασία φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη νεότητα και την έλλειψη εργασιακής εμπειρίας και φαίνεται να μετατρέπεται σε σταθερή εργασία με την ηλικίωση του ατόμου, αν και δεν πρέπει να αγνοηθεί η συγκέντρωση της προσωρινής εργασίας σε ορισμένους κλάδους. Από την άλλη, η μερική απασχόληση φαίνεται να οδηγεί σε μονιμότερη κατάσταση, είτε αυτή οφείλεται σε «παγίδα» χαμηλών εργασιακών προσόντων – χαμηλών προοπτικών απασχόλησης είτε σε επιλογή των εργαζομένων γυναικών, οι οποίες επωμίζονται τα βάρη της καθημερινής οικογενειακής ζωής. Ο Πίνακας 3 δείχνει τη σταδιακή αύξηση της αναλογίας των εργαζομένων που απορρίπτουν αυτές τις μορφές εργασίας και αναγκάζονται να τις αποδεχθούν λόγω της ανεπάρκειας θέσεων εργασίας μόνιμης και πλήρους ωραρίου.