tag:blogger.com,1999:blog-15705628706110320972024-03-19T14:37:44.193+02:00Evelixia-StopΠρωτοβουλία για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίσηEvelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.comBlogger27125tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-2854781081702393442009-12-28T12:09:00.000+02:002009-12-28T12:10:12.819+02:00Η ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ<br /><br />Πάνω από 30 χρόνια οι πλούσιες οικονομίες της Δύσης έρχονται αντιμέτωπες με τη διαλεκτική του πλούτου και της πενίας. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα επιτρέπουν τη συσσώρευση υλικού πλούτου πρωτοφανούς. Η ευμάρεια κοινωνικών ομάδων και η επιδεικτική κατανάλωση που τη συνοδεύει είναι μοναδική στα ιστορικά χρονικά, εκτός αν αναλογισθούμε, τηρουμένων των αναλογιών, μεσαιωνικούς δεσπότες και βασιλιάδες του μύθου.<br /> Την ίδια στιγμή, ευρύτατα στρώματα αυτών των πλούσιων κοινωνιών ζουν σε συνθήκες στέρησης, φτώχιας και απαθλίωσης, συνθήκες που δεν έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον συσσωρευμένο πλούτο και τις παραγωγικές δυνατότητες του σήμερα, αλλά που θα ήταν αδιανόητες και, κοινωνικά και πολιτικά, απαράδεκτες σαράντα και πενήντα χρόνια πριν.<br /> Τα αίτια είναι γνωστά. Η συσσώρευση του πλούτου δεν υπήρξε ένα παιγνίδι και όλους τους παίκτες να βγαίνουν κερδισμένοι. Οι πολλοί έχασαν και συνεχίζουν να χάνουν, οι λίγοι, οι πολλοί λίγοι, κέρδισαν και συνεχίζουν να κερδίζουν. Κερδίζουν τόσο στην άνθηση όσο και στην ύφεση της οικονομίας, κερδίζουν όταν οι ρυθμοί παραγωγής αυξάνονται και όταν οι ρυθμοί πέφτουν σε αρνητικά μεγέθη. Μόνο που σε κάθε ύφεση, αυξανόμενα στρώματα της κοινωνίας εντάσσονται στις τάξεις των χαμένων, με λιγοστές ελπίδες να ξαναβρούν στο μέλλον τη χαμένη εισοδηματική και κοινωνική τους κατάσταση.<br /> Οι ειδικοί μας βεβαιώνουν ότι τα παιδιά μας θα ζήσουν χειρότερα από εμάς, εμείς, ως απλοί εργαζόμενοι, γνωρίζουμε ότι ζούμε χειρότερα από ό,τι έζησαν οι πατεράδες μας, αν αναλογισθούμε το συνολικό χρόνο που διαθέτει η πυρηνική οικογένεια σε δύο, τρεις ή και τέσσαρες διαφορετικές «εργασίες» για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες απαιτήσεις της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ξέρουμε, άλλωστε, ότι όταν θα συνταξιοδοτηθούμε, οι συντάξεις μας μόλις θα επαρκούν για μια γλίσχρη επιβίωση.<br /> Οι ζοφερές εικόνες ενός μέλλοντος που είναι ήδη παρόν σχετίζονται άμεσα με την οργανωμένη κατασκευή της επισφαλούς κοινωνίας, της κοινωνίας που η ανασφάλεια σε κάθε στιγμή της ατομικής και κοινωνικής μας ζωής γίνεται εφιαλτικά παρούσα και αυξανόμενη. Η εργασιακή ανασφάλεια, η έλλειψη εργασιακής σταθερότητας αποδιαρθρώνει το παρόν, καθιστά αμφίβολο το μέλλον και ρευστοποιεί το παρελθόν. Οι νέοι μεταμοντέρνοι καιροί απαιτούν, έτσι τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ιδεολογικοί ιδαλγοί τους, από τους εργαζόμενους όχι γνώσεις, αλλά δεξιότητες, προσαρμοζόμενες με κόστος και ευθύνη του ίδιου και της ίδιας. Δεξιότητες που δημιουργούν στο συνδυασμό τους υβρίδια εργαζομένων, κατά την ακριβή, αλλά απάνθρωπη, έκφραση νεαράς και ενθουσιώδους συναδέλφου πριν μερικά χρόνια. Τα υβρίδια, όμως, έχουν μια ιδιότητα, γνωστή σε κάθε σχετικό: δεν αναπαράγονται. Οι άνθρωποι αναπαράγονται, ως βιολογικά όντα και ως φορείς της ικανότητας να εργάζονται, οι κοινωνίες βασίζονται στην ανθρώπινη αναπαραγωγή για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Και ακόμη περισσότερο: οφείλουν να την εξασφαλίσουν.<br /> Η διαλεκτική του πλούτου και της πενίας, η πενία ως προϋπόθεση του πλούτου, δεν μας είναι άγνωστη. Όταν διαπιστώθηκε ότι η συσσώρευση πλούτου οδηγούσε όχι στην εξάλειψη των ανισοτήτων, αλλά στη διεύρυνσή τους, στο Λονδίνο στο τέλος του 19ου αιώνα, οι πρωτοποριακές, μακροχρόνιες και αναλυτικές, επιτόπιες έρευνες του Booth έδειξαν, έστω και μέσα από ιδεολογικές στρεβλώσεις επιβαλλόμενες από τη βικτωριανή ηθική, ότι η ανασφάλεια της εργασίας, η έλλειψη τακτικής απασχόλησης, ήταν το βασικό αίτιο για την ανεργία, τη φτώχια και την κοινωνική περιθωριοποίηση σχεδόν το 30% των Λονδρέζων. Ίδια αποτελέσματα έδωσαν έρευνες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και αλλού. Κατά της επισφαλούς εργασίας αναφέρθηκε ο Beveridge, προτείνοντας τα γραφεία εργασίας και τα επιδόματα ανεργίας ως θεσμούς καταπολέμησης της επισφάλειας, ενώ ο A. Marshall θεωρούσε την επισφαλή εργασία ως κατάλοιπο του παρελθόντος, δείγμα έλλειψης εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της Αγγλίας των αρχών του 20ου αιώνα.<br /> Στο τέλος του αιώνα και στις αρχές του τωρινού, η επισφαλής εργασία έγινε από ανάθεμα και ιστορικό κατάλοιπο ευχή και δείγμα εκσυγχρονισμού. Μόνο η έλλειψη κοινωνικών αναφορών και ιστορικής παιδείας, η κατανόηση της αγοράς εργασίας ως υποσυστήματος υποχρεωμένου να απορροφά τους μικρούς και μεγάλους κραδασμούς της οικονομίας, και ο απανθρωπισμός του εργαζόμενου, η απόλυτη ρευστοποίησή του, ερμηνεύουν αυτές τις ανόητες απόψεις που, παρά την ανοησία τους, αναδεικνύονται σε κυρίαρχες.<br /> Το αφιέρωμα του «Εντός Εποχής» δείχνει την άλλη εικόνα. Γραμμένο από συναδέλφους που πρωτοστάτησαν στην κίνηση των Πανεπιστημιακών κατά της Κρίσης, αναδεικνύει τα ουσιαστικά προβλήματα.<br /> Ο Γιάννης Κουζής επιχειρεί μια χαρτογράφηση της εργασιακής επισφάλειας, ενώ ο Χρίστος Παπαθεωδόρου δείχνει ότι η φτώχια δεν οφείλεται στην έλλειψη εργασίας, αλλά στον τρόπο που οργανώνεται η κοινωνική πολιτική. Την επιλεκτικότητα των κρατικών κοινωνικών πολιτικών που εδράζεται στην υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων επισημαίνει η Δέσποινα Παπαδοπούλου. Όταν τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται σε ατομικά προνόμια, καμιά ηλεκτρονική διαφάνεια δεν μπορεί να αποκαταστήσει κανόνες ισονομίας. Το άρθρο της Όλγας Στασινοπούλου αναδεικνύει έναν άλλο χώρο «παραγωγής» της εργασιακής επισφάλειας, το χώρο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην Ψυχική Φροντίδα.<br /> Συνιστώ θερμά την επιμελή ανάγνωση του άρθρου της Ιωάννας Καυτανζόγλου. Όχι μόνο για την εξαιρετική γνωσσική διαχείριση του θέματος – πράγμα δυστυχώς σπάνιο - όσο για το γεγονός ότι, ενώ μοιάζει παράταιρο, όμως είναι στην καρδιά του προβλήματος του αφιερώματος, πρόβλημα που αναδεικνύει με διαύγεια το επίδικο αντικείμενο του χρόνου και της διαχείρισής του.<br /> Τα άρθρα των Σταύρου Μουδόπουλου και Λευτέρη Κρέτσου κλείνουν το αφιέρωμα εξετάζοντας το ρόλο των συνδικάτων. Ο Μουδόπουλος επισημαίνει τα νομικά κωλύματα για τη συνδικαλιστική κάλυψη των επισφαλώς εργαζομένων, κωλύματα που δεν περιορίζονται μόνο στο νομικό τύπο. Ο Κρέτσος δείχνει πως, ενώ οι νέοι, κυρίως επισφαλώς, εργαζόμενοι δείχνουν διάθεση συμμετοχής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις υψηλότερη από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, τα συνδικάτα αδιαφορούν και τους αποκλείουν από τις οργανωτικές δομές, τα όργανα και τις πολιτικές.<br /> Τέλος, το άρθρο της Μαρίας Καραμεσίνη αιτιολογεί γιατί οι μορφές αυτές εργασίας είναι επισφαλείς. Η μείωση των θέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γίνεται αυτόματα μα την ύφεση, ενώ η μετατροπή θέσεων πλήρους ωραρίου σε θέσεις μερικής απασχόλησης, γνωστή, άλλωστε, και από τα καθ’ ημάς, δείχνει το ποιοι πληρώνουν εκ νέου την κρίση. <br /> Το αφιέρωμα δεν ολοκληρώνει την παρουσίαση του προβλήματος. Είναι, όμως, μια πρώτη, συστηματική προσπάθεια καταγραφής, βασισμένη σε πολύχρονες ερευνητικές προσπάθειες των συμμετεχόντων. Είναι, ταυτοχρόνως, και μια υπόσχεση για το μέλλον. Για να μειώσουμε τους βαθμούς αβεβαιότητας.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com7tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-76708378868354682112009-12-28T12:08:00.000+02:002009-12-28T12:09:28.465+02:00ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣΓιάννης Κουζής<br />Πάντειο Πανεπιστήμιο<br /><br />Οι έννοιες της εργασιακής ανασφάλειας και της επισφαλούς εργασίας παραπέμπουν σε ένα σύνολο παραγόντων που διαμορφώνουν και ενισχύουν το αίσθημα της μη ασφάλειας για το παρόν και το μέλλον των εργαζομένων.<br /> Το αίσθημα αυτό της ανασφάλειας εκδηλώνεται από την αδυναμία κάλυψης των σύγχρονων αναγκών λόγω της μη ένταξης στην αγορά εργασίας αλλά και εξαιτίας του περιεχομένου της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την ύπαρξη και τη διατήρηση της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την επάρκεια του μισθού, αλλά και τη διατήρηση του ύψους του εισοδήματος. Ανασφάλεια για τη διατήρηση του εργασιακού αντικειμένου, της θέσης εργασίας. Ανασφάλεια για τις διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον. <br />Τα φαινόμενα αυτά αποκτούν μεγαλύτερη ένταση, όταν η θέση εργασίας είναι επισφαλής, ευρισκόμενη σε συνεχή απειλή για το μέλλον της. <br />Ένα μείγμα , λοιπόν, ανασφάλειας και επισφάλειας για τον κόσμο της εργασίας δημιουργεί την σύγχρονη κυρίαρχη, και όχι περιθωριακή, εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας. Έρευνα για λογαριασμό της ΓΣΕΕ , πριν ακόμη από την εκδήλωση της κρίσης (καλοκαίρι του 2008), έδειξε ότι το 75% των μισθωτών, συμπεριλαμβανομένων και του δημόσιου τομέα, νοιώθει ανασφάλεια για το εργασιακό του μέλλον! Υπερβολή; Μάλλον όχι, αν εξετάσει κανείς το σύνολο των παραμέτρων που διαμορφώνουν το σύγχρονο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, και με το δεδομένο ότι η ανασφάλεια για το εργασιακό μέλλον δεν περιορίζεται μόνο στο φόβο της ανεργίας. Πώς, λοιπόν, προκύπτει αυτό το εκτεταμένο αίσθημα της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας; Ποιες κατηγορίες περιλαμβάνει;<br />1) Τους 443.000 ανέργους ( Ιούνιος 2009) από τους οποίους οι 191.000 είναι μακροχρόνιοι και μόλις οι 95.000 λαμβάνουν το πενιχρό σε ύψος και διάρκεια επίδομα ανεργίας. Ας σημειωθεί ότι από το σύνολο των ανέργων οι 104.000 απολύθηκαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2009. Ο φόβος της ανεργίας είναι τόσο έντονος ώστε, ήδη πριν από την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της κρίσης, το 45% των μισθωτών σημείωνε τον κίνδυνο της ανεργίας για το ίδιο και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. <br />2) Τους εργαζόμενους στο ευρύ φάσμα της ευέλικτης, κατά κανόνα, επισφαλούς, χαμηλά αμειβόμενης εργασίας και με έντονο το στοιχείο της καταστρατήγησης των όποιων δικαιωμάτων. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται:<br />• Οι 355.000 προσωρινά απασχολούμενοι από τους οποίους οι 100.000 στο δημόσιο, ενώ 49.000 από τους ανέργους που απασχολούνταν το 2008 βρέθηκαν στην ανεργία λόγω της λήξης της προσωρινής σύμβασής τους.<br />• Οι 273.000 μερικά απασχολούμενοι, από τους οποίους οι 31.000 στο δημόσιο, τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος (130.000) καταλήγει στη μερική γιατί δεν βρίσκει πλήρη απασχόληση, ενώ ένα άλλο σημαντικό τμήμα οδηγείται σε αυτήν όχι, απαραίτητα, από εισοδηματική επάρκεια αλλά ωθούμενο από τις ειδικές συνθήκες των άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του.<br />• Οι περί τους 15.000 εργαζόμενοι με καθεστώς δανεισμού μέσω γραφείων προσωρινής ενοικίασης εργασίας .<br />• Οι περί τους 20.000 εργαζόμενοι με καθεστώς «αλληλέγγυου δανεισμού», συνήθως μακρόχρονου, στο πλαίσιο επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου (πχ. τραπεζικού) που παραχωρούν εργαζόμενους εταιρείας χαμηλότερου κόστους σε άλλη με τη διατήρηση του ίδιου εργασιακού καθεστώτος.<br />• Οι περί τους 80.000 εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας.<br />• Οι περί τους 40.000 εργαζόμενοι με καθεστώς stage. <br />• Οι περί τους 300.000 «αυτοαπασχολούμενοι με μπλοκάκι» που είτε εκπροσωπούν κραυγαλέες περιπτώσεις καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας, είτε ανήκουν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας με εντονότερο το στοιχείο της εξάρτησης από ένα εργοδότη.<br />• Οι περί τους 1.000.000 ανασφάλιστοι εργαζόμενοι.<br /><br />Στις παραπάνω κατηγορίες, στις οποίες υπάρχουν και επικαλύψεις, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους του προβλήματος, ενός προβλήματος με κύρια θύματα τους νέους ,τις γυναίκες και τους μετανάστες. Οι νέοι μέχρι 29 ετών αντιπροσωπεύουν το 40% των ανέργων, οι γυναίκες το 58% των ανέργων και το 69% των μερικά απασχολούμενων, ενώ οι μετανάστες το 30% της ανασφάλιστης εργασίας.<br />3) Τους εργαζόμενους που εργάζονται με «κανονική» απασχόληση, αλλά η θέση τους απειλείται. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009 σημειώθηκαν 55.000 απολύσεις εργαζομένων σταθερής απασχόλησης, ενώ 23 επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 50 εργαζόμενους (μόνο το 0,5% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα) επέβαλαν την εκ περιτροπής εργασία (τετραήμερα, τριήμερα) την ίδια περίοδο που επιχειρήσεις της ίδιας κατηγορίας έθεσαν συνολικά σε διαθεσιμότητα 3.000 εργαζόμενους και χορήγησαν παράνομες «υποχρεωτικές άδειες» σε άλλους 4.000…<br />4) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική τους κατάσταση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους ή ανταποκρίνεται σε αυτές με μεγάλη δυσκολία. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται:<br />• Οι επίσημα χαμηλόμισθοι που αμείβονται μέχρι τα 2/3 του διάμεσου καθαρού μισθού των 980 ευρώ, δηλαδή μέχρι 650 ευρώ, και που αντιστοιχούν στο 18% του συνόλου της μισθωτής εργασίας.<br />• Οι εργαζόμενοι με αμοιβές και άνω του διάμεσου μισθού, αφού δηλώνεται, σε ποσοστό 61% του συνόλου των μισθωτών, η ανεπάρκεια και η μεγάλη δυσκολία κάλυψης των αναγκών.<br /><br />5) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική ανεπάρκεια και στενότητα ωθεί στην επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου με τη μορφή της υπερωριακής εργασίας ( το 33% κάνει συχνές υπερωρίες), και της πολυαπασχόλησης όπως δηλώνει το 15% των μισθωτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια σειρά από αρνητικές παρενέργειες απέναντι στον ελεύθερο χρόνο και τους γενικότερους όρους της ποιότητας ζωής.<br />6) Τους εργαζόμενους που η ανεπάρκεια του μισθού εξωθεί σε δανεισμό, συχνά επαχθή, όταν το 53% των μισθωτών οφείλει δάνειο και από το οποίο το 79% δυσκολεύεται σοβαρά για την αποπληρωμή του.<br />7) Τους εργαζόμενους που, ωθούμενοι σε πρακτικές πλήρους εξατομίκευσης της εργασιακής σχέσης, συνδέουν την αμοιβή με την απόδοση, εντατικοποιούν την εργασία τους σε ένα κλίμα ανασφάλειας που επιβάλλει η ανάγκη κάλυψης του ατομικού πλάνου, η δημιουργία τεχνητών ανταγωνισμών μεταξύ συναδέλφων, το άγχος της περικοπής της αμοιβής, της απώλειας της θέσης ευθύνης, της δυσμενούς εξέλιξης στην καριέρα τους. Η μη επίτευξη των στόχων καταλήγει συχνά και σε οδυνηρές εξελίξεις (βλ αυτοκτονίες στη Γαλλία). Στην Ελλάδα το 25% περίπου των ιδιωτικών επιχειρήσεων, άνω των 10 εργαζομένων, έχει εισαγάγει συστήματα σύνδεσης αμοιβής και απόδοσης.<br />8) Τους εργαζόμενους ενόψει αναδιαρθρώσεων(τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών, εξαγορών, συγχωνεύσεων) που συνδέονται, κατά κανόνα, με μείωση προσωπικού μέσω των ομαδικών απολύσεων(32%) και της «εθελούσιας» εξόδου(43%).<br />9) Τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που προωθούν αλλαγές στους κανονισμούς εργασίας περιορίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα, και εισάγοντας νέους όρους αμοιβής και ευέλικτα ωράρια, όπως συνήθως συμβαίνει στο 70% των περιπτώσεων εξαγορών/ συγχωνεύσεων, στις περιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και των δημόσιων επιχειρήσεων μετά από μια και μόνη ζημιογόνο ετήσια πορεία. Οι εξελίξεις αυτές, και οι αλλαγές που επιφέρουν, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας ως προς τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων αλλά και των γενικότερων όρων διαβίωσης.<br />10) Τέλος, τους εργαζόμενους που, μέσα στην ίδια την επιχείρηση, βιώνουν την ψυχική ανασφάλεια, ως προσωπικό δεύτερης και τρίτης ταχύτητας, που συχνά μάλιστα παρέχει την ίδια εργασία με διαφορετικά δικαιώματα. Σε αυτή την κατηγορία, εκτός από τις κλασικές μορφές ευελιξίας, ανήκουν και οι νεοπροσλαμβανόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται σε διαφορετικό και δυσμενέστερο εργασιακό καθεστώς από το παλαιό προσωπικό. Πρόκειται για ένα επιπλέον εργασιακό καθεστώς στα άλλα 12(!) που καταγράφονται στο σύγχρονο δημόσιο τομέα…Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-91946636140900367332009-12-28T11:59:00.003+02:002009-12-28T12:08:38.809+02:00ΚΡΙΣΗ, ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ<br />ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ <br /><br />Το είδος και η φύση της πρόσφατης κρίσης έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονου θεωρητικού και πολιτικού διαλόγου. Προκλήθηκε από κάποιους κακούς χειρισμούς στο χρηματοπιστωτικό τομέα (εξαιτίας της απληστίας των golden boys) η αντανακλά εγγενείς αντιφάσεις και οργανικά προβλήματα των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών; Αφορά μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή αντανακλά μια δομική κρίση του συστήματος που έχει λάβει χώρα στην πραγματική οικονομία;<br />Ανεξαρτήτως από την συζήτηση για τα αίτια και την φύση της παρούσας κρίσης, ελάχιστα αμφισβητείται η επίπτωσή της στην φτώχεια. Είναι εξάλλου ένα από το λίγα θέματα θα συμφωνήσουν οι περισσότερες σχολές σκέψης, και φυσικά θα επιβεβαιώσουν τα εμπειρικά δεδομένα. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος οργάνωσης της κοινωνίας, μετά την δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει στις περισσότερες χώρες σε ουσιαστική αποδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, που θα μπορούσαν αν αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στα πλέον ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Η διαφημιζόμενη αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης και η επαναφορά των κεϊνσιανών παραδοχών για την εμπλοκή του κράτους στην οικονομία, δεν φαίνεται να επαληθεύονται στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Η εμπλοκή του κράτους περιορίζεται κυρίως στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς να ουσιαστικά να επεκταθεί στην διαδικασία διανομής του εισοδήματος.<br />Οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας βρίσκονταν σε αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία για απορρύθμιση των αγορών και απεμπλοκή του κράτους από την διανομή του εισοδήματος. Η αντίθεση αυτή εκφράστηκε κυρίως με δύο τρόπους. Πρώτον με την προσπάθεια μείωσης της εμπλοκής του κράτους στην διαδικασία διανομής του εισοδήματος μέσω κοινωνικών παροχών και τον περιορισμό της σχετικής κρατικής χρηματοδότησης. Δεύτερον με την αποδυνάμωση ή/και τον μετασχηματισμό των θεσμών κοινωνικής προστασίας ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στο νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό είναι εμφανές στην αυξανόμενη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην παροχή υπηρεσιών και αγαθών στο χώρο της περίθαλψης, της ασφάλισης και της εκπαίδευσης, που αποδείχτηκαν προνομιακό πεδίο για επικερδή επέκταση των δραστηριοτήτων του. <br />Την ίδια περίοδο η συζήτηση απομακρύνεται από ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων της κοινωνίας. Το κυρίαρχο παράδειγμα της ελεύθερης αγοράς πρεσβεύει ότι αυτή οδηγεί εξ ορισμού σε αύξηση της αποτελεσματικότητας και σε ορθολογικότερη κατανομή των πόρων. Η εμπλοκή του κράτους θεωρείται ότι δημιουργεί στρεβλώσεις από την άριστη κατανομή των πόρων και οδηγεί σε αναποτελεσματικότητες. Η κυρίαρχη ρητορεία όμως επιμένει στην έννοια της ελευθερίας των επιλογών των ατόμων ως αυτοσκοπό, χωρίς να επιχειρεί να την συνδέει με την αύξηση της αποτελεσματικότητας και χωρίς φυσικά να το τεκμηριώσει εμπειρικά. Σε ποιο βαθμό η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην κοινωνική προστασίας αυξάνει την αποτελεσματικότητά στην χρήση των πόρων; Μια γρήγορη ματιά στα διαθέσιμα δεδομένα θα μας δείξει ότι σε βασικούς τομείς της κοινωνικής προστασίας όπως στη περίθαλψη, την εκπαίδευση και την ασφάλιση, τα δημόσια συστήματα αποδεικνύονται, σε γενικές γραμμές, πιο αποτελεσματικά στην χρήση των διαθέσιμων πόρων από τα ιδιωτικά. Οι ΗΠΑ δαπανούν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ για περίθαλψη, αφήνοντας ταυτόχρονα το μισό σχεδόν πληθυσμό της χώρας ανασφάλιστο. Αντιθέτως, οι χώρες της ΕΕ που έχουν αναπτύξει δημόσια συστήματα περίθαλψης δαπανούν αντιστοίχως ένα πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα καθολική κάλυψη του πληθυσμού. Η Φιλανδία επίσης, με ανύπαρκτο ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα στον χώρο της εκπαίδευσης και με κοινό πρόγραμμα σπουδών σε όλα τα σχολεία, έχει ίσως το καλύτερο σύστημα εκπαίδευσης σύμφωνα με τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA. Οι μαθητές έχουν όχι μόνο τις υψηλότερες επιδόσεις (μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών) αλλά και πολύ μικρή διασπορά από την μέση επίδοση. Αντιθέτως χώρες όπως οι ΗΠΑ και το ΗΒ με μεγάλη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση, έχουν ένα σχετικά ακριβό σύστημα εκπαίδευσης, που συνοδεύεται από ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, και με μεγάλη διασπορά από την μέση επίδοση. Όσον αφορά την ασφάλιση, η εμπειρία των τελευταίων ετών και η πρόσφατη κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα κατέδειξε, εκτός των άλλων, την πλημμελή «ασφάλεια» και το υψηλό ρίσκο που χαρακτηρίζει την ιδιωτική ασφάλιση.<br /><br />Ενδεικτικό του κυρίαρχου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας ήταν και ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώθηκαν στον κυρίαρχο διάλογο τα ζητήματα της φτώχειας και της οικονομικής αποστέρησης, που παραδοσιακά αποτελούσαν το βασικό νομιμοποιητικό πλαίσιο αιτιολόγησης της ανάπτυξης της κοινωνικής πολιτικής και της εμπλοκής του κράτους στη διανομή του εισοδήματος. Η ύπαρξη της φτώχειας από παράγοντα αμφισβήτησης των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομικών έχει εδώ και καιρό μετουσιωθεί στην κυρίαρχη ρητορεία των εθνικών και υπερεθνικών πολιτικών σε μηχανισμό υποστήριξης των φιλελεύθερων επιλογών για νομισματική σταθερότητα, απορρύθμιση των αγορών και περιορισμό των κοινωνικών δαπανών .<br />Η οικονομική ανισότητα και η φτώχεια, αντί για ενδημικό φαινόμενο των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομικών, αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα των ίδιων των ατόμων. Σύμφωνα με την άποψη που κυριαρχεί ακόμα στον δημόσιο αλλά και ακαδημαϊκό διάλογο η ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, και κατά συνέπεια η φτώχεια, αντανακλά την ικανότητα των ατόμων να αντλήσουν εισοδήματα κυρίως μέσω της εργασίας. Στο κυρίαρχο παράδειγμα των συμβατικών οικονομικών η αμοιβή της εργασίας ισούται με την οριακή της παραγωγικότητα. Άρα νομιμοποιείται ως δίκαιη αμοιβή. Ο μοναδικός τρόπος για να βελτιώσει ένα άτομο τις αποδοχές του είναι μέσω της εκπαίδευσης, και φυσικά της συσσωρευμένης εμπειρίας. Η κυριαρχία της θέσης αυτής αποτρέπει την διερεύνησης της ανισότητας και της φτώχειας στο πλαίσιο της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας και της διανομής του εισοδήματος μεταξύ κοινωνικών τάξεων, όπως παραδοσιακά έκανε η κλασική πολιτική οικονομία. Χρησιμοποιώντας την ορολογία των συμβατικών οικονομικών, θα λέγαμε ότι αποθαρρύνεται η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ λειτουργικής και προσωπικής διανομής του εισοδήματος. Η αντιμετώπιση της φτώχειας από συλλογική ευθύνη της κοινωνίας μετατρέπεται σε ατομική. <br />Στο πλαίσιο της κυρίαρχης αυτής προβληματικής υπερτονίζεται ο ρόλος της ανεργίας στην ερμηνεία της φτώχειας. Θεωρώντας την ανεργία ως διαθρωτική, η ευθύνη μετατίθεται στα ίδια τα άτομα που δεν μερίμνησαν να αποκτήσουν την κατάλληλη εκπαίδευση και δεξιότητες ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας που υπάρχουν στην αγορά. Η αντίληψη αυτή είναι εχθρική προς τις εισοδηματικές ενισχύσεις των ανέργων μέσω του συστήματος κοινωνικής προστασίας, εφόσον αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν τους ανέργους σε οκνηρία και σε εξάρτησή τους από τις κοινωνικές παροχές. Η παρέμβαση του κράτους επικεντρώνεται έτσι στην προώθηση των ονομαζόμενων «ενεργητικών πολιτικών», μέσω των οποίων σημαντικό τμήμα των κοινωνικών δαπανών μεταφέρονται στον ιδιωτικό τομέα με την μορφή των επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις για πρόσληψη ανέργων και ως αμοιβές για εκπαίδευση και κατάρτιση. Τα εμπειρικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την ταύτιση της ανεργίας με την φτώχεια (βλ Διάγραμμα 1). Αν και οι άνεργοι αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας, αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των φτωχών σε όλες τις χώρες της ΕΕ(15). Στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή των ανέργων στο σύνολο των φτωχών είναι μικρότερη του 10% ενώ σε καμία χώρα δεν ξεπερνάει το 16%. Μεγαλύτερη συμμετοχή στους φτωχούς έχουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, που όμως δεν απασχολούν αναλόγως τον σχετικό διάλογο. Ειδικότερα στην Ελλάδα οι μισοί περίπου φτωχοί είναι εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι. Η μείωση της ανεργίας από μόνη της, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, μόνο οριακή επίπτωση μπορεί να έχει στην μείωση της συνολικής φτώχειας.<br />Παρομοίως στο δημόσιο διάλογο η ανάγκη για μακροοικονομική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη προβάλλονται ως ο αδιαμφισβήτητος στόχος που οφείλουν να έχουν οι σύγχρονες οικονομίες, ενισχύοντας περισσότερο το νομιμοποιητικό πλαίσιο για την συρρίκνωσης της κρατικής δραστηριότητας στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής. Και αυτή όμως η υπόθεση δεν επαληθεύεται εμπειρικά. Όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 2 δεν υπάρχει καμία προφανής σχέση μεταξύ κατά κεφαλή ΑΕΠ και ποσοστού φτώχειας στις χώρες της ΕΕ. Οι διαφορές στα παρατηρούμενα ποσοστά φτώχειας αντανακλούν περισσότερο τον τρόπο οργάνωσης των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη ρητορεία, τα προνοιακά συστήματα που δίνουν έμφαση σε γενναιόδωρες και καθολικής εμβέλειας παροχές, όπως αυτά που έχουν αναπτύξει οι Σκανδιναβικές χώρες (σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς), αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικά στην μείωση της φτώχειας από συστήματα με στοχευόμενες και υπολειμματικού χαρακτήρα δράσεις, όπως αυτό που έχουν αναπτύξει το ΗΒ και η Ιρλανδία (φιλελεύθερο καθεστώς). Ειδικότερα ως προς το περιβόητο Ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης, που αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το πρότυπο του σχετικό διαλόγου, η γρήγορη οικονομική μεγέθυνση που παρουσίασε δεν συνοδεύτηκε από σημαντική μείωση της φτώχειας παρουσιάζοντας το 2006 ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας. Επιπροσθέτως η πρόσφατη κρίση έδειξε πόσο εύθραυστο ήταν το Ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης. Η χώρα ήταν από τις πρώτες που πλήγηκε τόσο σοβαρά από την κρίση, με ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι η μέσα σε 3 χρόνια θα χαθεί ότι κερδήθηκε σε 11 χρόνια ανάπτυξης.<br /><br />Διάγραμμα 1<br />Ποσοστιαία συμμετοχή των ανέργων στο σύνολο των φτωχών στις χώρες της ΕΕ-15, 2006. (Όριο φτώχειας στο 60% του διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος).<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoviQ7zUx4QxAMczkTQlr7xlm6r2HkOKQsOdya0RRqItH_llQcjiozpmbEmDH5ZIa0EPD3jnAaaHWRwM_B-phpCBO7_ixZsbWcD5nefRXQTDgBqkC0npr4SYNOzhkpHrv8xmbEu7q9MoE/s1600-h/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%85+1.bmp"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 182px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjoviQ7zUx4QxAMczkTQlr7xlm6r2HkOKQsOdya0RRqItH_llQcjiozpmbEmDH5ZIa0EPD3jnAaaHWRwM_B-phpCBO7_ixZsbWcD5nefRXQTDgBqkC0npr4SYNOzhkpHrv8xmbEu7q9MoE/s320/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%85+1.bmp" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5420226313099857554" /></a><br /><br /><br />Πηγή: Παπαθεοδώρου, Χ. (2009) «Νεοφιλελευθερισμός, φτώχεια και καθεστώτα ευημερίας στις χώρες της ΕΕ: Εμπειρικά δεδομένα και κυρίαρχη ρητορεία. Transform, 3:137-155 <br /><br /><br /><br />Διάγραμμα 3<br />Ποσοστό φτώχειας και κατά κεφαλή ΑΕΠ σε PPS (EE-27=100) <br />στις χώρες της ΕΕ, 2006<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhqoD5rhaXRPd99JP7a3h4I-N5fb-DtEHfzXwR7OIbyR2vTinMne9ejNQvZc1aBijZDUAudv7oAdOAPv18CKmEjr8N-Zx9okD3YWSNHihSUSv0BBfNUTHwTn_EUHtRF78liAHIJmMyAZUQ/s1600-h/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%85+2.bmp"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 182px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhqoD5rhaXRPd99JP7a3h4I-N5fb-DtEHfzXwR7OIbyR2vTinMne9ejNQvZc1aBijZDUAudv7oAdOAPv18CKmEjr8N-Zx9okD3YWSNHihSUSv0BBfNUTHwTn_EUHtRF78liAHIJmMyAZUQ/s320/%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%85+2.bmp" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5420226756615851330" /></a><br /><br />Πηγή: Επεξεργασία διαγράμματος από Παπαθεοδώρου (2009)Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com96tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-47353656717340924232009-12-28T11:58:00.000+02:002009-12-28T11:59:15.316+02:00ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ: ΑΠΟ ΣΧΕΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣΠαπαδοπούλου Δέσποινα<br />Πάντειο Πανεπιστήμιο<br /><br />Το Κοινωνικό Κράτος εκφράζεται μέσα από την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι αν η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από διευρυμένη προσφορά κοινωνικών αγαθών και παροχών από την πλευρά του Κράτους λόγω συσσώρευσης πλούτου ή από συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων τόσο ως δέον όσο και ως είναι. Η ιδέα πάνω στην οποία δομείται το παρόν κείμενο είναι η αναγκαστική στροφή των σύγχρονων κρατικών πολιτικών σε ένα «πιο» κοινωνικό κράτος λόγω μίας παρατεταμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με την ταυτόχρονη παράδοξη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην καθημερινή τους πρακτική. Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή συνύπαρξη κοινωνικού κράτους και διευρυμένων κοινωνικών παροχών για το σύνολο των νόμιμων πληθυσμών μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στους καιρούς μας έχει ανατραπεί, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση της βίαιης συρρίκνωσης των κοινωνικών διακιωμάτων. <br />Το κοινωνικό κράτος ως πολιτική κατάκτηση και ιδεολογική διεκδίκηση στις δεκαετίες της “ένδοξης τριακονταετίας” (1950-80), στις μέρες μας έχει αλλάξει. Aν και οι κοινωνίες μας έχουν αφήσει πίσω τους το μονεταρισμό, την τυφλή πίστη στις ελεύθερες αγορές και την ιδεολογικοποίηση της αλόγιστης σπατάλης του δημόσιου πλούτου και των ενεργειακών πόρων ως αναγκαία μορφή του ευ ζην, είναι ακόμη πολύ μακριά από την εμφάνιση ένος κυρίαρχου συστήματος που δε θα αναπαράγει, δε θα ανέχεται και δε θα οξύνει την κοινωνική ανισότητα και μάλιστα την ακραία κονωνική ανισότητα (μορφές κοινωνικού αποκλεισμού). Για την ακρίβεια, όλοι τάσσονται υπέρ της αναδιανομής του πλούτου γενικά και αόριστα στο μέτρο που αυτή δε θα θίγει τα κατ’ ιδίαν συμφέροντά τους. Και ενώ επί της αρχής, τα κοινωνικά δικαιώματα (δημόσια υγεία, υποχρεωτική εκπαίδευση, δικαίωμα στην εργασία και εργασιακά διακιώματα, προστασία της οικογένειας, συνδικαλιστική ελευθερία, κλπ.) απευθύνονται στους ασθενέστερους κοινωνικά πληθυσμούς, η απόλαυση τους στην καθημερινή πρακτική έχει περιορισθεί και γίνεται, καταρχήν, από τους πληθυσμούς που απολαμβάνουν και διευρυμένα ατομικά ή αστικά δικαιώματα (ατομική ελευθερία, ιδιοκτησία, δικαίωμα στην επιλογή εργασίας, μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση, κλπ). Ετσι το κοινωνικό δικαίωμα που από τη φύση του προορίζεται για τον οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερο, κατοχυρώνεται σ’ αυτόν που είναι ήδη κατοχυρωμένος οικονομικά και κοινωνικά και που απολαμβάνει πλήρη ατομικά δικαιώματα, όπως τη συμμετοχή του στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, την προστασία της ιδιοκτησίας του, κα. Κατά συνέπεια δεν έχει μεγάλη ανάγκη από το κοινωνικό δικαίωμα. Παραδοσιακά, το κοινωνικό δικαίωμα επιτελεί μία διαδικασία αποεμπορευματοποίησης, αποσυνδέει δηλαδή τη λήψη του δικαιώματος από τους κανόνες της αγοράς με στόχο την καθολική συμμετοχή σ΄ αυτό. Γι αυτό ταυτίστηκε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προστασία ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης. Ομως εξελίσσεται σ΄ έναν παράγοντα εμπορευματοποίησης της ενεργούς συμμετοχής στους θεσμούς, δηλαδή εμπορευματοποίησης της διαδικασίας κοινωνικής ενωμάτωσης. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου και της κοινωνίας δεν περνάει μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους σ’αυτήν, αλλά μέσα από την κατοχύρωση της συμμετοχής τους στην ελεύθερη αγορά. Με την έννοια αυτή, η ιδιότητα του πολίτη (φορέα και υποκείμενο δικαιώματος) υποχωρεί απέναντι στην ιδιότητα του κατανάλωτη (υποκείμενο αγοραστικής δύναμης). <br />Η συρρίκνωση στην άσκηση των κοινωνικών δικαιώματων γνωρίζει πολλές εκφάνσεις. Αρχικά καταγράφεται μία συρρίκνωση ως προς τους πληθυσμούς που έχουν πρόσβαση σ’ αυτά. Το παράδειγμα του τσιγγανόπαιδου αλλά και πολλών άλλων ευπαθών ομάδων είναι χαρακτηριστικό. Εάν πριν από τριάντα χρόνια το παιδί μιας τσιγγάνικης οικογένειας δεν πήγαινε στο σχολείο, γιατί δε γνώριζε καν αυτή του την υποχρέωση και γιατί το οικογενειακό και πολιτισμικό περιβάλλον το απέτρεπε απ’ αυτό, σήμερα το παιδί αυτό μετά από μία «ιδιαίτερη εκπαίδευση» έχει κοινωνικοποιηθεί ώστε να επιζητά το σχολείο και σε κάθε περίπτωση να γνωρίζει ότι πρέπει να πάει σο σχολείο. Ομως στην καθημερινή πρακτική εμφανίζονται τόσα εμπόδια στη συμμετοχή του σ’ αυτό που ακυρώνουν στην πράξη το δικαίωμα στην εκπαίδευση (απροθυμία της σχολικής κοινότητας να το εγγράψει, αντιδράσεις από θεσμικά όργανα της τοπικής κοινωνίας και του σχολείου, κλπ.). Αρα, υπάρχει μία ιδεολογική και μία πραγματική μετατόπιση του προβλήματος. Ιδεολογική γιατί όλοι αποδέχονται ότι το δικαίωμα στην υποχρεωτική εκπαίδευση αφορά το σύνολο της κοινωνίας (θεσμικά το δικαίωμα είναι κατοχυρωμένο), όμως μπροστά στη «δυσάρεστη» πραγματικότητα της συγκεκριμένης συμμετοχής δεν υπάρχουν τα κοινωνικά εκείνα μέσα για να εγγυηθούν την πρόσβαση, όταν τα θεσμικά δεν αρκούν. <br />Το παράδειγμα του οικονομικού μετανάστη δεν είναι καθόλου διαφορετικό. Ενώ ο νομιμοποιημένος μετανάστης χαίρει θεσμικά του συνόλου των κοινωνικών δικαιωμάτων και ίσης πρόσβασης στους θεσμούς με τον Ελληνα πολίτη, ωστόσο μία μακριά αλυσίδα νομιμοποιημένων κοινωνικά διακρίσεων σε βάρος του που γίνονται ανεκτές, παρεμποδίζει την πρόσβαση στους θεσμούς και στα δημόσια αγαθά. Είτε αυτή η διάκριση μεταφράζεται σε αδήλωτη εργασία με τις γνωστές συνέπειες, είτε σε αδυναμία πρόσβασης σε μία αξιοπρεπή κατοικία, είτε στο σύστημα δημόσιας υγείας ή στη δημόσια εκπαίδευση, η πραγματική συμμετοχή του τον οδηγεί σε μία υποδεέστερη, στιγματισμένη και ελλιπή απόλαυση αυτών των δημόσιων αγαθών έως την παντελή στέρησή τους ανάλογα με την περίπτωση. <br />Ομως η συρρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στο περιεχόμενό τους. Τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται στην καταγωγή τους με την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική συμμετοχή. Για την ακρίβεια δημιουργήθηκαν για την ενδυνάμωση αυτών των δύο κοινωνικών συνιστωσών. Όμως όλο και περισσότερο σήμερα συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, το εργασιακό καθεστώς και την αγοραστική δύναμη. Η συρρίκνωσή τους επέρχεται κατά συνέπεια άμεσα και αναγκαία σε μία περίοδο όπου η μισθωτή εργασία όλο και περισσότερο αποδυναμώνεται ή αντικαθιστάται από ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Το ποσοστό των ανασφάλιστων και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν και εργαζομένων, αυξάνει συνεχώς, σε κάποιες δε χώρες αγγίζει το 30% του εργατικού δυναμικού. <br />Η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορά και στην ερμηνεία τους και εδώ φτάνουμε στην πηγή του σημερινού προβλήματος και ίσως στην πλέον ανησυχητική εξέλιξη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταπολεμικά. Εάν ο σχεδιασμός και η άσκηση της κοινωνικής πολιτικής βασίζεται ουσιαστικά στην εγχειρηματική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων για την εκάστοτε περίοδο και την εκάστοτε κοινωνία, σήμερα το κράτος αναγκάζεται να ασκήσει μία κοινωνική πολιτική που να στηρίζεται σε ανθρωποκεντρικές παροχές μιας αστικής ελίτ, υπό τον όρο της ενεργούς συμμετοχής στη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων. Ετσι όποιος εκπίπτει ή δεν δύναται ελλείψει κοινωνικού κεφαλαίου, να παρακολουθήσει αυτόν το θεμελιώδη κανόνα της συμμετοχής στερείται αυτόματα και του δικαιώματος να κατοχυρώσει τα δικαιώματά του, χωρίς, προς το παρόν τουλάχιστον, να υπάρχει ένα δίχτυ αποτελεσματικής προστασίας που να του διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας. <br />Τα τρια αυτά βασικά επίπεδα κατανόησης των κοινωνικών δικαιωμάτων έχουν πληγεί. Το κοινωνικό δικαίωμα ιστορικά έχει θεσπιστεί για να περιορίσει την άλογιστη άσκηση του ατομικού δικαιώματος και της αστικής ελευθερίας. Ομως σήμερα τα αστικά και ατομικά δικαιώματα αναπτύσσονται σε βάρος των κοινωνικών. Ακόμη και τα πολιτικά δικαιώματα υποτάσσονται στην πράξη στη λογική των ατομικών δικαιωμάτων. Και ενώ ένα «νέο» κοινωνικό κράτος καλείται να αναλάβει δραστικά το ρόλο του, στην πραγματικότητα και κάτω από τη σύγχυση που προκαλεί η εννοιολογική ταύτιση των δικαιωμάτων σε ανθρώπινα γενικά και αόριστα και την επικράτηση της ιδιότητας του πολίτη με τα χαρακτηριστικά που αναλύσαμε, ο συσχετισμός μεταξύ ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλάζει στο εσωτερικό τους σε βάρος των τελευταίων. Αρα το κοινωνικό κράτος καλείται να δράσει, έχοντας όμως στερηθεί το σημαντικότερο εργαλείο του που είναι η διασταλτική ερμηνεία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η εξέλιξη στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας με τα σημερινά χαρακτηριστικά δεν είναι καθόλου ικανοποιητική και πολύ ανησυχητική.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-58406155754408804412009-12-28T11:57:00.002+02:002009-12-28T11:58:34.095+02:00O ΧΡΟΝΟΣ, Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ…Ιωάννα Καυτανζόγλου<br />Πανεπιστήμιο Αθηνών<br /><br />Ο χρόνος αποτελεί ένα συνεχές διακύβευμα, εισχωρεί παντού. Ανέκαθεν ο έλεγχος του χρόνου προβλημάτιζε την εξουσία. Στην Ελληνική μυθολογία, η κατάργηση της ροής του, η άρνηση του μέλλοντος, αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία των σχέσεων του Κρόνου, (βασιλιά των Τιτάνων και πατέρα του Δία) και του Χρόνου (της απαρχής του σύμπαντος). Η σύγχυση και ταύτιση του Χρόνου με τον πατροκτόνο Κρόνο, η υποκατάσταση του Κρόνου με το Χρόνο έχει δημιουργήσει ένα άλυτο μέχρι σήμερα αίνιγμα, στο οποίο εμπλέκονται ο χρόνος, ο χώρος, η εξουσία, η βία και το θείο. Στην Κίνα, η ρύθμιση του χρόνου αποτελούσε προνόμιο της υπέρτατης εξουσίας: οι αυτοκράτορες είχαν την αποκλειστική κατοχή και χρήση των ωρολογιών, ώστε ούτε οι μανδαρίνοι να μην διαθέτουν δικό τους χρόνο, και να είναι αδιάκοπα στη διάθεσή τους. Η Γαλλική Επανάσταση όπως και το Σοβιετικό καθεστώς θεσπίσαν νέα ημερολόγια με δηλωμένους στόχους την εξορθολογισμό, την εμπέδωση του νέου, τη ρήξη με το παρελθόν, τον περιορισμό ή και την κατάργηση της θρησκείας, γνωρίζοντας ότι o χειρισμός του χρονολογικού χρόνου αποτελεί αποτελεσματικότατο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Τα Ευρωπαϊκά Κράτη με το σχολείο , μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσης, πέραν της μετάδοσης των γνώσεων, επέβαλαν την έννοια του ωραρίου και την πειθαρχία της εργασίας στα παιδιά. <br />Ο χρόνος είναι και πολιτικό διακύβευμα. Η δημοκρατία, ως κοινωνικός βίος των πολιτών, απαιτεί και τις τρείς διαστάσεις του χρόνου: το παρελθόν όπως και το μέλλον εδραιώνονται μέσα στο παρόν. Έτσι, στο διήγημα 1984 του Orwell, o Μεγάλος Αδελφός εξασφαλίζει την απόλυτη κυριαρχία του καταργώντας το παρελθόν και το μέλλον. Η λήθη, ως απώλεια της μνήμης κάνει αδύνατη τη συγκράτηση του παρελθόντος, της ιστορίας’ το μέλλον ταυτίζεται με το παρόν, δεν αποτελεί παρά μια μίζερη απομίμησή του. Στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού η ιστορία έχει σταματήσει, οι υπηκοοί του ζουν σ’ έναν κόσμο του παρόντος.<br />Με την ίδια ένταση, ο χρόνος απασχολεί τον άνθρωπο, ο οποίος προσπαθούσε πάντα να τον ελέγξει, αν όχι να τον καταργήσει . Η αυτό-τοποθέτησή μας εκτός χρόνου, η μη-ενασχόληση μαζί του, δεν είναι όμως εφικτές. Τον υπομένουμε, προσπαθούμε να τον παρατείνουμε ή να τον συντομεύσουμε, ανάλογα… Υπάρχει ο αντικειμενικός, ο συλλογικός, κοινός για τα μέλη της ομάδας ή της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και ο υποκειμενικός, ο βιωμένος. Προσλαμβάνουμε το χρόνο ως αναστρέψιμο, όταν σχηματίζουμε την εντύπωση της ομοιότητας με την επανάληψη των καθημερινών μας πράξεων, συγχέοντας την επανάληψη με την αναστρεψιμότητα. Τον αντιλαμβανόμαστε ως μη-αναστρέψιμο με τη (δύσκολη) αποδοχή του θανάτου. Ζούμε σε πολλούς χρόνους και αδυνατούμε να «εξέλθουμε» από το χρόνο.<br />Μας προσδιορίζει επειδή σε κάθε κοινωνία κυριαρχεί ένας θεσμοθετημένος κοινωνικός χρόνος. Το κάθε πολιτιστικό και κοινωνικό σύνολο οργανώνει το χρόνο, δημιουργεί τη δική του παράσταση του χρόνου, και η κυρίαρχη αυτή πρόσληψή του βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα, με τα βασικά της στοιχεία. Έτσι, έχουμε στη διάρκεια της ιστορίας διαφορετικούς κοινωνικούς χρόνους, με άλλα λόγια κάθε κοινωνία επεξεργάζεται στο πλαίσιο της κουλτούρας της μια αντίληψη του χρόνου την οποία αποδέχονται και μεταχειρίζονται τα μέλη της για να ρυθμίζουν τις δραστηριότητές τους. <br />Στην Ευρώπη όσο ο κυρίαρχος κοινωνικός χρόνος είναι εκείνος της Εκκλησίας, ο χρόνος αποτελεί κάτι το άϋλο, που στα χέρια των μοναχών τίθεται στην υπηρεσία της λατρείας του Θεού’ είναι σύμφωνα με την Εκκλησία ένα θείο δώρο που εξορθολογίζεται για να ρυθμίζει στα μοναστήρια τη λατρεία και τις αγροτικές εργασίες. Δεν έχει ακόμα ουδεμία σχέση με το χρήμα ή το κέρδος. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και όσο μειώνεται η ένταση της λατρείας στη διάρκεια της μακράς πορείας προς την εκκοσμίκευση, ο χρόνος γίνεται στις πόλεις και στα χέρια των εμπόρων ένα μέσο που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη και τη ρύθμιση της οικονομίας. Είναι ο λεγόμενος χρόνος των εμπόρων, που θα συνδεθεί με το κέρδος, θα οργανώσει το εμπόριο, την εργασία και τις κρατικές λειτουργίες. Για να καταλήξει να ταυτίζεται με το χρήμα, όπως το διατύπωσε γλαφυρά ο Benjamin Franklin με τη γνωστή του ρήση: «ο χρόνος είναι χρήμα». Ο χρόνος είναι πλέον εμπεδωμένος στην οικονομία, είναι ένα οικονομικό αγαθό σε σπάνη, στο πλαίσιο μιας οικονομίας του χρόνου. Αν στις προ-βιομηχανικές κοινωνίες, το έργο υπερτερούσε του χρόνου κατασκευής και ολοκλήρωσής του, στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντίθετο. Την ποιοτική οργάνωση του χρόνου αντικαθιστά η ποσοτικοποίησή του. Πρόκειται για ένα χρόνο μεταλλαγμένο μέσα από διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες (όπως λ.χ. τα ωρολόγια), που έχει μετατραπεί και σε κάτι το ποσοτικοποιήσιμο: έχει γίνει εμπόρευμα. <br />Πώς εμπλέκεται ο χρόνος με την εργασία; πώς αλληλο-καθορίζονται ; Η μακρά διαδικασία εμπέδωσης του καπιταλισμόυ αναδεικνύει τους παράλληλους βίους της εργασίας και του χρόνου, ως προς την συνεχή εμπορευματοποιησή τους. Στην βαθμιαία υποταγή της κοινωνίας στην αγορά, περιλαμβάνεται και η μετατροπή του χρόνου, όπως και της εργασίας, σε εμπορεύματα. <br />Ο χρόνος-εμπόρευμα κατέχει κεντρική, καθοριστική θέση εφόσον όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης, έχουν ως μέτρο το χρόνο εργασίας. Ο προσδιορισμός της αξίας για οποιαδήποτε ανταλλαγή αγαθών γίνεται πλέον με αναφορά στον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους, καμία ανταλλαγή αγαθών δεν είναι εφικτή χωρίς τη διαμεσολάβηση αυτού του ποσοτικοποιημένου χρόνου. Ο χρόνος εργασίας είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πώλησης και ελέγχου. Ο χρόνος αυτός είναι λοιπόν αναπόσπαστο τμήμα των εργασιακών σχέσεων. Βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων άρα και των αντιθέσεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με άλλα λόγια ο χρόνος αποτελεί έκφραση της ταξικής πάλης. Είτε πρόκειται για παλαιότερες εξεγέρσεις ενάντια στην επιβολή της εργοστασιακής , «χρονικής» πειθαρχίας, είτε για διενέξεις ως προς το εύρος της εργάσιμης εβδομάδας ή για πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις σε ότι αφορά τις συμβάσεις εργασίας ή ακόμα σύγχρονες διαμάχες για την ευελιξία ή την ευασφάλεια, σε όλες αυτές τις αντιθέσεις, ο χρόνος είναι αντικείμενο εξουσίας, αποτυπώνει τις σχέσεις εξουσίας. <br />Στις εργασιοκεντρικές κοινωνίες όπως αυτή στην οποία ζούμε, η εργασία αποτελεί ένα ολικό, συνολικό, κοινωνικό φαινόμενο. Καθορίζει τις θεσμοθετημένες κοινωνικές διαφορές και αντιφάσεις μεταξύ μισθωτών- επιχειρηματιών, πλουσίων- φτωχών, κυρίαρχων- κυριαρχημένων. Παρακινεί την κοινωνία στο σύνολό της. Κατέχει σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων, παρά τη συνεχή μείωση του χρόνου εργασίας. Μπορεί επίσης οι θέσεις εργασίας να σπανίζουν και οι εργαζόμενοι να γίνονται όλο και πιο ευάλωτοι, ποτέ όμως η ίδια η εργασία, ως πηγή πλούτου και κέρδους, δεν ήταν τόσο κεντρική στη διαδικασία δημιουργίας της αξίας. Η θέση της εργασίας, οι μορφές της αλλάζουν και η ίδια η εργασία βάλλεται. ‘Όμως συνεχίζει να είναι καθοριστική και στη διαδικασία αναγνώρισής μας από τους άλλους’ η κοινωνική ταυτότητα συνεχίζει να «περνά» από την επαγγελματική/εργασιακή ταυτότητα, και όπως η ταυτότητά μας προσδιορίζεται από την εργασία ή τη μη-εργασία, το ίδιο ισχύει και για το χρόνο: η εργασία είναι βασικός συντελεστής του κοινωνικού χρόνου. Με άλλα λόγια, η εργασία συμβάλλει στον προσδιορισμό του κοινωνικού χρόνου, τον καθορίζει. Η δε απουσία της ή ο ευέλικτος ή ακόμα ο επισφαλής της χαρακτήρας, δημιουργούν κενά και στρεβλώσεις στο χρόνο.<br /> Ο χρόνος των κοινωνικά αποκλεισμένων αλλοιώνεται. Η απώλεια, η ρήξη του κοινωνικού δεσμού συνεπάγεται την αδυναμία επικοινωνίας , ανταλλαγών , συναναστροφής όπως και πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία’ τα κοινά σημεία αναφοράς εκλείπουν. Οι λεγόμενοι υπεράριθμοι, μη –απασχολήσιμοι, των οποίων η ιδιότητα ως πολίτες απειλείται, εκτοπίζονται και τοποθετούνται σε έναν χρόνο εκμηδενισμένο, στο βαθμό, στη κλίμακα μηδέν του χρόνου. Δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τοποθετηθούν μέσα στο χρόνο, να προγραμματίσουν οτιδήποτε που να τους αφορά, έχει εκλείψει γι’ αυτούς η δυνατότητα καθορισμού στόχων. Ο χρόνος τους είναι ένας χρόνος μειωμένος ως προς τις βασικές του διαστάσεις, ρυθμίζεται διαφορετικά, δεν ανταποκρίνεται στον κυρίαρχο κοινωνικό χρόνο. <br /> Ο χρόνος των ανέργων διαστρεβλώνεται: η ανεργία αποτελεί μια αναγκαστική, μη-ηθελημμένη κοινωνική αποχή και βιώνεται ως μια κατάπτωση. Τα όποια ορόσημα μέσα στο χρόνο εξαφανίζονται, δυσχεραίνοντας την επικοινωνία των ανέργων με τους άλλους. Ο χρόνος τους δεν είναι σαν το δικό τους, η χρήση του όπως και η ροή του είναι διαφορετικές. Δε γεμίζει ΄ δεν έχει όμως τίποτα να κάνει με τον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος είναι μεν χρόνος μη-εργασίας, αλλά έχει παραχθεί και αποσπασθεί από τον εργοδότη ως οικονομικός χρόνος. Ο χρόνος των ανέργων είναι ένας χρόνος κενός. Όπως απαξιώνονται οι ίδιοι οι άνεργοι, απαξιώνεται και ο χρόνος τους. <br />Ο χρόνος των ευέλικτων εργαζομένων απορυθμίζεται, η οργάνωσή του είναι συνεχώς υπό αίρεση, τα ωράριά τους μεταβάλλονται ακατάπαυστα. Η ευελιξία παρεμβαίνει αποδιοργανώνοντας τους συλλογικούς ρυθμούς της οικογένειας ενώ δυσχεραίνει τη συμμετοχή στην κοινωνία και στα κοινά. Οι ευέλικτοι εργαζόμενοι υποτάσσονται στις διακυμάνσεις, στους ρυθμούς της αγοράς. Ο χρόνος της αγοράς τους εξαναγκάζει σε μια συνεχή προσαρμογή. <br />Ο χρόνος των πρεκάριων και της επισφάλειας είναι εκείνος της αβεβαιότητας, όπου το μέλλον δεν υπάρχει παρά μόνο με τη μορφή ερωτηματικών. Ο χρόνος αυτός δεν προσφέρεται για διαχείριση, κάθε τέτοια προσπάθεια φαίνεται αδύνατη ή καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία. Η ανασφάλεια σημαίνει και την αδυναμία τοποθέτησης μέσα στο χρόνο. <br />Για όλους εκείνους και εκείνες, οι διαστάσεις του χρόνου περιορίζονται στο παρόν και σε κάποιες αναφορές στο παρελθόν, ενώ το μέλλον έχει παύσει να είναι προσλήψιμο. Ο χρόνος ο πλήρης, με αντικείμενο, με στόχο που παρέχει ικανοποίηση, έχει εκλείψει. Κυριαρχεί μια αδυναμία αποστασιοποίησης από το επείγον, από την αναγκαιότητα. Αποκλεισμένοι, άνεργοι, ευέλικτοι, επισφαλείς είναι καταναγκασμένοι να ζουν στο άμεσο παρόν, σε μια χρονικότητα λειψή.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-32123463849806049042009-12-28T11:57:00.001+02:002009-12-28T11:57:56.746+02:00Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΗ-ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣΌΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ<br />ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<br /> <br />Ο ρόλος των ΜΚΥΟ και των φορέων της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί σημείο αιχμής στην άσκηση ης σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Αν και στο βάθος της ιστορικής εξέλιξης των συλλογικών μορφών κάλυψης αναγκών είτε υποκαθιστούσαν είτε συμπλήρωναν την κρατική παρέμβαση, η σχετικά πρόσφατη επίσημη συμπερίληψή τους στην προώθηση ενεργητικών πολιτικών κοινωνικής ένταξης σηματοδοτεί μία εταιρική σχέση με το κράτος και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έγινε σταδιακά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, συμπεριέλαβε όμως την αλλαγή- ή τη δημιουργία νέου- θεσμικού πλαισίου και την στήριξη επιστημονικών ερευνών για την κατανόηση του «τρίτου τομέα» και την χρηστική καταγραφή των φορέων του.<br />Το φάσμα των τομέων όπου δραστηριοποιούνται οι φορείς αυτοί είναι μεγάλο. Περιλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος, την προάσπιση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, τον πολιτισμό, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Σε συνθήκες αποδόμησης της εργασίας και αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, ακόμα δε περισσότερο στις παρούσες συνθήκες της οικονομικής και βαθύτερα κοινωνικής κρίσης, οι κοινωνικές επιχειρήσεις εργασιακής ένταξης (WISE) και οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί υποστηρίζονται ως δόκιμες μορφές μιας αναδυόμενης «αλληλέγγυας οικονομίας» που μπορεί να συνδυάσει με επιτυχία οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. <br />Στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρόλο που – κυρίως εξαιτίας των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και πολιτικών – οι ΜΚΥΟ έχουν διευρύνει το ρόλο τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους έχει ανατεθεί – εκ των πραγμάτων ή και μέσω θεσμοθέτησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– μέρος της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική οικονομία και τους ΜΚΥΟ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τους ίδιους τους φορείς, τους αποδέκτες των υπηρεσιών τους και τους εργαζόμενους - αμειβόμενους και εθελοντές.<br />Σε αυτό προστίθεται η ελλιπής επιστημονική ανάλυση, εννοιολόγηση και οριοθέτησή του σε σχέση με το κράτος, την αγορά και τον οικιακό χώρο. Προσπάθειες προσδιορισμού κριτηρίων για την ένταξη οργανώσεων και πρωτοβουλιών σε βάσεις δεδομένων και μητρώα, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία γνώση και κατανόηση του πολύπλοκου και δυναμικού αυτού κοινωνικού χώρου, δεν έχουν αποδώσει καρπούς, <br />Ωστόσο, οι επιταγές της εφαρμογής πολιτικών, της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και της αντιμετώπισης άμεσων και πιεστικών αναγκών κοινωνικής προστασίας και φροντίδας, ωθούν στην υλοποίηση προγραμμάτων σε θεσμικό κενό, με απουσία κριτηρίων ποιότητας, συντονισμού και ελέγχου, όπου η επιλογή των φορέων της κοινωνικής οικονομίας συχνά γίνεται αποσπασματικά, ευκαιριακά ή /και πελατειακά. Έτσι, φορείς με γνώση, εμπειρία και ικανά στελέχη δεν αξιοποιούνται, ή αναγκάζονται να συνυπάρχουν με άλλους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για ποιοτική παρέμβαση. Από την άλλη πλευρά, οι υποχρεώσεις του εκάστοτε αρμόδιου κρατικού φορέα δεν είναι ξεκάθαρες, δεδομένων των ασαφειών, και σε ορισμένες περιπτώσεις της έλλειψης σωστών συμβάσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται. Χαρακτηριστική περίπτωση των ανωτέρω είναι η πρόσφατη εμπειρία από τον χώρο της ψυχικής υγείας με πρωταγωνιστές το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τους ΜΚΥΟ του δικτύου ΑΡΓΩΣ, στους οποίους έχει ανατεθεί από το Υπουργείο ως αρμόδιο φορέα η λειτουργία ενός σημαντικού αριθμού δομών φροντίδας και ψυχοκοινωνικής επανένταξης (οικοτροφείων, ξενώνων και προστατευόμενων διαμερισμάτων) στα πλαίσια του προγράμματος ΨΥΧΑΡΓΩΣ. Το κράτος, μετά την αρχική περίοδο χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί για τη βιωσιμότητα των δομών – από δημόσιους φορείς και ΜΚΥΟ που επιτελούν δημόσιο έργο – καθώς και για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος που συνεπάγεται ουσιαστική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με εξάλειψη – μεταξύ άλλων – της ασυλικής μορφής προστασίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται υπό επιτήρηση από την Ε.Ε. και για την ψυχική υγεία, καθώς οφείλει να τηρήσει όλους τους όρους και τις προθεσμίες που έχουν τεθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο Κο Σπίντλα. Μέχρι αυτή τη στιγμή το κράτος δεν έχει τηρήσει τις βασικές του δεσμεύσεις για την βιωσιμότητα των δομών και τη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τους ΜΚΥΟ ώστε να λειτουργούν με κριτήρια ποιότητας, έλεγχο και διαφάνεια. Αυτό δημιούργησε συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας και καταπάτησης δικαιωμάτων τόσο των ασθενών, όσο και των εργαζομένων. Υπήρξαν – και ακόμα υπάρχουν – δομές που δεν έχουν χρήματα για την πληρωμή του ενοικίου, των λογαριασμών και για την επάρκεια τροφίμων, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν μείνει απλήρωτοι για διαστήματα πολλών μηνών. Το συντονιστικό όργανο του δικτύου έχει προσφύγει στο Συνήγορο του Πολίτη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ οι προτάσεις του έχουν εισακουσθεί από τον επίτροπο. <br />Για τους εργαζόμενους στις δομές αυτή η δοκιμασία ανέδειξε την επισφαλή θέση τους. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε ένα ανάλγητο και αναξιόπιστο κρατικό μηχανισμό, στις ανάγκες ευάλωτων ανθρώπων των οποίων έχουν την ευθύνη και σε μία φοβική περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση αναρωτιόντουσαν ποιος τελικά είναι ο εργοδότης: τους και προς ποια κατεύθυνση να διεκδικήσουν. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η πικρία και η αγωνία όλων των εμπλεκόμενων μερών οδήγησε πολλές φορές σε εσωτερικές συγκρούσεις, κατατρεγμό ανθρώπων και αίσθημα ματαίωσης. <br />Σημαντικά ζητήματα τίθενται επίσης με την απασχόληση ευάλωτων ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας για την οποία τόσος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια. Η εμπειρία πολλών ευρωπαϊκών χωρών (και όχι μόνο) αναδεικνύει τις ευεργετικές πλευρές αλλά και τα προβλήματα αυτού του χώρου.<br />Η Ε.Ε. προωθεί την κοινωνική επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα με τη μορφή των κοινωνικών επιχειρήσεων και των κοινωνικών συνεταιρισμών. Το δυνατό σημείο τους είναι ο συνδυασμός οικονομικών και κοινωνικών στόχων και η δυναμική που αναπτύσσουν για την ένταξη στην αγορά εργασίας – η οποία θεωρείται ως ο αποφασιστικός παράγοντας κοινωνικής ένταξης και επανένταξης. Έτσι, άνθρωποι οι οποίοι αλλιώς καταδικάζονται να είναι παθητικά αντικείμενα πολιτικών και προνοιακών παροχών γίνονται ενεργά υποκείμενα. Για κείνους αυτό σημαίνει δυνατότητα και ποιότητα ζωής, για το κοινωνικό σύνολο ενίσχυση της συνοχής, για το κράτος εξοικονόμηση πόρων, αφού όχι μόνο δεν «κοστίζουν», αλλά παράγουν και συμβάλλουν μέσω των εισφορών τους στην ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων.<br /> Στην Ελλάδα ένα σημαντικό παράδειγμα θεσμοθετημένης, καινοτόμας μορφής κοινωνικής οικονομίας αναδεικνύει τη δυναμική αλλά και τις αντιφάσεις μιας τέτοιας προοπτικής. Πρόκειται για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης Ευθύνης (ΚοιΣΠΕ), του νόμου 2716/1999 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που δημιουργούν ουσιαστικές προϋποθέσεις απασχόλησης για ψυχικά πάσχοντες, ενώ συγχρόνως συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη. Αν και υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, δεν έχουν τη στήριξη που χρειάζεται για να αποδώσουν καρπούς. Οι πιο πετυχημένοι παλεύουν άνισα στο ανταγωνιστικό κλίμα της αγοράς σε συνθήκες κρίσης, ενώ κάποιοι που ελέγχονται στενά από τα ψυχιατρεία προσφέρουν υποτυπώδη απασχόληση στους ψυχικά ασθενείς χωρίς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους ως εργαζομένων και προοπτική ουσιαστικής ένταξης. Η παρούσα τάση είναι να θεωρείται αυτή η απασχόληση ως ένα είδος δια βίου εκπαίδευσης με ευεργετικά θεραπευτικά αποτελέσματα, ή έστω ένα στάδιο προετοιμασίας για την ένταξη στην αγορά εργασίας.<br />Τελικά το μείζον ερώτημα είναι: Μπορούν οι ΜΚΥΟ να αντιτάξουν ένα εναλλακτικό μοντέλο απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, αξιοποίησης διαφορετικών μορφών εργασίας και άλλης αντίληψης για την οικονομία; Τι γνωρίζουμε γι’ αυτούς ως εργοδότες; Ποιες είναι οι συνθήκες στον χώρο εργασίας, πως εφαρμόζεται η ευελιξία και με τι επιπτώσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων; Τηρούνται αρχές υγιεινής και ασφάλειας, ισότητας των φύλων και προστασίας του περιβάλλοντος; ενθαρρύνεται η συμμετοχή των χρηστών και των εργαζομένων;<br />Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί από την οπτική της απασχόλησης και της κοινωνικής ένταξης αυτός ο υβριδικός, δυναμικός, δημιουργικός και αντιφατικός χώρος. Και στη βάση της γνώσης των πραγματικών δεδομένων να θεσμοθετηθεί ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας του για την παραγωγή υπηρεσιών με υψηλή ποιότητα και ευθύνη. <br /> Όχι επειδή το ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επειδή το ζητούν οι ίδιοι οι αποδέκτες των υπηρεσιών και οι οικογένειές τους, καθώς και όλοι εκείνοι που θεωρούν εαυτούς φορείς κοινωνικής ευθύνης ως εργαζόμενοι, ως συνάνθρωποι και ως πολίτες.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-677865381986624952009-12-28T11:53:00.002+02:002009-12-28T11:56:55.678+02:00ΜΠΟΡΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ;Λευτέρης Κρέτσος<br />Πανεπιστήμιο Coventry και Aberdeen Business School, UK<br /><br />Σύμφωνα με σχετικές μελέτες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας η ένταξη νέων εργαζόμενων στα συνδικάτα αποτελεί μια από τις πλέον βασικές προτεραιότητες του εργατικού κινήματος παγκοσμίως. Πολλοί ερευνητές τονίζουν ότι το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος εξαρτάται από το πώς το ίδιο θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε δύο βασικές προκλήσεις.<br />Η πρώτη σχετίζεται με το πώς οι συνδικαλιστικές δομές και στρατηγικές μπορούν να αλλάξουν, ώστε να διασφαλίζουν την ικανότητα πρόσβασης και ανάπτυξης του συνδικαλισμού στο χώρο των υπηρεσιών, δεδομένης της συνεχούς τροτογενοποίησης της απασχόλησης. <br />Η δεύτερη πρόκληση αναφέρεται στο πώς τα συνδικάτα μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση των δημογραφικών αλλαγών, καθώς στις περισσότερες χώρες παρατηρείται μια σταδιακή γήρανση των συνδικάτων με τα περισσότερα μέλη να είναι άνω των 50 ετών. Παράλληλα τα συνδικάτα εμφανίζουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά πυκνότητας σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους και στο δημόσιο τομέα και όχι στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους κλάδους των υπηρεσιών, όπου κυριαρχεί η παρουσία των νεαρής ηλικίας εργαζόμενων (18-35 ετών).<br />Τα χαμηλά και εμφανώς χαμηλότερα ποσοστά των νέων έναντι των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων εντοπίζονται σε όλες τις χώρες, όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ακόμη και στην Ελλάδα δεν είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί πόσο λίγοι νέοι εργαζόμενοι είναι μέλη ενός σωματείου σε μια αλυσίδα supermarket ή σε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, ή ακόμη και σε υπηρεσίες κοινωνικού ή προσωπικού χαρακτήρα (πχ. Βοήθεια στο Σπίτι, κομμωτήρια κτλ.), οι οποίες και αυξάνουν διαχρονικά το μερίδιο τους στο σύνολο της απασχόλησης. <br />Η προβληματική σχέση των νέων με τα συνδικάτα δεν εξαντλείται όμως μόνο στα χαμηλά επίπεδα συνδικαλιστικής πυκνότητας. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι, με το πέρασμα του χρόνου, δεν μειώνεται μόνο ο αριθμός των νέων που είναι μέλη των συνδικάτων, αλλά παράλληλα έχει μειωθεί και ο αριθμός των νέων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Επιπλέον το ποσοστό μείωσης των νέων που είναι μέλοι των συνδικάτων είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό μείωσης των εργαζόμενων ώριμης ηλικίας. <br />Με άλλα λόγια τα συνδικάτα όχι μόνο ‘γερνούν’ με την πάροδο του χρόνου, αλλά και ‘γεροντοκρατούνται’ ακόμη περισσότερο, όταν την ίδια στιγμή τα μεγαλύτερα ίσως προβλήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και οι μεγαλύτερες ανάγκες προστασίας του κόσμου της εργασίας από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης εντοπίζονται στο χώρο των υπηρεσιών και ανάμεσα στις νέες γενιές εργαζομένων. Τα προβλήματα αυτά έχουν απασχολήσει πολύ σοβαρά την ερευνητική, ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. <br />Στην Ελλάδα, κατά παράδοξο τρόπο, αν και γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές και τα προβλήματα των νέων εργαζόμενων στην αγορά εργασίας (βλέπε τη διαμάχη για τα stage, τις πολυάριθμες αναλύσεις για την γενιά των 700 ευρώ, την παλαιότερη συζήτηση για τους συμβασιούχους του δημοσίου) σχεδόν δεν τίθεται ποτέ με τρόπο που δεν είναι απλά καταγγελτικός το ερώτημα γιατί οι νέοι δεν εντάσσονται στο συνδικαλιστικό κίνημα και πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αλλάξει. <br />Απουσιάζουν οι εμπεριστατωμένες και μεθοδολογικά συγκροτημένες μελέτες τόσο ως προς τους συνδικαλισμένους νέους, όσο και ως προς τους μη συνδικαλισμένους νέους αναφορικά με πώς αντιλαμβάνονται τα συνδικάτα και το ενδεχόμενο ένταξης τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Μια τέτοια έλλειψη ασφαλώς οδηγεί σε μια αντίστοιχη απουσία απαντήσεων και για το πώς και το αν τα συνδικάτα στην Ελλάδα μπορούν να αποτελέσουν τον μηχανισμό βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των νέων εργαζόμενων. <br />Πάντως από μια επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας ως προς το ζήτημα προκύπτει ότι οι νέοι δεν εντάσσονται στα συνδικάτα και στον ίδιο βαθμό με τους ώριμης ηλικίας εργαζόμενους για τρεις βασικούς λόγους:<br />i) εξαιτίας αρνητικών στάσεων ως προς τις αξίες του συνδικαλισμού και της εμφάνισης συμπτωμάτων αυξανόμενου ατομοκεντρισμού. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται μια διαγενεακή μετακίνηση του κόσμου της εργασίας ως προς το συνδικαλισμό και τις αξίες που πρεσβεύει με τους νέους εργαζόμενους να εμφανίζονται περισσότερο «λειτουργικοί» με ατομικές επιδιώξεις και να περιμένουν λιγότερα οφέλη από την ένταξη τους σε συλλογικές διαδικασίες και θεσμούς συλλογικής δράσης.<br />ii) εξαιτίας δομικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας και των περιορισμένων ευκαιριών συμμετοχής και ένταξης σε ένα εργατικό σωματείο. Στις σχετικές αναλύσεις τονίζεται η συχνή μετακίνηση των νέων εργαζόμενων με προσωρινές συμβάσεις εργασίας από ένα χώρο εργασίας σε ένα άλλο, οι θεσμικές δυσκολίες σύστασης σωματείου και κοινωνικότητας σε επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων (που κυριαρχούν στις υπηρεσίες) και η συχνά εχθρική στάση των εργοδοτών απέναντι στο ενδεχόμενο λειτουργίας επιχειρησιακού σωματείου. Τα προβλήματα αυτά καθιστούν δυσχερή τη συμμετοχή των νέων εργαζόμενων, κυρίως στις υπηρεσίες, τους εμποδίζουν να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους και να ενταχθούν τελικά στο χώρο της συνδικαλιστικής δράσης.<br />iii) εξαιτίας της ανεπάρκειας των κατάλληλων μηχανισμών προσέγγισης των νεων εργαζόμενων στις υπηρεσίες από τα ίδια τα συνδικάτα. Τα ίδια τα συνδικάτα δηλαδή αδυνατούν όχι μόνο να προσεγγίσουν τις ευρύτερες κατηγορίες ευπαθών νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες, αλλά και να πείσουν τους νέους εργαζόμενους ότι η συμμετοχή τους στο σωματείο μπορεί να βελτιώσει την εργασιακή τους κατάσταση. Στις αναλύσεις αυτές τονίζονται οι ανεπάρκειες των συνδικάτων στον τομέα της οργάνωσης και προσέλκυσης νέων μελών, τα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και η κυριαρχία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από ηγεσίες που δεν περιλαμβάνουν νέους εργαζόμενους (leadership gerontocracy) και ενδιαφέρονται πρωτίστως να προωθήσουν τα ζητήματα άλλων κατηγοριών εργαζομένων. <br />Εξετάζοντας διαχρονικά τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία όλες σχεδόν οι σύγχρονες αναλύσεις τείνουν να καταλήγουν στο ότι η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα των νέων στις υπηρεσίες οφείλεται σε δομικούς παράγοντες λειτουργίας τόσο της αγοράς εργασίας όσο και των συνδικάτων. Η ένταξη ή μη στα συνδικάτα δεν είναι ζήτημα ατομικών συμπεριφορών, αλλά μια εξέλιξη που συνδέεται με παράγοντες που δρούν εντός και εκτός των συνδικάτων, στο χώρο εργασίας και στο χώρο του συνδικάτου. Μια σειρά από σύγχρονες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι νέοι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν έχουν πρόβλημα με τον συνδικαλισμό, αλλά και ότι τον θεωρούν αναγκαίο.<br />Μια πρόσφατη μελέτη διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο 1984-2003 έχει αυξηθεί η αποδοχή των συνδικάτων με μόλις το 12% του δείγματος της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας στις χώρες της Ένωσης των 15 να διαφωνεί με την άποψη ότι τα συνδικάτα είναι απαραίτητα. Οι νέοι εργαζόμενοι και οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους και τους άνδρες ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας των συνδικάτων.<br /> Αξίζει να σημειωθεί από την συγκεκριμένη έρευνα ότι οι χώρες στις οποίες παρουσιάζεται πιο θετική εκτίμηση για το ρόλο των συνδικάτων είναι οι χώρες της Μεσογείου, όπου το πρόβλημα της απασχόλησης των νέων είναι ιδιαίτερα έντονο, με την Ελλάδα να εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό (89%) και την Πορτογαλία (85%), τη Γαλλία (80%), την Ισπανία (79%) και την Ιταλία (77%) να ακολουθούν. Άλλες έρευνες, όπως αυτή για την Ισπανία επισημαίνουν ότι οι επισφαλείς εργαζόμενοι εμφανίζουν πιο θετική στάση απέναντι στο συνδικαλισμό συγκριτικά με τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου.<br />Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με την εμφάνιση μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων κινητοποίησης νέων επισφαλών εργαζόμενων σε διάφορες υπηρεσίες (Justice for Janitors Campaign/ London Living Wage Campaign κτλ.) υποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι οι νέοι μπορούν να αγκαλιάσουν τον συνδικαλισμό και να ασπαστούν τις αξίες και την σκοπιμότητα της συνδικαλιστικής δράσης. Προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέχουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτα από όλα θα πρέπει να διευρυνθεί η συνδικαλιστικής παρουσία σε περισσότερους χώρους εργασίας. Δεύτερον, θα πρέπει η εσωτερική λειτουργία και οι στρατηγικές δράσεις των συνδικάτων να παρέχουν ουσιαστικές δυνατότητες έκφρασης της φωνής των νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες για τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εντός και εκτός του χώρου εργασίας τους. <br />Με άλλα λόγια η ύπαρξη συνδικάτου και συνδικαλιστικού εκπρόσωπου είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της επαφής με τους νέους εργαζόμενους, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στο χώρο των υπηρεσιών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν υπάρχει. Η επαφή αυτή ωστόσο δεν είναι ικανή από μόνη της να δημουργήσει μια βιώσιμη σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης, αν δεν συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ότι τα συνδικάτα θα κάνουν με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο τη δουλειά τους.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-20801543344834649262009-12-28T11:53:00.001+02:002009-12-28T11:53:53.340+02:00ΚΡΙΣΗ, ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΛΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗΤης Μαρίας Καραμεσίνη <br /><br />Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το κλείσιμο και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων αύξησε την ανεργία και μετατόπισε το συσχετισμό δύναμης ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της μισθωτής εργασίας, με αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις. <br /><br />Σ’αυτό το άρθρο θα ασχοληθώ με την διαλεκτική σχέση μεταξύ ανεργίας και ευελιξίας της αγοράς εργασίας στην Ε.Ε., στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης. Θα εστιάσω την προσοχή μου στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τις διευθετήσεις του εργάσιμου χρόνου και τη σχέση τους με την ανεργία, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορετικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση και την ανεργία στις χώρες της Ε.Ε. οφείλονται στο μίγμα μορφών ευελιξίας που προκρίνει κάθε εθνικό θεσμικό πλαίσιο, στις πολιτικές προσαρμογής της εργοδοσίας στη μείωση της ζήτησης και τις κρατικές πολιτικές.<br /><br />Σε αντίθεση με τις προηγούμενες υφέσεις που σημειώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι πρόσφατα, στην τρέχουσα κρίση οι επιχειρήσεις στις χώρες της Ε.Ε. αξιοποιούν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ατομικών) εργασιακών σχέσεων χωρίς να πιέζουν ιδιαίτερα για αλλαγές. Αυτό αποδεικνύει ότι οι αλλαγές της τελευταίας τριακονταετίας, που εντατικοποιήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχουν δώσει στην εργοδοσία μεγάλα περιθώρια ευέλικτης χρήσης του εργατικού δυναμικού εις βάρος των δικαιωμάτων ευρέων ομάδων εργαζομένων, κυρίως των νέων, των γυναικών, των λιγότερο ειδικευμένων, των μεταναστών. <br /><br />Οι προσωρινοί εργαζόμενοι δεν είναι μεν τα μόνα αλλά σίγουρα τα πρώτα θύματα της τρέχουσας κρίσης, όπως και στις προηγούμενες. Από την κρίση του 1991-1993 μέχρι σήμερα το ποσοστό των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στο σύνολο των απασχολούμενων έχει αυξηθεί στην Ε.Ε., ενώ η προσωρινή απασχόληση έχει διογκωθεί με τους συμβασιούχους έργου και τους ενοικιαζόμενους των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης, που έχουν πλέον νομιμοποιηθεί σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. <br /><br />Συγκεκριμένα, μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009, οι εργαζόμενοι με σύμβαση σταθερής απασχόλησης μειώθηκαν κατά 1,3% στην Ε.Ε. των 27, ενώ αυτοί με συμβάσεις προσωρινής εργασίας κατά 6,3%. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην Ισπανία, τη χώρα με την τεράστια εξάπλωση της προσωρινής απασχόλησης στην Ε.Ε., το 90% του συνόλου αυτών που απολύθηκαν μεταξύ Ιουνίου 2008 και Ιουνίου 2009 ήταν προσωρινά απασχολούμενοι. <br /><br />Μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων, αυτοί που εργάζονται σε εταιρείες προσωρινής εργασίας υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες με ετήσια μείωση 35% στην Ιταλία, 25% στη Γαλλία και 22-23% στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, οι συμβασιούχοι έργου (με μπλοκάκια) και οι μετανάστες απολύθηκαν μαζικά, αυτόματα και χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις της οικοδομής και των συναφών κλάδων, ενω το δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγεί σήμερα την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στην απόλυση των συμβασιούχων και stagiaires στο δημόσιο τομέα. Σε περίοδο κρίσης, η προσωρινή απασχόληση τροφοδοτεί τη μακροχρόνια ανεργία..<br /><br />Δεύτερη ιδιαιτερότητα της σημερινής κρίσης είναι η διάγνωση από τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών ότι μία κατάρρευση της ζήτησης των νοικοκυριών εξαιτίας μαζικών απολύσεων, σε συνδυασμό με τη χρηματοδοτική ασφυξία των επιχειρήσεων, θα οδηγούσε τις οικονομίες από μία αρχικά μεγάλη υποχώρηση του ΑΕΠ σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Αυτή η διάγνωση, μαζί με το πολιτικό αυτονόητο ότι ο περιορισμός των μαζικών απολύσεων αποτρέπει τις κοινωνικές εκρήξεις, οδήγησε τις μισές περίπου κυβερνήσεις της Ε.Ε. να δώσουν κίνητρα στις επιχειρήσεις για διατήρηση του προσωπικού τους μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας. <br /><br />Εξάλλου, οι μεγάλες επιχειρήσεις από μόνες τους αξιοποίησαν στο έπαρκο – κυρίως για το ειδικευμένο προσωπικό τους – προϋπάρχοντα σχήματα ελαστικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, στις χώρες όπου αυτά είναι εκτεταμένα. Επίσης προέβησαν σε μετατροπή αρκετών συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης και έκαναν χρήση των συστημάτων διαθεσιμότητας του προσωπικού, στις διαφορετικές εκδοχές τους. Μερικά από αυτά τα συστήματα αναβαθμίστηκαν ως προς τις παροχές και τη δυνατότητα πρόσβασης, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το περασμένο φθινόπωρο. Για παράδειγμα, στη Γαλλία η αποζημίωση για την περίοδο διαθεσιμότητας ανέβηκε από το 50 στο 60% του προηγούμενου μισθού, κατόπιν διαπραγματεύσεων των συνδικάτων με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Στη Γερμανία, η διάρκεια καταβολής του επιδόματος από το κράτος για την αναπλήρωση των χαμένων αποδοχών των εργαζομένων που δουλεύουν με μειωμένο ωράριο στις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν σημαντική πτώση των παραγγελιών, επεκτάθηκε από 6 σε 24 μήνες. Το επίδομα αυτό ανέρχεται στο 60% του ύψους της περικοπής (67% για εργαζόμενους με παιδιά). Στην Ιταλία, το CIG (Cassa Integrazione Guadagni) έφθασε τον περασμένο Απρίλιο να παρέχει αποζημιώσεις μισθού για ώρες που αντιστοιχούσαν στο 11% του συνόλου των ωρών εργασίας στην ιταλική βιομηχανία.<br /><br />Στην περίπτωση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, οι απώλειες μισθού δεν αναπληρώνονται καθόλου. Αλλά και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας/μειωμένου ωραρίου υπάρχουν απώλειες μισθού. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει δυσμενής μεταβολή των εργασιακών σχέσων για τους μισθωτούς (μισθοί, ασφαλιστικά δικαιώματα), αν και σε διαφορετικό βαθμό. Ωστόσο, τόσο η διαθεσιμότητα/μειωμένο ωράριο, όσο και η μερική απασχόληση θεωρούνται προτιμότερες λύσεις από την απόλυση και γι’αυτό και τα περισσότερα συνδικάτα στις χώρες της Ε.Ε. αναγκάζονται να διαπραγματευτούν παραχωρήσεις υπό τον εκβιασμό της ανεργίας, κατά κανόνα απηχώντας και τις απόψεις της πλειοψηφίας των μελών τους.<br /><br />Η προσπάθεια συγκράτησης της απασχόλησης μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας των πλήρως απασχολούμενων, υπήρξε πιο έντονη στη Γερμανία και την Αυστρία, σε όλες τις σκανδιναϋικές και σε ορισμένες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (Εσθονία, Σλοβακία, Σλοβενία). <br /><br />Ανεξαρτήτως πάντως των υποκειμενικών απόψεων, η ταχύτατη επέκταση της μερικής απασχόλησης αποτελεί γενικευμένη τάση στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Κι αυτό λιγότερο λόγω μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης προς αποφυγήν απολύσεων και περισσότερο διότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των προσλήψεων γίνεται με αυτό το είδος σύμβασης. Στην Ελλάδα, το 22,5% των νέων προσλήψεων μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2009 έγιναν με σύμβαση μερικής απασχόλησης (στοιχεία Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Οι νέες προσλήψεις σε θέσεις μερικής απασχόλησης ανήλθαν σε 85.433 έναντι 10.933 θέσεων μερικής απασχόλησης που δημιουργήθηκαν το ίδιο διάστημα από μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας. <br /><br />Δεδομένων των χαμηλότερων μισθών και δικαιωμάτων των μερικώς απασχολούμενων, αυτή η εξέλιξη στις εργασιακές σχέσεις είναι τόσο πιο αρνητική όσο πιο ατελής είναι η προστασία της μερικής απασχόλησης από το εθνικό θεσμικό πλαίσιο και όσο αυτή είναι μη ηθελημένη αλλά αναγκαστική επιλογή των εργαζομένων. Οι χώρες της Ε.Ε. με την μεγαλύτερη αύξηση της μερικής απασχόλησης μεταξύ δεύτερου τριμήνου του 2008 και 2009 ήταν όλες οι Βαλτικές χώρες, η Ιρλανδία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Δανία και η Ολλανδία. Αρκετά μεγάλη αύξηση σημειώθηκε και στην Ισπανία και Αγγλία.<br /><br />Τέλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκε η ανεργία των νέων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., ταυτόχρονα με τη συνέχιση της ένταξής τους στην απασχόληση μέσω συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και μαθητείας (π.χ. επέκταση προγράμματος μαθητείας στην Αγγλία). Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση μάλιστα θεωρεί ότι η αύξηση των θέσεων μαθητείας αποτελεί τον καταλληλότερο τρόπο παραμονής των νέων στην αγορά εργασίας μέχρις ότου παρέλθει η κρίση και δημιουργηθούν ξανά επαρκείς ποσοτικά και ποιοτικά θέσεις εργασίας.<br /><br />Συμπερασματικά, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ευέλικτες μορφές εργασίας διευκόλυναν την ταχύτερη προσαρμογή των επιχειρήσεων στη συγκυρία, μέσω της ανέξοδης και «αναίμακτης» αύξησης των απολύσεων, ενώ αποτελούν αυξημένο ποσοστό των νέων προσλήψεων. Αντίθετα, οι μορφές ευέλικτης διευθέτησης και (αναγκαστικής) μείωσης του εργάσιμου χρόνου συγκράτησαν τις απολύσεις και την αύξηση της ανεργίας, αλλά με τίμημα μειωμένες αποδοχές και δικαιώματα για τους πλήρως απασχολούμενους, των οποίων οι εργασιακές σχέσεις χειροτέρεψαν.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-16565191133994635082009-12-09T14:54:00.000+02:002009-12-09T14:55:45.667+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">ΤΟ Π.Δ. 407/80 ΚΑΙ Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<br />ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ<br />ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΜΕ ΤΟ Π.Δ. 407/80</span><br /><br /><br />Το ζήτημα των συμβασιούχων διδασκόντων με βάση το Π.Δ. 407/80 αποτελεί μία από τις πραγματικές ανοιχτές πληγές της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον το 20% του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ πανελλαδικά εργάζεται με αυτό το καθεστώς. Η αναλογία αυτή είναι πολύ πιο έντονη στα περιφερειακά Πανεπιστήμια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με τα στοιχεία της έναρξης του ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου οι συμβασιούχοι διδάσκοντες αποτελούσαν το 40% των διδασκόντων, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας το 44%, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο το 41%, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου το 80%. Και μόνο η κλίμακα των μεγεθών δείχνει ότι σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με κάλυψη προσωρινών αναγκών. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Ιδρυμάτων που καλύπτονται, στη βάση μιας σαφώς πολιτικής επιλογής, από προσωπικό που εργάζεται με ελαστική σχέση απασχόλησης.<br />Η συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει πολύ συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες εργασιακές και ακαδημαϊκές:<br />• Οι συνάδελφοι που εργάζονται με αυτό το καθεστώς ζουν σε ένα καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας. Δεν γνωρίζουν εάν, πότε, για πόσο και κάτω ποια συνθήκη θα εργαστούν. Αναγκάζονται να είναι οι πραγματικά «ιπτάμενοι» διδάσκοντες, εφόσον είναι προφανές ότι δύσκολα κανείς μετακομίζει μόνιμα για προσωρινή απασχόληση. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν και συνθήκη εργασιακής υποβάθμισης με συχνές καθυστερήσεις αρκετών μηνών για την πληρωμή τους ή και τον κίνδυνο περικοπής των αμοιβών τους, καθώς η τελική κατανομή των πιστώσεων από το ΥΠΕΠΘ γίνεται αρκετά μετά την έναρξη των αντίστοιχων εξαμήνων.<br />• Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από την πρακτική του επιμερισμού μιας πίστωσης σε περισσότερους του ενός διδάσκοντες. Σε αυτή την περίπτωση ο/η διδάσκων/ουσα βρίσκεται αντιμέτωπος με συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης, καθώς λαμβάνει κλάσμα μόνο των αποδοχών που αναλογούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στα κεντρικά πανεπιστήμια, όπως το Πάντειο, όπου φτάνουμε έως και σε εξευτελιστικές συμβάσεις… 9 ημερών για διδασκαλία ενός εξαμήνου.<br />• Διαμορφώνεται, επίσης, συνθήκη υποβάθμισης της ακαδημαϊκής λειτουργίας των Ιδρυμάτων, από τη στιγμή που υψηλό ποσοστό των διδασκόντων εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ενταχθούν στο μέσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του Τμήματος, ενώ παράλληλα δεν συμμετέχουν στα ακαδημαϊκά όργανα και συνολικά στους θεσμούς αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (ΓΣ Τμημάτων και Τομέων).<br />• Και βέβαια δημιουργούνται ιδιότυπες σχέσεις ακαδημαϊκής εξάρτησης, εφόσον η εργασιακή σχέση αυτών των συναδέλφων κρίνεται απλώς από τις αποφάσεις των Τμημάτων – και όχι από κανονική διαδικασία κρίσης – και συχνά τις κατανομές άτυπων σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό κάθε Τμήματος.<br />Σημειώνουμε εδώ ότι οι «ατομικές βιογραφίες» των σχετικά νεότερων μελών ΔΕΠ δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερο αυξάνει ο μέσος χρόνος εργασίας σε θέσεις με βάση το ΠΔ 407/80 πριν μπορέσει κάποιος/α να εκλεγεί σε θέση ΔΕΠ.<br />Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι σαφές ότι η έννοια του «ενιαίου φορέα» που υπήρξε ιστορικό αίτημα του Πανεπιστημιακού Κινήματος στον τόπο μας φαλκιδεύεται, αφού εκ των πραγμάτων πλάι στις βαθμίδες του ΔΕΠ, υπάρχει και μια ακόμη βαθμίδα, μειωμένων δικαιωμάτων και εργασιακών προσδοκιών. Ακόμη περισσότερο, αρχίζει και διαμορφώνεται μια σχετικά μεγάλη ομάδα συναδέλφων που πρακτικά βρίσκονται για αρκετό χρονικό διάστημα σε συνθήκη εργασιακής περιπλάνησης, μετακινούμενοι από ΑΕΙ σε ΑΕΙ, εργαζόμενοι συχνά σε περισσότερα του ενός εκπαιδευτικά ιδρύματα ή / και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Είναι οι συνάδελφοι που συσσωρεύονται σε κάθε διαδικασία εκλογής στις χαμηλές βαθμίδες, όπου, ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες, έχει αρχίσει να υπάρχει εντυπωσιακός αριθμός αιτουμένων ανά θέση. <br />Χαρακτηριστικό της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στις αρχικές προβλέψεις του ΠΔ 407/80 και τη σημερινή του χρήση είναι η κρίση που διαμορφώθηκε το 2007. Τότε, η αρχικά εύλογη πρόβλεψη του ΠΔ 407/80 για όριο τριετίας στις προσωρινές καλύψεις έκτακτων αναγκών μετατράπηκε στο αντίθετο, δηλαδή σε παρ’ ολίγον μορφή στέρησης των αμοιβών συναδέλφων που αναγκαστικά κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, έστω και με αυτό το καθεστώς.<br />Και βέβαια τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότερα ως προς τις εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Μέχρι τώρα ο κύριος όγκος του διδακτικού προσωπικού (αφήνοντας κατά μέρος το εργαστηριακό προσωπικό) είναι είτε μέλη ΔΕΠ (κατά πλειοψηφία) είτε διδάσκοντες με βάση το ΠΔ 407/80 (η πλειοψηφία των οποίων επίσης έχει τυπικά προσόντα ΔΕΠ, δηλαδή διδακτορικό, δημοσιεύσεις κ.λπ.). Από ολοένα και περισσότερες πλευρές, όμως, πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μέρος του διδακτικού έργου να ανατεθεί και σε προσωπικό χωρίς διδακτορικό, κυρίως με την έννοια της απασχόλησης του μεγάλου αριθμού μεταπτυχιακών φοιτητών ανά τμήμα. Είναι σαφές ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών και του ακαδημαϊκού έργου των ΑΕΙ. Άλλωστε, το πώς αντιλαμβάνεται σήμερα το Υπουργείο Παιδείας τις τυπικές προϋποθέσεις το έδειξε όταν θεσμοθετώντας ως «ακαδημαϊκά ιδρύματα» τα περιβόητα Κολλέγια έσπευσε να βάλει τον πήχη για το διδακτικό προσωπικό μόλις στο απλό πτυχίο. Άλλωστε, παράμετροι της συγκυρίας όπως είναι η αύξηση της ανεργίας ειδικά των νέων πτυχιούχων, η διαρκής παράταση του χρόνου αναμονής και εργασιακής περιπλάνησης μέχρι την εύρεση μιας αξιοπρεπούς απασχόλησης, η διαρκής αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών φοιτητών και των υποψηφίων διδακτόρων (συχνά και ως μια άτυπη πρακτική διαχείρισης της ανεργίας ή / και της εργασιακής αναμονής) σημαίνουν ότι θα υπάρχει και εκείνο το επιστημονικό δυναμικό που είτε επειδή δεν έχει άλλη εργασιακή προοπτική, είτε επενδύοντας σε φαντασιακές προσδοκίες ανοδικής ακαδημαϊκής κινητικότητας θα είναι διαθέσιμο να αποδεχτεί τέτοιες εργασιακές πρακτικές. <br />Όμως και οι κατευθύνσεις των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα: τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν διαρκώς εμπόδια να βρουν πιστώσεις για θέσεις μονίμου προσωπικού, αλλά οι προσωρινές επιδοτήσεις προσωπικού, π.χ. των υποψηφίων διδακτόρων μέσω του προγράμματος «Ηράκλειτος» αυξάνονται.<br />Όλα αυτά σχετίζονται και με ευρύτερες μεταλλάξεις του ακαδημαϊκού και του εργασιακού τοπίου στα πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια. Είναι σαφές ότι στο πρότυπο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που προβάλλεται διεθνώς:<br />• Εντείνεται η ιεραρχικοποίηση του διδακτικού προσωπικού, με την ανώτερη βαθμίδα να πολώνεται κυρίως προς ερευνητικές και διοικητικές / διευθυντικές θέσεις.<br />• Το διδακτικό έργο, ιδίως σε προπτυχιακούς φοιτητές, ολοένα και περισσότερο ανατίθεται σε προσωπικό με μικρότερα προσόντα και χειρότερες εργασιακές συνθήκες. <br />• Η εργασία γίνεται ένα διαρκές ανταγωνιστικό διακύβευμα, το ποσοστό του μονίμου προσωπικού μειώνεται και αντίστοιχα αυξάνεται το προσωπικό που εργάζεται με συνθήκες εργασιακής επισφάλειας. <br />• Αντίστοιχες πολώσεις εμφανίζονται και στο εσωτερικό της έρευνας με ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στις ανώτερες βαθμίδες και το κατώτερο προσωπικό.<br />Σε αυτό το πλαίσιο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια, όπως τα παρουσιάζει η Αμερικανική Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών (American Federation of Teachers). <br />• Ανάμεσα στο 1997 και το 2007 το διδακτικό προσωπικό με μονιμότητα (tenure) μειώθηκε από το – ήδη ιδιαίτερα χαμηλό! – 33,1 %. <br />• Το ποσοστό των διδασκόντων μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από 34,1% σε 36,8% όπως επίσης αυξήθηκε και το ποσοστό των μεταπτυχιακών φοιτητών που απασχολούνται ως βοηθοί φτάνοντας το 20,9%,<br />• Τα ποσοστά μη μόνιμης και μερικής απασχόλησης είναι περισσότερο υψηλά στα ιδιωτικά από ό,τι στα δημόσια πανεπιστήμια.<br />Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε μια σειρά από αμερικανικά (αλλά και καναδικά) πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει οι απεργιακές κινητοποιήσεις κυρίως από όλο αυτό το ελαστικά απασχολούμενο προσωπικό, οι προσπάθειες να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, οι μάχες ενάντια στην ελαστική εργασία. <br />Αντίστοιχες μάχες είναι σε εξέλιξη και σε αλλού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μεγάλες συγκρούσεις που είναι σε εξέλιξη στη Γαλλία, όπου η εισαγωγή των «κατευθύνσεων της Μπολόνια» και η λογική των master, έχει οδηγήσει σε ανατροπές του εργασιακού καθεστώτος των κατώτερων βαθμίδων του εκπαιδευτικού και ερευνητικού προσωπικού, με βασικές πλευρές αφενός την ολοένα και μεγαλύτερη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, αφετέρου την αύξηση των περιθωρίων αυθαιρεσίας των διοικήσεων των ΑΕΙ.<br />Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι και το Πανεπιστήμιο βρίσκεται ολοένα και περισσότερο σε μια κατεύθυνση να ενσωματώσει τη γενικότερη τάση προς την ελαστική και επισφαλή εργασία. Αυτό αφορά το σύνολο των λειτουργιών του και όχι μόνο την ακαδημαϊκή διδασκαλία. Άλλωστε, η ολοένα και μεγαλύτερη πίεση προς τα ΑΕΙ να λειτουργούν με βάση όχι την πάγια, δημόσια χρηματοδότηση, αλλά περιστασιακές και με ημερομηνία λήξης δράσεις, όπως είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, αντικειμενικά ενισχύει αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει, επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι η υποβάθμιση των εργασιακών όρων και συνθηκών ποτέ δεν περιορίζεται μόνο σε όσους την υφίστανται με τρόπο άμεσο. Αντίθετα, παρασέρνει το σύνολο των απασχολουμένων σε ένα κλάδο. Με αυτή την έννοια, η υποβάθμιση της εργασιακής συνθήκης των συμβασιούχων διδασκόντων απειλεί να παρασύρει προς τα κάτω το σύνολο των διδασκόντων. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα: η άλλη όψη της μείωσης αποδοχών των συμβασιούχων διδασκόντων μπορεί να είναι η αύξηση του ωραρίου διδασκαλίας των μελών ΔΕΠ.<br />Για όλους αυτούς τους λόγους είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει πρώτης προτεραιότητας ζήτημα η πάλη ενάντια στην ελαστική εργασία μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, μέσα από τη συγκρότηση συλλογικών μορφών οργάνωσης και διεκδίκησης. Γι’ αυτό και ήταν σημαντική εξέλιξη η πλήρης αποδοχή των διδασκόντων με βάση το ΠΔ 407/80 στους συλλόγους ΔΕΠ, παρότι δυστυχώς η σημερινή ηγεσία της Ομοσπονδίας ερωτοτροπεί με την υιοθέτηση μιας λογικής εκσυγχρονισμένης εκδοχής βοηθών. Χρειάζονται επίσης συγκεκριμένα αιτήματα:<br />• Άμεση διάθεση όλων των αναγκαίων πιστώσεων σε όλα τα τμήματα για την εκλογή μελών ΔΕΠ, έτσι ώστε να περιοριστεί η ανάγκη καταφυγής σε συμβασιούχους διδάσκοντες. <br />• Διάθεση έγκαιρα όλων των αναγκαίων πιστώσεων στα ΑΕΙ για συμβασιούχους διδάσκοντες, έτσι ώστε όλοι να έχουν πλήρεις συμβάσεις. Όχι στον επιμερισμό συμβάσεων.<br />• Κατοχύρωση της δυνατότητας κρίσης για θέση ΔΕΠ στο τέλος της τριετίας έτσι ώστε να μην παρατείνεται η συνθήκη της εργασιακής ομηρίας.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-42142523464228584562009-12-09T14:53:00.000+02:002009-12-09T14:54:46.153+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ <br />ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ<br />ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΡΑΣ</span><br /><br />Κυρίες και Κύριοι,<br />Ως εκπρόσωπος των συμβασιούχων του Πανεπιστημίου μας ελπίζω με την σειρά μου, η ημερίδα την οποία διοργανώνουμε σήμερα, να αποτελέσει την απαρχή χρήσιμων συμπερασμάτων ως προς τα εργασιακά δικαιώματα τα οποία οξύνονται εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.<br />Το δικαίωμα στην μόνιμη, σταθερή με πλήρη δικαιώματα εργασία, στο δημόσιο, συνεχώς μειώνεται με την επέκταση κάθε μορφής ελαστικής απασχόλησης (συμβάσεις έργου, stage) με αποτέλεσμα την ομηρία χιλιάδων συμβασιούχων. <br />Από ιστορική άποψη ανέκαθεν δίπλα στο κομμάτι των μονίμων υπαλλήλων υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός υπαλλήλων που εργάζονταν με συμβάσεις. <br />Όμως ο αριθμός αυτός, ύστερα και από το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου, τα τελευταία χρόνια έχει και πάλι διογκωθεί αφού εξυπηρετεί τις ανάγκες της κυβέρνησης με την εφαρμογή της μείωσης του αριθμού των Δημοσίων Υπαλλήλων με στόχο την μείωση των ελλειμμάτων κυρίως μισθολογικών του Δημοσίου αλλά και με την άρση της μονιμότητας. <br />Το νούμερο που δίνεται από τα ΜΜΕ (περίπου 160.000) ανεξάρτητα του αν είναι κοντά στην πραγματικότητα ή όχι, περικλείει μία σειρά ελαστικών μορφών απασχόλησης όπως για παράδειγμα συμβάσεις έργου με Δελτία Παροχής, Συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προγράμματα stage, εποχικούς ανάλογα με τις ανάγκες, μ’ αποτέλεσμα όπως γίνεται σαφές αυτή τη στιγμή, ένα θολό εργασιακό καθεστώς, το οποίο δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα και ανασφάλεια.<br />Ας επικεντρωθούμε στα ΑΕΙ ως προς την λειτουργία τους και την καθημερινή τους επιβίωση ως αυτοτελών οργανισμών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό την αξιοπιστία του Ελληνικού Πανεπιστημίου. <br />Εργαζόμαστε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με συμβάσεις έργου περισσότερο από 5 χρόνια οι περισσότεροι από εμάς, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Ιδρύματός μας.<br />Έχουμε στελεχώσει την Βιβλιοθήκη, την Επιτροπή Ερευνών, τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα, τα Γραφεία Διασύνδεσης, τη Μηχανογράφηση και Μηχανοργάνωση καθώς και άλλες υπηρεσίες του Πανεπιστημίου μας.<br />Οι θέσεις μας όμως διαρκώς συρρικνώνονται με αποτέλεσμα από 39 περίπου συμβασιούχους, να έχουμε μείνει περίπου 20 και από τη Δευτέρα 1η Ιουνίου ακόμα λιγότεροι αφού οι συμβασιούχοι της βιβλιοθήκης μας θα μείνουν χωρίς συμβάσεις.<br />Επομένως απέναντι στην ανεργία, την υποαπασχόληση, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, η διεκδίκηση των αιτημάτων μας έχει μία και μόνο κατεύθυνση, την μονιμοποίησή μας χωρίς όρους και προϋποθέσεις και την καθιέρωση μόνιμης και ενιαίας σχέσης εργασίας η οποία αποτελεί την μοναδική εγγύηση για θετική έκβαση των προσπαθειών μας. <br />Με την άποψη αυτή ενοποιείται ο αγώνας μας διαλύοντας τις όποιες κυβερνητικές προθέσεις από τη μία και αποδυναμώνοντας από την άλλη απόψεις που σκοπίμως θέλουν να στρέψουν όλους τους συμβασιούχους σε δικαστικούς αγώνες για λύση του προβλήματος χωρίς βέβαια το αποτέλεσμα να είναι μάλλον το επιθυμητό. <br />Η μόνιμη και με πλήρη δικαιώματα εργασία, με πλήρη ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν είναι θέμα ηθικό αλλά βαθιά πολιτικό αφού δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμα αντικείμενο συναλλαγής, διαπραγμάτευση σκοπιμοτήτων και χρησιμοποίηση των συμβασιούχων μόνο ως εκλογική λεία σε βουλευτικές εκλογές.<br />Για τον λόγο αυτό στον αγώνα μας σας θέλουμε όλους δίπλα μας, Πρυτανικές Αρχές, ΜΕΛΗ ΔΕΠ, Μονίμους και Αορίστου Χρόνου, ώστε η φωνή μας να γίνει δυνατότερη.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-24333076815171169912009-12-09T14:51:00.001+02:002009-12-09T14:53:30.529+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: <br />Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ<br />ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ <br />ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, <br />ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ</span><br /><br /><br />Είναι κοινός τόπος ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση της στήριξης και της ανάπτυξης της ερευνητικής αποστολής των Α.Ε.Ι. η όσο το δυνατόν επαρκέστερη διοικητική υποστήριξη. Η παραδοχή αυτή δεν μπορεί προφανώς να αποτελέσει άλλοθι για την ύπαρξη και διόγκωση γραφειοκρατικών και κομματικοποιημένων μηχανισμών καθώς η αποτελεσματική διοικητική υποστήριξη αποτελεί σημαντικό παράγοντα της εύρυθμης λειτουργία των Α.Ε.Ι. Και ενώ η αφετηριακή πρόταση συνιστά μια κοινώς αποδεκτά παραδοχή, στη πράξη η συστηματική και εν πολλοίς μεθοδευμένη υποστελέχωση των υπηρεσιών του, οδηγεί το δημόσιο πανεπιστήμιο σε συνθήκες λειτουργικής ασφυξίας καθώς η αναλογία φοιτητών-διοικητικού προσωπικού επιδεινώνεται συνεχώς. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρτ μια βιβλιοθήκη όπως αυτή του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ θα έπρεπε να έχει 35 άτομα προσωπικό, λειτουργεί-ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αναπτύξει σύγχρονες υπηρεσίες- με 24 εκ των οποίον οι 9 συμβασιούχοι υπό απόλυση.<br />Η προφανής αδυναμία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να υποστηρίξουν ακόμη και τις στοιχειώδεις λειτουργίες τους με μόνιμο προσωπικό- εξαιτίας της υποχρηματοδότησης αλλά και των νομικών προσκομμάτων που σκοπίμως προβάλλονται από τις κυβερνήσεις-οδηγεί στην εύκολη λύση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου μέσα από κοινοτικά κονδύλια, που σε αντίθεση με τον κρατικό προϋπολογισμό παρέχονται αφειδώς(υπάρχουν σήμερα πανεπιστήμια-κυρίως τα νεότευκτα-όπου το 80% του προσωπικού είναι συμβασιούχοι). Ταυτόχρονα μια σειρά από υπηρεσίες (φύλαξη, συντήρηση, καθαρισμός) εκχωρούνται σε εργολάβους με κόστος που κάποιες φορές μπορεί να υπερβαίνει το αντίστοιχο της εργασίας του μόνιμου προσωπικού, και που τελικά καταλήγει στη τσέπη των εργολάβων καθώς οι ίδιοι συμπιέζουν ασφυκτικά το μισθολογικό κόστος προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των διαγωνισμών.<br />Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια πολυμορφία εργασιακών σχέσεων που μπορεί να ποικίλει ανά πανεπιστήμιο ακόμη και ανά έτος δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την διερεύνηση των συνθηκών απορύθμισης της εργασίας στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Με μια πρώτη προσπάθεια τεκμηρίωσης της εργασιακής «γεωγραφίας» τουλάχιστον για το Πάντειο Πανεπιστήμιο μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον 5 μορφές εργασιακής σχέσης.<br />1) Στην πρώτη ανήκει το μόνιμο προσωπικό που κατά κανόνα προέρχεται από νομοθετικές ρυθμίσεις τακτοποίησης των συμβασιούχων που έγιναν πριν το 2000 καθώς μόνιμο προσωπικό μέσω των διαδικασιών του ΑΣΕΠ δεν έχει προσληφθεί στα πανεπιστήμια από το 2004 και μετά.<br />2) Εργαζόμενοι Ε.Τ.Ε.Π. (Ειδικό Τεχνικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό) και Ε.Ε.Δ.Ι.Π. (Ειδικό Ερευνητικό Διδακτικό Προσωπικό) μόνιμο προσωπικό που παρ’ όλη τη σημασία που έχει για την ερευνητική διαδικασία, υποεκπροσωπείται καθώς δεν έχουν γίνει προσλήψεις την τελευταία πενταετία.<br />3) Εργαζόμενοι Ι.Δ.Α.Χ (Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου). Πρόκειται για συμβασιούχους που μετά από νομοθετικές ρυθμίσεις το 2000 και το 2004 (Νόμος Παυλόπουλου) απέκτησαν μια ασφαλέστερη εργασιακή σχέση καθώς πλέον υπόκεινται στις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, χωρίς βέβαια τη δυνατότητα εξέλιξης, είναι ασφαλιζόμενοι από το ΙΚΑ και όχι από τα Ταμεία του Δημοσίου με σημαντική επίπτωση στις ασφαλιστικές τους καλύψεις, χωρίς παράλληλα να υπόκεινται στις συνταγματικές πρόνοιες περί μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων. Ταυτόχρονα επίκεινται νομοθετικές ρυθμίσεις για ένταξη των ΙΔΑΧ στις διαδικασίες εξέλιξης κάτι που πρακτικά και συνδυασμό με τη μη πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, οδηγεί στην de facto κατάργηση της μονιμότητας.<br />4) Συμβασιούχοι. Η πρακτική της πρόσληψης προσωπικού με συμβάσεις έργου ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 90 κυρίως μέσα από τα προγράμματα του ΕΠΕΑΚ για να διογκωθεί υπέρμετρα τα χρόνια που ακολούθησαν. Πρόκειται κατά κανόνα για προσωπικό με υψηλά στάνταρντ που καλύπτει την ανάπτυξη σύγχρονων υπηρεσιών και τεχνολογιών αιχμής(ψηφιακές βιβλιοθήκες, e-portals, τεχνολογίες δικτύων κλπ). Οι εργαζόμενοι με συμβάσεις έργου υποχρεώνονται να τηρούν ωράριο καθώς καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες υποχρεούμενοι να διατηρούν Βιβλία, να αποδίδουν ΦΠΑ και να ασφαλίζονται στο ΤΕΒΕ. Κι ενώ παρέχουν εργασία που δεν διαφοροποιείται από αυτή του μόνιμου προσωπικού στερούνται όλων των δικαιωμάτων που μπορεί να απορρέουν από αυτή. (χαμηλότερες αμοιβές, απουσία αδειών, και σε κάποια πανεπιστήμια αδυναμία άσκησης συνδικαλιστικής δραστηριότητας).<br />5) Οι εργαζόμενοι στις εργολαβίες είναι η τελευταία -χρονικά- και πιο σκληρή πτυχή στις πρακτικές της εργασιακής απορύθμισης στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Η δολοφονική επίθεση ενάντια στην συνδικαλίστρια Κ. Κούνεβα και το κίνημα που αναπτύχθηκε μας επέτρεψαν σε πολλές περιπτώσεις να αντιληφθούμε την βαρβαρότητα που επικρατεί στις εργολαβίες. Παρ’ όλα αυτά σε πολλά πανεπιστήμια (του Παντείου συμπεριλαμβανομένου) εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε πολλά πράγματα γι’ αυτές. Παράλληλα, η συνεχής υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και η αδυναμία πρόσληψης μόνιμου προσωπικού, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την εκχώρηση και άλλων δραστηριοτήτων του πανεπιστημίου σε εργολαβικές εταιρείες.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-51114774579002092062009-12-09T14:50:00.001+02:002009-12-09T14:51:35.012+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/-ΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ<br />ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΩΝ<br />ΘΕΜΗ ΤΣΟΛΑΚΟΥ <br />Υ/Δ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ Α.Π.Θ.</span><br /><br />Το ζήτημα της απασχόλησης μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων στα ελληνικά ΑΕΙ επανήλθε στην επικαιρότητα με την ψήφιση του νέου νόμου – πλαισίου, που φιλοδόξησε να «αναδιορθρώσει» την ανώτατη εκπαίδευση, ουσιαστικά αποδομώντας ακαδημαϊκά κεκτημένα και ενισχύοντας παθογένειες που αφορούν τόσο την παραγωγή επιστημονικής γνώσης όσο και την παροχή εργασίας στους κόλπους των ΑΕΙ από τους φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τους παράγοντες της έρευνας.<br />Αξίζει μια αρχική αναφορά στη λογική του αναθεωρημένου νόμου – πλαισίου ώστε να γίνει αντιληπτή η αντίληψη που διατρέχει και την εργασία των νέων ερευνητών και μεταπτυχιακών φοιτητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η εφαρμογή του νόμου-πλαισίου συμπληρώνεται συστηματικά από τον νόμο για την έρευνα και τον νόμο περί αξιολόγησης. Έτσι εξηγείται κι ο συνθηματολογικός και φειδωλός χαρακτήρας των διατάξεων του νόμου, καθώς αποτελεί τον άξονα ισορροπίας ανάμεσα στον νόμο της αξιολόγησης [ν. 3374/2005] και στον νόμο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που εξειδικεύουν και συμπληρώνουν το περιεχόμενο του νόμου-πλαισίου και καλύπτουν τα κενά που τεχνηέντως και εντελώς κακοπροαίρετα καταλείπει ο τελευταίος. Δημιουργείται αίσθηση επιφυλακτική στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς οι ρυθμίσεις είναι ιδιαίτερα ασαφείς και καλυμμένες και ταλαντεύονται σε τραγικές αντιφάσεις μεταξύ κρατικοποίησης και ελεύθερης αγοράς. <br />Η λογική που διατρέχει την ισχύουσα νομοθεσία στηρίζεται στο ψευτοδίλημμα «περισσότερη αυτοτέλεια ή περισσότερη κρατική χρηματοδότηση». Χαρακτηριστική είναι η ενίσχυση διπλής εξάρτησης, δηλαδή, από τη μια της γραφειοκρατικής εξάρτησης των Α.Ε.Ι. από το κράτος με θεσμούς ξένους προς την ακαδημαϊκή παράδοση του αυτοδιοικούμενου [βλ π.χ. Γενικός Γραμματέας ΑΕΙ, έγκριση επιστημονικού και οικονομικού προγραμματισμού από το Υπουργείο κ.α.] και από την άλλη της οικονομικής απαγκίστρωσης από το Υπουργείο Παιδείας και της ώθησης στην ανοιχτή αγορά προς άγρα χρηματοδότησης. Αντικαθίσταται ουσιαστικά η έννοια της αυτοτέλειας των ΑΕΙ που συνοδεύεται από την κοινωνική αλληλεγγύη και την κρατική μέριμνα, από μια «αυτοτέλεια» νεοφιλελεύθερη, που ταυτίζεται με την αυτορρύθμιση και την κρατική αποχή. Με την πρώτη ματιά καθίσταται φανερό ότι ο νόμος-πλαίσιο περιέχει μεταρρυθμίσεις ωσάν να ήταν το αρ. 16 του Συντάγματος αναθεωρημένο, γιατί μόνον έτσι εξηγείται η έλλειψη οποιασδήποτε, έστω και ελάχιστης, δέσμευσης για κρατική χρηματοδότηση και γενικότερα για παροχική χωρίς ανταλλάγματα και προαπαιτούμενα κρατική μέριμνα. <br />Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη «Ο υποψήφιος διδάκτορας έχει υποχρέωση, εφόσον του ζητηθεί, να προσφέρει εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο Τμήμα, στο οποίο εκπονεί τη διατριβή του, σύμφωνα με τον Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών του ιδρύματος». Ο νόμος έρχεται με τον τρόπο αυτό να απαντήσει με θεσμοποίηση της «μαύρης» εργασίας στην άτυπη μαύρη εργασία που ίσχυε μέχρι σήμερα. Να σημειωθεί δε ότι ήδη με το αρ. 28 παρ.7 του ν. 2083/1992 προβλέπεται η σύναψη συμβάσεων εργασίας και η παροχή αντιμισθιών σε όσους μεταπτυχιακούς φοιτητές απασχολούνται σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η απασχόληση των μεταπτυχιακών φοιτητών στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες (φροντιστηριακά μαθήματα, επιτηρήσεις, διορθώσεις γραπτών, εργαστηριακά μαθήματα και οργάνωση εργαστηρίων, επικουρία μελών Δ.Ε.Π.) επιβάλλεται να γίνεται μετά από πρόσληψή τους και να προσδιορίζεται από σχετική σύμβαση εργασίας ή έργου που προσδιορίζει το αντικείμενο, το χρονικό διάστημα και την αμοιβή της συγκεκριμένης εργασίας. Ειδικότερα η αμοιβή των μεταπτυχιακών φοιτητών προσδιορίζεται με ωριαία αντιμισθία, δαπάνη που βαρύνει, σύμφωνα πάντα με το νόμο 2083/92, τον προϋπολογισμό του οικείου ΑΕΙ, και πιο συγκεκριμένα τις τακτικές πιστώσεις των τομέων ως αρμόδιων φορέων. Ωστόσο, ελάχιστα Τμήματα εφαρμόζουν την ωριαία αντιμισθία, και πάντα με ιδιαιτέρως χαμηλά ποσά ανά ώρα. Η ίδια πρόβλεψη επαναλήφθηκε και στον ισχύοντα νόμο-πλαίσιο, αλλά θα παραμείνει γράμμα κενό αν δε συνοδευτεί με σχετική αύξηση της χρηματοδότησης, καθώς κανένα Ίδρυμα δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή κονδύλια για την απασχόληση υποψηφίων διδακτόρων και η σχεδιαζόμενη πολιτική δεν φαίνεται να ενισχύει την χρηματοδότηση. Ενδεικτική είναι η ρύθμιση : «Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών δικαιούνται χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό σύμφωνα με την υπουργική απόφαση έγκρισης τους, η οποία καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης τους βάσει κριτηρίων ποιότητας και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του οικείου Τμήματος σύμφωνα με το ν.3374/2005 και του καθενός Π.Μ.Σ. σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου». Μόνη η αξιολόγηση με τους όρους του Υπουργείου καθίσταται αποκλειστική προϋπόθεση για την έγκριση και συνέχιση λειτουργίας των ΠΜΣ, αλλά και για τη χρηματοδότησή τους, και όχι άλλες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις. Το Υπουργείο τελικά «τιμωρεί» με μη χρηματοδότηση τα ανυπάκουα τμήματα. Προβλέπονται κατασταλτικά μέτρα για τα τμήματα που δε συμμορφώνονται με τις διαδικασίες αξιολόγησης του υπουργείου και την υποχρέωση κατάρτισης τετραετών προγραμμάτων. Από τα πλέον χαρακτηριστικά τιμωρητικά μέτρα: η απαγόρευση ανάληψης διδακτορικών διατριβών και λειτουργίας μεταπτυχιακών προγραμμάτων, καθώς και η διακοπή της χρηματοδότησης. Τούτη η κυρωτική πλευρά του σχεδίου πέρα από ανήθικη, είναι και κατάφωρα αντισυνταγματική καθώς βάλλει ευθέως κατά του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων. <br />Άλλωστε, η πιο συνηθισμένη εικόνα είναι μεταπτυχιακοί και κυρίως υποψήφιοι διδάκτορες να αναλαμβάνουν επικουρικό διδακτικό και επιστημονικό έργο αμισθί, προσδοκώντας μια χρηματική ανταμοιβή από τυχόν ευρωπαϊκά προγράμματα ή μια υποτροφία από εξωπανεπιστημιακούς φορείς, που θα καλύψει τις βασικές ανάγκες τους. Στην ίδια λογική και στην προοπτική άρσης της κρατικής μέριμνας κινούνται και οι νομοθετικές ρυθμίσεις για φοιτητικά δάνεια, αφού το πανεπιστήμιο πλέον θα λειτουργεί με όρους όχι παροχικούς και προνοιακούς αλλά ανταποδοτικούς, καθώς και η πρόβλεψη ανταποδοτικών υποτροφιών με παροχή εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες. Στην εποχή που έχει γίνει άτυπο καθεστώς στα ΑΕΙ η παροχή ανασφάλιστης, κρυφής αλλά πραγματικής εργασίας από φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των σχολών σε τομείς, εργαστήρια, ερευνητικά προγράμματα, βιβλιοθήκες και γραμματείες, η ρύθμιση νομιμοποιεί τον εργασιακό παραλογισμό, αντί να καθιερώσει θέσεις εργασίας, συμβάσεις, και εργασιακά δικαιώματα και να διατηρήσει την υποτροφία χωρίς αντάλλαγμα σε όσους έχουν οικονομική ανάγκη ή ακαδημαϊκή πρόοδο. <br />Όλο και περισσότερο η διαχείριση των πόρων για την έρευνα μετατοπίζεται από τα πανεπιστημιακά όργανα στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα. Αυτά αποτελούν ένα θεσμό που στην πραγματικότητα έχει λειτουργήσει σε βάρος των πανεπιστημίων. Λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορούν να συνεργάζονται με φορείς του ιδιωτικού τομέα και λειτουργούν με πλήρη αδιαφάνεια, χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων. Ο νόμος για την έρευνα και την τεχνολογία, όπως ψηφίστηκε το 2008, εμφανίζεται εξίσου προβληματικός, καθώς διασπά την ενότητα της έρευνας και εμποδίζει τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης εντός της κοινότητας των νέων ερευνητών. Ο νόμος κατασκευάζει μια καινούργια γραφειοκρατική δομή που υποβαθμίζει την ήδη μειωμένη «δημόσια επένδυση» και το κοινωνικό όφελος της έρευνας και την προσαρμόζει στις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της αγοράς και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα διάφορα διοικητικά όργανα που δημιουργούνται μπορούν να μετέχουν μεμονωμένα άτομα από το χώρο των επιχειρήσεων, όχι όμως και εκπρόσωποι των ερευνητών ή των εργαζομένων στα ερευνητικά κέντρα. Ταυτόχρονα πολλά ειδικότερα ζητήματα θα επιλυθούν με μια σειρά υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν μελλοντικά, πρακτική η οποία πλήττει τη διαφάνεια κα τη δυνατότητα ελέγχου, ενώ αποδεικνύει την παντελή έλλειψη γενικότερου σχεδιασμού για την έρευνα. Με προεδρικά διατάγματα, επίσης, θα αποφασίζεται και η ίδρυση ερευνητικών κέντρων, διαιωνίζοντας το καθεστώς της εργαλειοποίησης της έρευνας στο βωμό της καλλιέργειας πελατειακών σχέσεων κυβερνητικών παραγόντων. Τα ΕΠΙ μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ότι δεν εντάσσονται σε κάποιο ορθολογικό σχεδιασμό, η ανάγκη τους είναι αμφιλεγόμενη και η χρηματοδότησή τους δεν προβλέπεται, με αποτέλεσμα να περιορίζουν τους υπάρχοντες πόρους. Στα ΕΠΙ πολλοί ερευνητές ή ειδικό προσωπικό εργάζονται με συμβάσεις ή σε προγράμματα ορισμένης διάρκειας, με τη λογική του stage και πάντως της προσωρινότητας, εμπεδώνοντας μια αποσπασματική αντίληψη για την έρευνα και αποσυνδέοντάς την από την εκπαίδευση και τις κοινωνικές ανάγκες.<br />Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το καθεστώς απασχόλησης των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων στο πανεπιστήμιο σήμερα, που συναντά αντιθέσεις προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία και προς τις προστατευτικές αρχές του εργατικού δικαίου. Είναι αναγκαία από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας η διατύπωση της ξεκάθαρης αντίθεσης προς την οποιαδήποτε άμισθη χρησιμοποίηση μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων σε εργασίες όπως επιτηρήσεις, διόρθωση γραπτών, πραγματοποίηση φροντιστηριακών μαθημάτων κλπ, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους. Επίσης κρίσιμο είναι να οριοθετηθεί η απασχόληση όσων έχουν σύμβαση έργου με το πανεπιστήμιο, κυρίως όσον αφορά τις ώρες απασχόλησής τους, καθώς προσλαμβάνονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης για συγκεκριμένες ώρες, αλλά και σχετικά με το είδος της εργασίας που αναλαμβάνουν. Τέλος, σε περίπτωση προκήρυξης θέσεων για έμμισθη απασχόληση στο πανεπιστήμιο (είτε με την μορφή συμβάσεων είτε με την μορφή ανταποδοτικών υποτροφιών) θα πρέπει να προτιμώνται προς πρόσληψη, εκείνοι οι υποψήφιοι που δεν διαθέτουν ήδη άλλη υποτροφία, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερους μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες να στηρίζουν τις σπουδές τους. Το επικουρικό εκπαιδευτικό έργο δε θα πρέπει να συμψηφίζεται σε καμία περίπτωση ούτε με υποτροφίες, ούτε με το ερευνητικό έργο των μεταπτυχιακών φοιτητών σε προγράμματα εθνικά ή κοινοτικά. <br />Συμπερασματικά, το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταπτυχιακές σπουδές, την έρευνα και την τεχνολογία δεν αντιμετωπίζει το τρίπτυχο εκπαίδευση – έρευνα – διοίκηση ως ενιαίο σύνολο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των ανθρωπιστικών σπουδών, αντίθετα επιδιώκεται το Υπουργείο να διοικεί, τα Ε.Π.Ι να φέρουν εις πέρας την έρευνα, ενώ η εκπαίδευση ανατίθεται εν είδει μεταλυκειακής κατάρτισης στα Α.Ε.Ι. Τα ΠΜΣ δεν θεωρούνται πάγιες δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνδεδεμένες με την έρευνα, αλλά τυχαίες διαδικασίες συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας. Μέσα σε αυτό το καθεστώς υποχρηματοδότησης και ασυντόνιστης διάρθρωσης της έρευνας, παραμένει αμήχανη η θέση των μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων που συχνά καλύπτουν πάγιες επιστημονικές και διδακτικές ανάγκες των ΑΕΙ, ενώ παράλληλα δυσκολεύονται να υποστηρίξουν οικονομικά τις σπουδές τους. Το δίλλημα είναι διαρκές και επίμονο «φοιτητές ή εργαζόμενοι, ερευνητές ή απασχολήσιμοι»: αναζήτηση επιστημονικής ταυτότητας – ψυχολογικός διχασμός- απροσδιόριστη κοινωνική ιδιότητα.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-13797916975791884032009-12-09T14:48:00.000+02:002009-12-09T14:49:22.734+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞΗΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ<br />ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΖΗΣ <br />ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<br />ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ <br />ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ</span><br /><br />Το περιεχόμενο των παρεμβάσεων στο θέμα των εργολαβιών στο δημόσιο τομέα εξαρτάται από το πλαίσιο αρχών που επιλέγεται να υπηρετήσει, ώστε οι υιοθετούμενες αρχές να καταλήξουν στα εναλλακτικά σενάρια εφαρμογής τους και στην εξειδίκευση των συγκεκριμένων μέτρων με τα οποία θα υλοποιηθούν. <br />Ειδικότερα:<br />1. Η κατάργηση των εργολαβιών στον καθαρισμό και στην φύλαξη στους οργανισμούς και στις επιχειρήσεις του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελούν την πρώτη απάντηση απέναντι στην άποψη για τη γενικευμένη εφαρμογή των εργολαβιών σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και των εσωτερικών τους λειτουργιών στο δημόσιο τομέα, στην ανάπτυξη των πολλαπλών ταχυτήτων εργασιακών σχέσεων στους κόλπους του και στη γενικότερη προοπτική ιδιωτικοποίησής του. Η αρχή αυτή υλοποιείται με:<br />α) την άμεση έκπτωση των εργολάβων στην περίπτωση των επιβεβαιωμένων καταγγελιών για παραβιάσεις, είτε συμβατικών υποχρεώσεων, είτε ιδίως της εργατικής νομοθεσίας.<br />β) την κατάργηση των πρακτικών προσφυγής σε εργολαβίες με τη λήξη των εργολαβικών συμβάσεων χωρίς περαιτέρω ανανεώσεις και νέες εργολαβίες. <br />2. Η επαναφορά σε καθεστώς εργασιακών σχέσεων δημοσίου τομέα σε συνδυασμό με την κατάργηση των εργολαβιών αποσκοπεί στην καθιέρωση της συνδυαστικής σχέσης δημόσιου συμφέροντος και περιεχομένου απασχόλησης και σε αντίθεση με πρακτικές εργολάβων, που καταστρατηγούν δικαιώματα και εκθέτουν με τη στάση τους το Δημόσιο με το οποίο συμβάλλονται. Στο πλαίσιο αυτό οι σχετικές προσλήψεις των εργαζομένων γίνονται απευθείας από τον δημόσιο φορέα, που θα τους απασχολεί. Οι προσλήψεις αυτές που γίνονται μέσω ΑΣΕΠ μπορεί να είναι:<br />α) είτε με καθεστώς εργασιακής σχέσης αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου ακολουθώντας το καθεστώς απασχόλησης, που ισχύει ανέκαθεν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες ένταξης σε αυτό και του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού, που ήδη απασχολείται σε εργολαβίες.<br />β) είτε με καθεστώς δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο του εναρμονισμού με τις θέσεις της ΑΔΕΔΥ για ομογενοποίηση των εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο και κατάργηση των ρυθμίσεων που δημιουργούν, αναπαράγουν και διαιωνίζουν τις πολλαπλές ταχύτητες εργασιακών σχέσεων σε αυτό, λύση που, όμως, θα συνεπάγεται και διακρίσεις σε βάρος μιας κατηγορίας αλλοδαπών, που ήδη απασχολούνται στις εν λόγω εργολαβικές εταιρείες.<br />3. Η διατήρηση της απασχόλησης των εργαζόμενων στις εργολαβικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες στον δημόσιο τομέα. Ο βαθμός εκπλήρωσης της αρχής αυτής εξαρτάται:<br />α) από την επιλογή μεταξύ των εξής δύο σεναρίων αναφορικά με το εργασιακό καθεστώς: αφενός, της σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου και αφετέρου αυτό του δημοσίου υπαλλήλου.<br />β) από την ιθαγένεια του εργατικού δυναμικού (έλληνες, αλλοδαποί κοινοτικοί, αλλοδαποί μη κοινοτικοί), παράγοντας που ακολουθεί την επιλογή ενός από τα προηγούμενα δύο σενάρια:<br />- το ελληνικό εργατικό δυναμικό συμμετέχει στο διαγωνισμό σε οποιοδήποτε σενάριο υιοθετηθεί.<br />- το αλλοδαπό κοινοτικό εργατικό δυναμικό συμμετέχει στο διαγωνισμό και στα δύο εναλλακτικά σενάρια, είτε χωρίς προϋποθέσεις, που απαιτούν την αλλαγή των υφιστάμενων νόμων (πχ πιστοποιητικό ελληνομάθειας), είτε με τη διατήρηση των προϋποθέσεων διάκρισης για ορισμένες κατηγορίες του.<br />- το αλλοδαπό μη κοινοτικό εργατικό δυναμικό, εφόσον η κοινοτική νομοθεσία, αν και δεν το ενθαρρύνει, δεν το απαγορεύει, συμμετέχει στον διαγωνισμό μόνο στο σενάριο των συμβάσεων αορίστου χρόνου και υπό την προϋπόθεση ότι αλλάζει ο νόμος για τη συμμετοχή αλλοδαπών στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και αίρονται οι σχετικές διακρίσεις. <br />γ) από το σύστημα μοριοδότησης που θα προκρίνεται σε σχέση με όσους συμμετέχουν σε ένα ανοικτό και όχι κλειστό και φωτογραφικό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ που γεννά νέα προβλήματα και νέες αδικίες. Στο σύστημα μοριοδότησης θα μπορούσαν να εντάσσονται, κατ’ αρχήν:<br />- οι εργαζόμενοι με προϋπηρεσία στο συγκεκριμένο έργο,<br />- οι εργαζόμενοι σε άλλο έργο του δημοσίου γενικότερα,<br />- οι εργαζόμενοι στον κλάδο γενικότερα,<br />- οι απολυμένοι από εταιρείες που έχουν ή είχαν αναλάβει αντίστοιχο έργο στο δημόσιο.<br />4. Η καθιέρωση μεταβατικών διατάξεων είναι αναγκαία για την κάλυψη του χρονικού κενού, στην περίπτωση που αυτό υπάρξει και που δημιουργείται από τη λύση ή τη λήξη των εργολαβικών συμβάσεων μέχρι τη πρόσληψη προσωπικού μετά από τη ψήφιση των νομοθετικών αλλαγών. <br />Σε αυτό το πλαίσιο και σε προσωρινή μεταβατική φάση που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει συνολικά τα δύο χρόνια, υπάρχουν τα εξής σενάρια:<br />α) η πρόσληψη από το δημόσιο φορέα του προσωπικού των εργολαβικών εταιρειών με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι να καλυφθεί το χρονικό κενό, λύση που αποβάλλει μεν αμέσως τους εργολάβους, αλλά διατηρεί προσωρινά την ευέλικτη εργασία στο δημόσιο, αλλά και το πρόβλημα της μη πρόσληψης των μη κοινοτικών αλλοδαπών στην περίπτωση πολιτικής βούλησης διατήρησης της απασχόλησής τους.<br />β) η διατήρηση των εργολαβιών για τη μεταβατική περίοδο, λύση που διατηρεί, χωρίς περιορισμούς, το σύνολο των απασχολούμενων στους εργολάβους, αλλά διατηρεί μεταβατικά τις εργολαβίες στο δημόσιο.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-17136416353880363452009-12-09T14:46:00.000+02:002009-12-09T14:47:49.357+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ <br />ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΟΥΝΗ<br />ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΑΝΑΤΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΩΝ <br />& ΟΙΚΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ (Π.Ε.Κ.Ο.Π.)</span><br /><br /><br />Σήμερα παρουσιάζοντάς σας τις συνθήκες εργασίας στον κλάδο μας αναδεικνύουμε μία μορφή ευέλικτης εργασίας χαμηλού κόστους, η οποία παρουσιάζει νομοθετικά κενά και ενισχύει την εργασιακή ανασφάλεια και την κοινωνική αβεβαιότητα. Επίσης αναδεικνύετε η πλευρά τις παράνομης ευελιξίας που αφορά την παραβίαση των διατάξεων τις εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, που στον κλάδο μας είναι πολύ υψηλή.<br />Οι παραβιάσεις είναι:<br />• Μη καταβολή νομίμων αποδοχών, <br />• ωράρια εργασίας, <br />• κοινωνική ασφάλιση, <br />• υγιεινή και ασφάλεια, <br />• συνδικαλιστικές ελευθερίες, <br />• βλαπτικές μεταβολές στους όρους εργασίας, <br />• διάφορες μορφές πιέσεων, εκβιασμών και παρενοχλήσεων.<br />Ιδιαίτερα έντονες είναι οι παραβιάσεις στους αλλοδαπούς εργαζόμενους οι οποίοι είναι περισσότερο ευάλωτοι, ανασφαλείς καθώς δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και υπογράφουν όρους εργασίας που καταστρατηγούν όλα τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα.<br />Οι μέθοδοι που ακολουθούν οι εργοδότες για την παραπλάνηση τόσο των ελεγκτικών μηχανισμών όσο και για την καταστρατήγηση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων μας είναι πολλοί και ποικίλοι.<br />Στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα θεωρούμαστε προσωπικό τέταρτης κατηγορίας με συνθήκες εργασίας υποδεέστερες από αυτές που ισχύουν σε οποιοδήποτε εργαζόμενο αυτής της χώρας.<br />Οι εταιρείες καθαρισμού που αναλαμβάνουν εργολαβικά την καθαριότητα στην χώρα μας αναπτύχθηκαν ραγδαία την τελευταία δεκαετία και έχουν ως αποτέλεσμα την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την διάδοση ευέλικτων μορφών απασχόλησης ,την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων δημοσίου συμφέροντος.<br />Στον ιδιωτικό τομέα το φαινόμενο των εργολαβιών είναι ευρύτερα εκτεταμένο, τα ποσοστά καταστρατηγήσεων είναι πάρα πολύ υψηλά.<br />Όπως καταλαβαίνετε η αντεργατική συμπεριφορά η καταστρατήγηση όλων των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων δεν επιτρέπουν βελτίωση στο εργασιακό περιβάλλον μας γι αυτό η πρακτική της ανάθεσης του έργου σε εργολάβο πρέπει να εγκαταλειφθεί.<br /><br />Παλεύουμε για ίσα δικαιώματα στην εργασία Έλληνες και Μετανάστες.<br />Καλύτερες συνθήκες εργασίας.<br />Σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-57160430381658691892009-12-09T14:31:00.006+02:002009-12-09T14:45:57.198+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ<span style="font-weight:bold;">Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ<br />ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ<br />ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ</span><br /><br /><br />Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι η λύση στα σοβαρά προβλήματα ανεργίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην εξάπλωση μορφών εργασίας που αποκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην τυπική σύμβαση εργασίας: η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι υπεργολαβική παροχή υπηρεσιών, η ενοικίαση εργαζομένων, ο μετεωρισμός των προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage), χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα, με την κρατική υποστήριξη, με την μετατροπή του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και, συχνά, με άμεση κρατική χρηματοδότηση.<br /> Η συστηματική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δημιούργησε, σε μια αγορά εργασίας που δεν διέθετε ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς και εποπτικούς μηχανισμούς και ούσα εξοικειωμένη στον εργοδοτικό και κρατικό συνδικαλισμό, φαινόμενα που σήμερα κατονομάζονται ως «συνθήκες ζούγκλας». Οι «συνθήκες ζούγκλας» αποτυπώνουν την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργοδοτών, όχι μόνον έναντι των εργαζομένων μισθωτών, αλλά και έναντι της κοινωνίας εν συνόλω. Πρακτικά σηματοδοτούν την προσαρμογή (αυξομείωση) του χρόνου εργασίας στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την αύξηση των ρυθμών εργασίας, την υψηλή συχνότητα των απολύσεων και την αύξηση της ανακύκλησης του εργατικού δυναμικού, την αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας και τη μεταφορά του κόστους ασφάλισης και απόκτησης εργασιακών δεξιοτήτων στους μισθωτούς, τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών και την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος. Θεωρητικά σηματοδοτούν τη ρευστοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών της εργασίας, τη διαγραφή του εργασιακού τους παρελθόντος, το στιγμιαίο του παρόντος και την αβεβαιότητα του εργασιακού τους μέλλοντος.<br /> Αν και αυτές οι εξελίξεις έχουν πλέον αποτυπωθεί στις πολλαπλές τους διαστάσεις και αν η κατανόηση ότι η συσσώρευση βαρών και κόστους προσαρμογής στη μισθωτή εργασία επέφερε δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με αμφισβητούμενα θετικά διευρύνεται μεταξύ των αναλυτών και της επιστημονικής κοινότητας, μια πτυχή παραμένει σχετικά αφώτιστη. Στην Ελλάδα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κατευθύνθηκε κυρίως προς το δημόσιο τομέα, στους δημόσιους οργανισμούς και στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και προς την απασχόληση στο στενό κρατικό μηχανισμό. Κατά κάποιον τρόπο, περίεργο αλλά όχι ανεξήγητο, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο έγινε συστηματικά ως αναγκαία παράκαμψη των χρονοτριβών που επέβαλε ο Νόμος Πεπονή (2004) για την επιλογή του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης!<br /> Το Πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει το χώρο πληθώρας πειραματισμών και εφαρμογής επισφαλών μορφών εργασίας. Η επισφάλεια της εργασίας περιλαμβάνει όλους τους τομείς δραστηριοτήτων του: το διδακτικό και το ερευνητικό έργο, το διοικητικό προσωπικό, το προσωπικό σε ευαίσθητους τομείς, όπως οι βιβλιοθήκες και τα κέντρα μηχανοργάνωσης, δικτύων και υπολογιστών, τη φύλαξη, τη συντήρηση και την καθαριότητα των χώρων. Μια πληθώρα εργαζομένων εμπλέκονται σε σχέσεις επισφαλείς, περιορισμένου χρόνου ή και ωραρίου, χαμηλών αποδοχών, οι οποίες, άλλωστε, καταβάλλονται με μεγάλη καθυστέρηση, περιορισμένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Από τους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80 ως τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους στην καθαριότητα και από τους συμβασιούχους διοικητικούς υπαλλήλους και τους οιονεί «επαγγελματίες» που αμείβονται με μπλοκ αποδείξεων ως τη συχνά απλήρωτη εργασία των υποψήφιων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών.<br /> Η εισήγησή μου αποσκοπεί να βοηθήσει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της εργασιακής επισφάλειας στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με την ογκούμενη επισφάλεια του δημόσιου τομέα. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού και τα έτη που θα συγκριθούν είναι το 1999, 2004 και 2008. Αν και οι περίοδοι μεταξύ των ετών δεν έχουν ίση χρονική διάρκεια, η επιλογή του 2008 ως τερματικού έτους είναι αναγκαία, οφειλόμενη στη διαθεσιμότητα των στοιχείων κατά την ημέρα της παρουσίασης. Τα στοιχεία αναφέρονται στο β’ τρίμηνο του έτους (Απρίλιος – Ιούνιος), γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση μερικώς, τουλάχιστον, των επιπτώσεων της νέας τουριστικής περιόδου στα μεγέθη και στη σύνθεση της απασχόλησης. Για ευνόητους λόγους, η ανάλυση περιορίζεται μόνο στη μισθωτή εργασία.<br /> Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει με ακρίβεια το εγχείρημα εισαγωγής των «ευέλικτων» μορφών εργασίας στο δημόσιο τομέα κατά την περίοδο 1999-2008. Η κυβερνητική αλλαγή το 2004 διαχωρίζει την περίοδο σε δύο υποπεριόδους, που χαρακτηρίζονται από σχετικά διακριτές λογικές: Η περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος επέκτασης της μερικής και, ιδιαίτερα, της προσωρινής εργασίας στο δημόσιο τομέα.<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNuPOBnbCEknOLi5ZJ82F5f89cyloWtQdQ7Xwbvs2j4RmW5lWW3sfLrU7UoQlkWO3YdCnfsDY2fedjZMzbnGNUwme83V3rmZYJYa854GEHbi29iNOH8lZsF7yyyMJCo4N_E_O12BdFacM/s1600-h/pinakas.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 234px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNuPOBnbCEknOLi5ZJ82F5f89cyloWtQdQ7Xwbvs2j4RmW5lWW3sfLrU7UoQlkWO3YdCnfsDY2fedjZMzbnGNUwme83V3rmZYJYa854GEHbi29iNOH8lZsF7yyyMJCo4N_E_O12BdFacM/s320/pinakas.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5413213400633235298" /></a><br /><br /><br /><br />Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχει διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι η λύση στα σοβαρά προβλήματα ανεργίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην εξάπλωση μορφών εργασίας που αποκλίνουν από τα προβλεπόμενα στην τυπική σύμβαση εργασίας: η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι υπεργολαβική παροχή υπηρεσιών, η ενοικίαση εργαζομένων, ο μετεωρισμός των προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage), χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα, με την κρατική υποστήριξη, με την μετατροπή του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και, συχνά, με άμεση κρατική χρηματοδότηση.<br /> Η συστηματική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δημιούργησε, σε μια αγορά εργασίας που δεν διέθετε ιδιαίτερα ισχυρούς θεσμικούς και εποπτικούς μηχανισμούς και ούσα εξοικειωμένη στον εργοδοτικό και κρατικό συνδικαλισμό, φαινόμενα που σήμερα κατονομάζονται ως «συνθήκες ζούγκλας». Οι «συνθήκες ζούγκλας» αποτυπώνουν την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργοδοτών, όχι μόνον έναντι των εργαζομένων μισθωτών, αλλά και έναντι της κοινωνίας εν συνόλω. Πρακτικά σηματοδοτούν την προσαρμογή (αυξομείωση) του χρόνου εργασίας στις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την αύξηση των ρυθμών εργασίας, την υψηλή συχνότητα των απολύσεων και την αύξηση της ανακύκλησης του εργατικού δυναμικού, την αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας και τη μεταφορά του κόστους ασφάλισης και απόκτησης εργασιακών δεξιοτήτων στους μισθωτούς, τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών και την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος. Θεωρητικά σηματοδοτούν τη ρευστοποίηση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών της εργασίας, τη διαγραφή του εργασιακού τους παρελθόντος, το στιγμιαίο του παρόντος και την αβεβαιότητα του εργασιακού τους μέλλοντος.<br /> Αν και αυτές οι εξελίξεις έχουν πλέον αποτυπωθεί στις πολλαπλές τους διαστάσεις και αν η κατανόηση ότι η συσσώρευση βαρών και κόστους προσαρμογής στη μισθωτή εργασία επέφερε δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με αμφισβητούμενα θετικά διευρύνεται μεταξύ των αναλυτών και της επιστημονικής κοινότητας, μια πτυχή παραμένει σχετικά αφώτιστη. Στην Ελλάδα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κατευθύνθηκε κυρίως προς το δημόσιο τομέα, στους δημόσιους οργανισμούς και στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και προς την απασχόληση στο στενό κρατικό μηχανισμό. Κατά κάποιον τρόπο, περίεργο αλλά όχι ανεξήγητο, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο έγινε συστηματικά ως αναγκαία παράκαμψη των χρονοτριβών που επέβαλε ο Νόμος Πεπονή (2004) για την επιλογή του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης!<br /> Το Πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει το χώρο πληθώρας πειραματισμών και εφαρμογής επισφαλών μορφών εργασίας. Η επισφάλεια της εργασίας περιλαμβάνει όλους τους τομείς δραστηριοτήτων του: το διδακτικό και το ερευνητικό έργο, το διοικητικό προσωπικό, το προσωπικό σε ευαίσθητους τομείς, όπως οι βιβλιοθήκες και τα κέντρα μηχανοργάνωσης, δικτύων και υπολογιστών, τη φύλαξη, τη συντήρηση και την καθαριότητα των χώρων. Μια πληθώρα εργαζομένων εμπλέκονται σε σχέσεις επισφαλείς, περιορισμένου χρόνου ή και ωραρίου, χαμηλών αποδοχών, οι οποίες, άλλωστε, καταβάλλονται με μεγάλη καθυστέρηση, περιορισμένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Από τους διδάσκοντες του ΠΔ 407/80 ως τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους στην καθαριότητα και από τους συμβασιούχους διοικητικούς υπαλλήλους και τους οιονεί «επαγγελματίες» που αμείβονται με μπλοκ αποδείξεων ως τη συχνά απλήρωτη εργασία των υποψήφιων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών.<br /> Η εισήγησή μου αποσκοπεί να βοηθήσει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της εργασιακής επισφάλειας στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με την ογκούμενη επισφάλεια του δημόσιου τομέα. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού και τα έτη που θα συγκριθούν είναι το 1999, 2004 και 2008. Αν και οι περίοδοι μεταξύ των ετών δεν έχουν ίση χρονική διάρκεια, η επιλογή του 2008 ως τερματικού έτους είναι αναγκαία, οφειλόμενη στη διαθεσιμότητα των στοιχείων κατά την ημέρα της παρουσίασης. Τα στοιχεία αναφέρονται στο β’ τρίμηνο του έτους (Απρίλιος – Ιούνιος), γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση μερικώς, τουλάχιστον, των επιπτώσεων της νέας τουριστικής περιόδου στα μεγέθη και στη σύνθεση της απασχόλησης. Για ευνόητους λόγους, η ανάλυση περιορίζεται μόνο στη μισθωτή εργασία.<br /> Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει με ακρίβεια το εγχείρημα εισαγωγής των «ευέλικτων» μορφών εργασίας στο δημόσιο τομέα κατά την περίοδο 1999-2008. Η κυβερνητική αλλαγή το 2004 διαχωρίζει την περίοδο σε δύο υποπεριόδους, που χαρακτηρίζονται από σχετικά διακριτές λογικές: Η περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είναι η κατ’ εξοχήν περίοδος επέκτασης της μερικής και, ιδιαίτερα, της προσωρινής εργασίας στο δημόσιο τομέα.<br /><br /><br />ΠΙΝΑΚΑΣ 2<br /><br />ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ<br /><br />ΕΤΟΣ ΜΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ<br />1983 6.5 16.3<br />1992 4.8 10.3<br />1998 6.0 13.4<br />1999 6.1 13.5<br />2004 4.6 12.4<br />2008 5.2 11.5<br /><br />Ο Πίνακας 2 δείχνει ότι η μερική και η προσωρινή απασχόληση ήταν αρκετά διαδεδομένες στην Ελλάδα, πριν εφαρμοσθούν οι πολιτικές απορρύθμισης στη δεκαετία του 1990. <br /> Αν και η προσωρινή απασχόληση φαίνεται να κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ των δύο φύλων (49,7% της προσωρινής απασχόλησης το 2008 είναι γυναίκες), η μερική απασχόληση είναι κυρίως γυναικείου φύλου. Το 2008 το 71,8% των μερικώς απασχολουμένων ήταν γυναίκες.<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZXp6bji5AjX4cvnfXL5hm_W9_SE-rEo5WZFMSDMxlb56gTiDW4hlhLW2UM-kX9TjdQSawxNslXSMnAiSkqMR649IcAst6u4hO_mLq8Fuyb9pRTZCaf97b2PsVRxNSVIohuuzbw_fAW6c/s1600-h/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+2.bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 200px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZXp6bji5AjX4cvnfXL5hm_W9_SE-rEo5WZFMSDMxlb56gTiDW4hlhLW2UM-kX9TjdQSawxNslXSMnAiSkqMR649IcAst6u4hO_mLq8Fuyb9pRTZCaf97b2PsVRxNSVIohuuzbw_fAW6c/s320/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+2.bmp" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5413215299928005154" /></a><br /><br /><br />Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων αποτυπώνονται και στο Διάγραμμα 1, καθώς η μερική απασχόληση στους άνδρες συγκεντρώνεται στις ηλικίες κάτω των 35 ετών και άνω των 50, ενώ στις γυναίκες συγκεντρώνεται περισσότερο και με σχετική ισότητα των κατανομών στις ηλικιακές ομάδες μεταξύ 25 και 45 ετών, δηλαδή των ώριμων εργασιακά ομάδων ηλικιών.<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjH9uOpBSlzoW4oi1XxezjISYsWMWb2iU4TMO006uqA7lFPkT7IczkHnnl4yjnoXNz7ZD7d8_2mSvlgFTuO1sU2CUiziaJLwjC5LTPcvH4wdmIlwVAux6WQvajANLAr5z_hbXl8KUV3Vfw/s1600-h/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+3.bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 200px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjH9uOpBSlzoW4oi1XxezjISYsWMWb2iU4TMO006uqA7lFPkT7IczkHnnl4yjnoXNz7ZD7d8_2mSvlgFTuO1sU2CUiziaJLwjC5LTPcvH4wdmIlwVAux6WQvajANLAr5z_hbXl8KUV3Vfw/s320/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+3.bmp" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5413215788633447650" /></a><br /><br /><br />Σε αντίθεση με τη μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία εμφανίζει ηλικιακή κατανομή που φθίνει μονοτόνως και για τα δύο φύλα μετά την ηλικία των 30 ετών. Η προσωρινή εργασία φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη νεότητα και την έλλειψη εργασιακής εμπειρίας και φαίνεται να μετατρέπεται σε σταθερή εργασία με την ηλικίωση του ατόμου, αν και δεν πρέπει να αγνοηθεί η συγκέντρωση της προσωρινής εργασίας σε ορισμένους κλάδους. Από την άλλη, η μερική απασχόληση φαίνεται να οδηγεί σε μονιμότερη κατάσταση, είτε αυτή οφείλεται σε «παγίδα» χαμηλών εργασιακών προσόντων – χαμηλών προοπτικών απασχόλησης είτε σε επιλογή των εργαζομένων γυναικών, οι οποίες επωμίζονται τα βάρη της καθημερινής οικογενειακής ζωής. Ο Πίνακας 3 δείχνει τη σταδιακή αύξηση της αναλογίας των εργαζομένων που απορρίπτουν αυτές τις μορφές εργασίας και αναγκάζονται να τις αποδεχθούν λόγω της ανεπάρκειας θέσεων εργασίας μόνιμης και πλήρους ωραρίου.<br /><br /><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT12mmc5oa3jTecmubAt6AeGMQ74iZLODpNBw8lGfOIgXZC_31VSkS3Vw5dpOofMrJIJXSlJMouKFwWDloQBmWl44x113I6uPWpdH1NOL6xqC92i-gDUoD3PCgpJ0M1AUWvWxMXaUK2ic/s1600-h/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+4.bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 200px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjT12mmc5oa3jTecmubAt6AeGMQ74iZLODpNBw8lGfOIgXZC_31VSkS3Vw5dpOofMrJIJXSlJMouKFwWDloQBmWl44x113I6uPWpdH1NOL6xqC92i-gDUoD3PCgpJ0M1AUWvWxMXaUK2ic/s320/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82+%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF+4.bmp" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5413216184616338146" /></a>Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-84178730412312722372009-12-09T14:18:00.002+02:002009-12-09T14:23:08.237+02:00ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Δ.Σ. & ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΟΜΙΛΙΩΝ, ΑΘΗΝΑ, 2009 <br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Δ.Σ. ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΕΠ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ<br />19/05/2009</span><br /><br />Εδώ και κάποια χρόνια οι πράξεις διορισμού εκλεγέντων μελών ΔΕΠ καθυστερούν σημαντικά. Σήμερα η καθυστέρηση αυτή φτάνει ή και υπερβαίνει το ενάμιση έτος, ξεπερνώντας κατά πολύ κάθε έννοια εύλογου διαστήματος απόκρισης των εμπλεκόμενων στη διαδικασία Υπουργείων Παιδείας και Οικονομίας και Οικονομικών. Αυτή τη στιγμή περισσότεροι από 500 εκλεγμένοι συνάδελφοι όλων των βαθμίδων, κυρίως λέκτορες, παραμένουν αδιόριστοι. Από αυτούς μέσα στο 2009 θα διοριστούν οι 175, ενώ για τους υπόλοιπους «έχει ο θεός». Στο μεταξύ, τα εκλεγμένα μέλη ΔΕΠ εξαναγκάζονται σε ανεργία ή εργάζονται διδάσκοντας με υποκλάσματα συμβάσεων του Π.Δ. 407/80 και ετήσιες απολαβές που σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπερβαίνουν τα 1000 ευρώ. Αυτή η απαράδεκτη και πέραν κάθε λογικής καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας διορισμού και επομένως στην ένταξη των συναδέλφων στη μισθοδοσία έχει πλέον παγιωθεί και, αντί να περιορίζεται, αυξάνεται προοδευτικά χρόνο με το χρόνο, μήνα με το μήνα. <br />Πολλοί από τους αδιόριστους συναδέλφους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ιδιαίτερα στα νέα τμήματα, διδάσκοντας υποχρεωτικά μαθήματα σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Χωρίς αυτούς, τα μικρά αυτά τμήματα αδυνατούν ουσιαστικά να λειτουργήσουν, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές ηθικές δουλείες και συνειδησιακά διλήμματα στους συναδέλφους.<br />Η ‘’υπερ-ευέλικτη’’ εργασία στα ελληνικά πανεπιστήμια αφορά, εκτός από το τεχνικό και διοικητικό προσωπικό και τους διδάσκοντες-ερευνητές. Στους 2.500 και πλέον κακοπληρωμένους και αργοπληρωμένους συμβασιούχους του Π.Δ. 407/80 που αποτελούν το 25% του διδακτικού προσωπικού, ποσοστό που φτάνει το 50% ή και περισσότερο σε κάποια νέα τμήματα και στα περιφερειακά πανεπιστήμια, μια νέα ενδιάμεση κατηγορία πανεπιστημιακών δασκάλων χωρίς δικαιώματα φαίνεται να δημιουργείται. Μήπως είμαστε, κυριολεκτικά, ένα βήμα πριν την «θεσμοθέτηση» των ωρομίσθιων πανεπιστημιακών με μπλοκάκι. Μήπως μετά την καθαριότητα, τη φύλαξη και την τεχνική υποστήριξη ήρθε η ώρα των εργολάβων και για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό; <br />Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αρκείται σε ανέξοδες αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά πολυδάπανες διαφημιστικές καμπάνιες του τύπου «η παιδεία στην κορυφή» και σε φληναφήματα περί στήριξης του δημόσιου πανεπιστημίου δια της προσπάθειας ίδρυσης ιδιωτικών. Αρνείται επίμονα να εξασφαλίσει τους ελάχιστους όρους λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας και να τηρήσει τον προγραμματισμό που η ίδια έχει θέσει. <br />Έχοντας υπόψη την παραπάνω κατάσταση, τόσο οι διοικήσεις των πανεπιστημίων όσο και η ΠΟΣΔΕΠ οφείλουν να διεκδικήσουν άμεσες λύσεις στο πρόβλημα του απαράδεκτου καθεστώτος των συμβάσεων Π.Δ. 407/80 και της εργασιακής ομηρίας των αδιόριστων μελών ΔΕΠ. <br />Ζητάμε από την ΠΟΣΔΕΠ:<br />• Να ζητήσει συνάντηση με τον υπουργό Παιδείας στην οποία θα απαιτήσει επίσημη ενημέρωση για τους λόγους της καθυστέρησης στη διαδικασία των διορισμών μελών ΔΕΠ και θα ζητήσει τη ρητή δέσμευση του υπουργού για το χρόνο ολοκλήρωσής τους. <br />• Να παρασταθεί νομικά στους αδιόριστους συναδέλφους προκειμένου αυτοί να διεκδικήσουν αποζημίωση για το μη διορισμό τους σε χρόνο πέραν του εύλογου διαστήματος απόκρισης της Δημόσιας Διοίκησης.<br />• Να διοργανώσει συνέντευξη τύπου με αποκλειστικό θέμα τη θλιβερή πραγματικότητα της επισφαλούς εργασίας στα Πανεπιστήμια σε όλες τις κατηγορίες του προσωπικού.<br />• Να απαιτήσει επίσημα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό συμβάσεων του Π.Δ. 407/80 που ενέκρινε το υπουργείο για το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009 και να τα δώσει στη δημοσιότητα σε αντιπαραβολή με τον αριθμό των πραγματικά εργαζόμενων με το καθεστώς αυτό.<br />• Να διακηρύξει σε όλους τους τόνους και προς όλες τις κατευθύνσεις την πάγια θέση του πανεπιστημιακού κινήματος για περιορισμό του θεσμού των 407/80 και άμεση προκήρυξη θέσεων μελών ΔΕΠ που θα καλύπτουν τις οργανικές ανάγκες των τμημάτων. <br /><br />Ο Γραμματέας Η Πρόεδρος<br />Σταύρος Κωνσταντακόπουλος Κάτια Φωτεινοπούλου<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ<br />21/10/2009</span><br /><br />Αγαπητοί Συνάδελφοι, <br />Όπως όλοι γνωρίζουμε, το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος, το Υπουργείο Παιδείας διέθεσε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο έξι θέσεις ΠΔ 407 στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή (Φ.122.5/108248(6)/Β2.26.8.08 και Φ.122.5/23/108248-6α/Β2/13.2.09). Το Πρυτανικό Συμβούλιο με αποφάσεις του στις 14/11/08 και 27/2/09 μετέτρεψε τις 6 θέσεις Αν. Καθηγητή σε 7,74 (!) θέσεις σε βαθμίδα λέκτορα, τις οποίες κατένειμε σε εννέα τμήματα του Πανεπιστημίου. <br />Οι 7,74 θέσεις οδήγησαν στην υπογραφή 64 (!) συμβάσεων για την κάλυψη 64 αντίστοιχων εξαμηνιαίων μαθημάτων. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο, οι έξι ετήσιες συμβάσεις μετατράπηκαν σε 64 συμβάσεις μέσης διάρκειας 18 ημερών (!!!).<br />Παρόλο που οι διδάσκοντες του ΠΔ 407 καλύπτουν κενά του προγράμματος σπουδών και έχουν πολύτιμη διδακτική προσφορά, οι συμβάσεις αυτές αμείβονται με ευτελή ποσά υποπολλαπλάσια της αμοιβής των μελών ΔΕΠ και οι «απολαβές» τους διαμορφώνονται τελικά σε επίπεδα κατώτερα από την ωριαία αποζημίωση της ανειδίκευτης εργασίας. Παράλληλα οι συνάδελφοι μας αυτοί αποκλείονται από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση και το επίδομα ανεργίας, καθώς δεν καλύπτουν τις ελάχιστες προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την εγγραφή στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΔ. Τυπικά, επιπλέον, δεν καλύπτουν και το βασικό κίνητρο των συναδέλφων, που είναι να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα εξάμηνα αυτοδύναμης διδασκαλίας, ώστε να διεκδικήσουν μια θέση ΔΕΠ.<br />Με αυτή την ηθικά και νομικά έωλη πρακτική φτάσαμε σήμερα σε μια κατάσταση όπου τουλάχιστον 40 διδάσκοντες του ΠΔ 407 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο παραμένουν απλήρωτοι για το επιστημονικό έργο που προσέφεραν κατά το ακαδημαϊκό έτος 2008-9.<br />Το ΔΣ του Συλλόγου Διδασκόντων του Παντείου Πανεπιστημίου στη συνάντηση του στις 20/10/2009 αποφάσισε να στηρίξει έμπρακτα τους συναδέλφους διδάσκοντες ΠΔ 407 και να προβεί καταρχάς στις ακόλουθες ενέργειες: <br /><br />• Να ζητήσει άμεσα συνάντηση με τον Πρύτανη προκειμένου να ενημερωθεί: αφενός μεν σχετικά με τον τρόπο που η Πρυτανεία σκοπεύει να επιλύσει και πότε το σοβαρό αυτό πρόβλημα των απλήρωτων συναδέλφων και αφετέρου πώς σκοπεύει να διευθετήσει τα διδακτικά θέματα που προκύπτουν στα τμήματα του Πανεπιστημίου μας το τρέχον Ακαδημαϊκό έτος <br />• Να ενημερώσει σχετικά την ΠΟΣΔΕΠ και να ζητήσει τη στήριξη της Ομοσπονδίας.<br />• Να εξετάσει τη πιθανότητα προσφυγής στα αρμόδια όργανα της πολιτείας για τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων. <br />• Να θέσει τα πολύ σοβαρά αυτά θέματα στην επόμενη Γενική Συνέλευση.<br /><br /> <br /> H Πρόεδρος Ο Γραμματέας<br /> Κάτια Φωτεινοπούλου Σταύρος ΚωνσταντακόπουλοςEvelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-80819509951224516512009-06-16T11:33:00.002+03:002009-06-16T11:41:35.195+03:00ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ<span style="font-style:italic;">Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην<br />Εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ», φύλλο 945, 18 Ιανουαρίου 2008<br /><br />ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ<br />της Μαρίας Καραμεσίνη*</span><br /><br />Η πρόσφατη εξέγερση των μαθητών προκάλεσε πολλές αναλύσεις για το υπόβαθρο<br />της δυσαρέσκειας, με συχνές αναφορές στα προβλήματα που οι νέοι αντιμετωπίζουν<br />στην αγορά εργασίας. Το «πρεκαριάτο», ένας νέος όρος που χρησιμοποιήθηκε για να<br />υποδηλώσει αυτούς που έχουν ασταθή απασχόληση και αβέβαιες προοπτικές<br />σταθερής εργασιακής ένταξης, πήρε τη θέση του δίπλα στη «γενιά των 700 ευρώ».<br />Ανεξαρτήτως εάν και σε ποιό βαθμό τα προβλήματα ένταξης των νέων στην αγορά<br />εργασίας ορθά ερμηνεύουν τα βαθύτερα αίτια της συγκεκριμένης εξέγερσης,<br />σίγουρα συνδέονται με τις πιέσεις που δέχονται οι μαθητές για είσοδο στην<br />τριτοβάθμια εκπαίδευση και γενικά οι νέοι για την απόκτηση όλο και περισσότερων<br />πτυχίων και πιστοποιητικών γνώσεων και δεξιοτήτων, όπως επίσης και με την<br />ανασφάλεια που βιώνουν πριν ακόμα ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους.<br />Όμως, λόγω ελλείψεων στην κοινωνική έρευνα, τα προβλήματα μετάβασης των νέων<br />από την εκπαίδευση στην σταθερή απασχόληση έχουν μέχρι σήμερα προσεγγιστεί<br />μόνο σε πρώτο επίπεδο. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει το<br />υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. των 27 στις ηλικίες 15-24 ετών και τη<br />μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στις ίδιες ηλικίες (διπλάσιο ποσοστό<br />ανεργίας στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες). Δεδομένου όμως ότι, σήμερα, οι<br />μισές γυναίκες ηλικίας 27 ετών και οι μισοί άνδρες ηλικίας 30 ετών ζουν ακόμα με<br />τους γονείς τους, η «νεότητα» στη χώρα μας διαρκεί όχι μόνο πέραν του στατιστικού<br />ορίου των 24 ετών αλλά για πάρα πολλούς – ιδίως νεαρούς άνδρες - ακόμα και μετά<br />τα 30. Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη<br />Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Λετονία και τη Λιθουανία αποτελούν την ομάδα χωρών<br />της Ε.Ε. των 27 με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση ανεξαρτητοποίησης των νέων από<br />τους γονείς. Οι δυσκολίες εργασιακής σταθεροποίησης και επαγγελματικής<br />αποκατάστασης αποτελούν τη βασική, αν και όχι τη μοναδική, αιτία. Η υπερ-<br />προστασία των παιδιών στο πλαίσιο της οικογένειας σε συνδυασμό με τους<br />χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στον κόσμο φαίνεται να είναι πλέον κοινά<br />χαρακτηριστικά στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τις χώρες της Βαλτικής.<br />Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε και σχολιάζουμε στοιχεία που συχνά απουσιάζουν<br />από το δημόσιο διάλογο για σημαντικά χαρακτηριστικά της μετάβασης των νέων από<br />την εκπαίδευση στην αμειβόμενη εργασία, με σκοπό να αναδειχθούν καλύτερα οι<br />δυσκολίες εργασιακής τους ένταξης και επαγγελματικής τους αποκατάστασης.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Ανεργία των νέων - μη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό</span><br /><br />Η ανεργία των νέων στη χώρα μας εμφανίστηκε μεν με την οικονομική κρίση της<br />δεκαετίας του 1970, αλλά οξύνθηκε με την ύφεση των ετών 1980-1983. Στις αστικές και<br />ημιαστικές περιοχές το ποσοστό της στις ηλικίες 15-19 ετών ανέβηκε από 4,2% το 1974<br />στο 28,3% το 1983 και παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του<br />1980. Η ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1990, μαζί με άλλους παράγονες που θα<br />περιγράψουμε στη συνέχεια, πυροδότησαν εκ νέου την άνοδο της ανεργίας στους<br />νέους, που έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών το 1999 (31,5%).<br />Έκτοτε, το ποσοστό ακολούθησε σταθερή καθοδική πορεία, που είχε ως αποτέλεσμα<br />να πέσει στο 20,6% το β΄τρίμηνο του 2008, πριν την έναρξη της πρόσφατης κρίσης.<br />Από την εμφάνιση της ανεργίας των νέων στη χώρα μας κατά το δεύτερο μισό της<br />δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, ο βαθμός συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό<br />έχει μειωθεί λόγω αφενός της παράτασης της διάρκειας εκπαίδευσης των νέων,<br />αφετέρου της μείωσης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας αυτών που βρίσκονται<br />στην εκπαίδευση. Μέχρι το 2000, η μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό<br />αφορούσε αποκλειστικά τις ηλικίες των 15-19 ετών. Από το 2000 μέχρι σήμερα αφορά<br />και τους νέους 20-24 ετών, των οποίων ο βαθμός συμμετοχής μειώθηκε θεαματικά.<br />Έτσι, παρά το δραματικό της ύψος της ανεργίας των νέων στη χώρα μας όταν αυτό<br />υπολογίζεται ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού και τη μεγάλη απόσταση που<br />χωρίζει την Ελλάδα από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ως προς αυτό το ποσοστό, η<br />ανεργία πλήττει σήμερα στη χώρας μας μόνο το 7% του συνολικού πληθυσμού 15-24<br />ετών, όπως ακριβώς και στις χώρες της Ε.Ε. των 15, 25 ή 27 κατά μέσο όρο.1 Κι αυτό<br />διότι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ηλικίας 15-24 ετών στην Ελλάδα δεν<br />συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό (69% έναντι 56% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.των 27).<br />Ταυτόχρονα είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου και η<br />συνακόλουθη μείωση της συμμετοχής των ατόμων 15-19 ετών στο εργατικό δυναμικό<br />συνέβαλαν στην άμβλυνση του κοινωνικού προβλήματος της ανεργίας των νέων στη<br />χώρα μας, όταν αυτό υπολογιστεί στο σύνολο του νεανικού πληθυσμού, καθόλου δεν<br />περιόρισαν τον κίνδυνο ανεργίας όσων νέων αναζητούσαν εργασία στις δεκαετίες του<br />1980 και 1990. Κι αυτό διότι η κρίση και η στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας μεταξύ 1980 και 1993 και η αργή ανάκαμψή της μετά το 1993 και μέχρι το τέλος της<br />δεκαετίας του 1990 υπονόμευσαν το ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.<br />Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου συνέβαλε στην<br />επιδείνωση της νεανικής ανεργίας στις ηλικίες 20-29 ετών, μέσω της αύξησης της<br />συμμετοχής των νεαρών γυναικών στο εργατικό δυναμικό (βλέπε πίνακα 1),<br />μετατόπισε τον κύριο όγκο της ανεργίας από τις ηλικίες 15-24 σ’αυτές 20-29 ετών και<br />μετέθεσε την έκρηξη του προβλήματος από τη δεκαετία του 1980 σε αυτήν του 1990.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Άνοδος εκπαιδευτικού επιπέδου – όλοι οι νέοι στην αγορά εργασίας μετά την<br />εκπαίδευση</span><br /><br />Η θεαματική άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου του νεανικού πληθυσμού την<br />τελευταία εικοσαετία αποτυπώνεται ανάγλυφα στον πίνακα 2. Εντυπωσιάζουν η<br />μείωση των ατόμων 25-29 ετών που δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική<br />εκπαίδευση από 38% σε 9% όπως και η αύξηση των ατόμων ίδιας ηλικίας που έχουν<br />τουλάχιστον τελειώσει το λύκειο από 50 σε 80% και αυτών που έχουν πτυχίο<br />τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από 19 σε 44%.<br />Στα παραπάνω στοιχεία πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι τα ΙΕΚ, που<br />ιδρύθηκαν το 1992 ως μεταλυκειακή βαθμίδα αρχικής κατάρτισης, έχουν καταστεί<br />βασικό κανάλι εισόδου στην αγορά εργασίας για τους κατόχους απολυτηρίου λυκείου<br />που δεν συνεχίζουν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, κατά συνέπεια,<br />μπορεί να εκληφθούν ως άτυπη εκπαιδευτική βαθμίδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία<br />πρόσφατης έρευνας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,2 έξι χρόνια μετά την αποφοίτηση,<br />50% των αποφοίτων γενικού λυκείου και 20% των αποφοίτων ΤΕΕ του έτους 2001 που<br />δεν είχαν προχώρησει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές<br />τους σε δημόσιο ή ιδιωτικό ΙΕΚ. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που, σήμερα, το<br />86% των νέων ηλικίας 15-19 ετών είναι στην εκπαίδευση (βλέπε Πίνακα 3).<br />Στις ηλικίες των 20-24 ετών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%, και οφείλεται στη<br />μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στο ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία<br />πρόσφατης πανελλαδικής έρευνας της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων<br />Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων,3 η μέση καθυστέρηση ολοκλήρωσης των σπουδών<br />στο πανεπιστήμιο είναι 1,5 έτος ενώ η μέση ηλικία αποφοίτησης τα 24,2 έτη. Η ίδια<br />έρευνα έδειξε ότι 40% των αποφοίτων πανεπιστημίου κάθε έτους προχωρά στην<br />πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών, γεγονός που εξηγεί, μαζί με την<br />καθυστερημένη ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών, το γεγονός ότι το ποσοστό<br />των νέων 25-29 ετών που βρίσκονται στην εκπαίδευση ανέρχεται σε 8%.<br />Βασικό χαρακτηριστικό των εκπαιδευόμενων νέων στην Ελλάδα είναι ότι, στη<br />συντριπτική τους πλειοψηφία και σε όλες τις ηλικίες, δεν συμμετέχουν στο εργατικό<br />δυναμικό. Τα ποσοστά μη συμμετοχής είναι τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ και απέχουν<br />αισθητά από το μέσο όρο των χωρών του (βλέπε πίνακα 4). Αντίθετα, όσοι έλληνες<br />νέοι 20 ετών και πάνω δεν είναι στην εκπαίδευση συμμετέχουν σε πολύ μεγάλο<br />βαθμό στο εργατικό δυναμικό (μεγαλύτερο κατά τι από το μέσο όρο των χωρών του<br />ΟΟΣΑ, πίνακας 5). Άν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι η υποχρεωτική στρατιωτική<br />θητεία στους άνδρες αποτελεί βασικό λόγο μη συμμετοχής ενός μεγάλου μέρους του<br />νεανικού πληθυσμού και ότι, για τις γυναίκες, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου<br />παιδιού είναι τα 28 έτη, τότε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι νέες γενιές ανδρών και γυναικών συμμετέχουν στο σύνολό τους στην αγορά εργασίας μετά το τέλος της<br />εκπαίδευσης και, όταν δεν συμμετέχουν, η αιτία είναι προσωρινή.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Ανεργία, ευέλικτη απασχόληση, καθυστέρηση της μετάβασης</span><br /><br />Έχει ειπωθεί και γραφτεί επανηλειμμένα ότι οι νέοι είναι ο κύριος φορέας των<br />ευέλικτων εργασιακών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας τις δύο τελευταίες<br />δεκαετίες. Ο πίνακας 6 αποτυπώνει τη συχνότητα εμφάνισης της προσωρινής<br />απασχόλησης στους μισθωτούς και πιστοποιεί του λόγου το αληθές.<br />Ανεργία και προσωρινή απασχόληση είναι φαινόμενα αλληλένδετα στην πορεία<br />μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην σταθερή αμειβόμενη απασχόληση. Το<br />επικρατούν σχήμα αυτής της πορείας είναι τα μεγάλα διαστήματα ανεργίας κατά την<br />πρώτη είσοδο στην αγορά εργασίας και, στη συνέχεια, η αλλαγή εργασιών<br />προσωρινής διάρκειας με ή χωρίς διαστήματα ανεργίας στο ενδιάμεσο, τα οποία είναι<br />κατά κανόνα μικρότερα του αρχικού διαστήματος πρώτης ένταξης.<br />Η διάρκεια μετάβασης σε μία θέση σταθερής απασχόλησης μπορεί να διαρκέσει<br />πολλά χρόνια και εξηγεί, μαζί με τις χαμηλές αμοιβές, τη μακροχρόνια εξάρτηση των<br />νέων από τους γονείς τους. Σχετικά πρόσφατη εργασία4 με αντικείμενο την<br />παρακολούθηση της πορείας εργασιακής ένταξης των νέων διαφορετικών<br />εκπαιδευτικών επιπέδων έδειξε ότι, έξι χρόνια μετά την αποφοίτηση, ένας στους τρεις<br />πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένας στους δύο αποφοίτους γυμνασίου και<br />δύο στους τρεις αποφοίτους λυκείου δεν έχουν βρει ακόμα σταθερή δουλειά.<br />Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν ταυτίζονται με την προσωρινή απασχόληση<br />(οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή έργου μπορούν να είναι αορίστου χρόνου ή να<br />έχουν μεγάλη διάρκεια) ενώ οι επίσημες στατιστικές υποεκτιμούν την εξάπλωση τους<br />διότι δεν καταγράφουν τις συμβάσεις έργου (κυρίως) σε έναν εργοδότη. Η πρώτη<br />πανελλαδική καταγραφή του εύρους αυτών των συμβάσεων οιονεί μισθωτής εργασίας στους νέους έγινε από την προαναφερθείσα έρευνα της Οριζόντιας Δράσης<br />των Γραφείων Διασύνδεσης. Η έρευνα αυτή έδειξε ότι, 5-7 μετά την αποφοίτησή τους<br />και με μέση ηλικία τα 30 έτη, 45% των πτυχιούχων πανεπιστημίου με εξαρτημένη<br />σχέση εργασίας εμπλέκεται σε ευέλικτες σχέσεις απασχόλησης εκ των οποίων οι<br />μισές αφορούν συμβάσεις έργου σε έναν (κυρίως) εργοδότη.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Εκπαιδευτικό επίπεδο, διάρθρωση της απασχόλησης και προβλήματα ένταξης</span><br /><br />Ένα από τα παράδοξα της ελληνικής περίπτωσης, όταν εξετάζει κανείς τα στατιστικά<br />στοιχεία σε διεθνή σύγκριση, είναι ότι το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 20-24 και<br />25-29 ετών είναι υψηλότερο στους νέους με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο απ’ότι σε<br />αυτούς με χαμηλότερο (βλέπε πίνακα 7). Η ίδια σχέση παρατηρείται ως προς την<br />προσωρινή απασχόληση στις ηλικίες 20-24 ετών, ενώ οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου<br />κατέχουν τα πρωτεία αυτής της μορφής απασχόλησης στις ηλικίες 25-29 και τα<br />μοιράζονται με αυτούς που έχουν απολυτήριο δημοτικού ή δεν έχουν καν τελειώσει το<br />δημοτικό στις ηλικίες 30-34. Επίσης, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι συμβάσεις<br />έργου είναι περισσότερο εξαπλωμένες μεταξύ των νέων που έχουν πτυχίο<br />τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με αυτούς χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου.<br />Μία εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι, στις ηλικίες 20-24 και 25-29, οι<br />απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διανύουν τα πρώτα χρόνια εισόδου στην<br />αγορά εργασίας, ενώ οι νέοι με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο έχουν εισέλθει<br />σ’αυτήν πολλά χρόνια πριν και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ολοκληρώσει την<br />εργασιακή τους ένταξη βρίσκοντας σταθερή απασχόληση. ‘Ενας δεύτερος<br />παράγοντας ερμηνείας είναι η διάρθρωση της απασχόλησης και η δυναμική της<br />(πίνακας 8). Συγκεκριμένα, η αύξηση του αριθμού των αποφοίτων της τριτοβάθμιας<br />εκπαίδευσης τις τελευταίες δεκαετίες ήταν γρηγορότερη από την επέκταση των<br />ευκαιριών απασχόλησής τους σε θέσεις εργασίας ανάλογες με τις σπουδές τους.<br />Ελέγξαμε το τελευταίο επιχείρημα για τα πανεπιστήμια χρησιμοποιώντας στοιχεία<br />της ΕΣΥΕ και βρήκαμε ότι, από το 1994 έως και το 2007 αποφοίτησαν συνολικά 342<br />χιλιάδες πτυχιούχοι από τα πανεπιστήμια της χώρας, στους οποίους πρέπει να<br />προστεθούν και αυτοί που σπούδασαν στο εξωτερικό και αναγνώρισαν τα πτυχία<br />τους στο ίδιο διάστημα. Την ίδια περίοδο, η καθαρή αύξηση της απασχόλησης στα<br />επιστημονικά-καλλιτεχνικά επαγγέλματα, για τα οποία προορίζονται οι πτυχιούχοι<br />πανεπιστημίου ήταν 247 χιλιάδες άτομα και 82 χιλιάδες άτομα στα διευθυντικά<br />επαγγέλματα, στα οποία το μερίδιο των πτυχιούχων πανεπιστημίου ανήρχετο στο<br />μέσο της περιόδου (έτος 2000) σε 13,5% . Είναι λοιπόν εμφανής η αναντιστοιχία<br />μεταξύ του συνολικού αριθμού των νέων πτυχιούχων που αποφοίτησαν από τα πανεπιστήμια την περίοδο 1994-2007 και των νέων θέσεων απασχόλησης που<br />δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο και αντιστοιχούν στο επίπεδό τους.<br />Αυτός ο υπολογισμός είναι χονδρικός και ατελής, διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις<br />αναντιστοιχίες στους επί μέρους επιστημονικούς κλάδους σπουδών. Η εκτεταμένη<br />ετεροαπασχόληση (25%) των πτυχιούχων πανεπιστημίου 5-7 έτη μετά την<br />αποφοίτησή τους, που κατέγραψε η έρευνα της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων<br />Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε<br />επιστημονικού κλάδου σπουδών, αποτελεί ακριβέστερη εκτίμηση της συνολικής<br />στενότητας επαγγελματικών ευκαιριών για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου.<br />Ωστόσο λείπουν τα ανάλογα στοιχεία για τις επαγγελματικές ευκαιρίες και την<br />ετεροαπασχόληση των αποφοίτων ΤΕΙ, που θα τεκμηρίωναν το γενικό επιχείρημα.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Νέοι – ενότητα στη διαφορά</span><br /><br />Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέοι δεν είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους και ότι η<br />εκπαίδευση αναπαράγει τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες μέσα από την επιλογή<br />στα διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης και στις διαφορετικές κατευθύνσεις και<br />κλάδους σπουδών και την προετοιμασία των εκπαιδευόμενων για διαφορετικές<br />θέσεις στον (άνισο) καταμερισμό εργασίας. Είναι επίσης σαφές ότι η ταχύτητα και η<br />ποιότητα της εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης μετά την αποφοίτηση<br />διαφέρουν ανάλογα με το εκπαιδευτικό επίπεδο, την κατεύθυνση και τον κλάδο<br />σπουδών, το φύλο και την κοινωνική προέλευση των αποφοίτων.<br />Όμως, αν και προσωρινή στη ζωή των ατόμων, η νεότητα αποτελεί και φάση ζωής<br />κατά την οποία διαμορφώνονται οι κοινές στάσεις, αξίες και αντιλήψεις μιας γενιάς<br />με βάση τις κοινές ή παρεμφερείες εμπειρίες, τα προβλήματα και τα ιστορικά<br />γεγονότα της εποχής της.<br />Υπ΄αυτήν την έννοια, παρά την προδιαγεγραμμένη διαφορετική τους κατάληξη στον<br />(άνισο) καταμερισμό εργασίας, τα πολύ μεγάλα προβλήματα επαγγελματικής<br />αποκατάστασης που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες,<br />και σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου μετά την έξοδο από το εκπαιδευτικό σύστημα και<br />την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας, αποτελούν τη βάση μιας ”ενότητας στη<br />διαφορά”, που μπορεί να παράγει τόσο μορφές αλληλεγγύης όσο και κοινά αιτήματα<br />και αγώνες. Η αναμενόμενη μεγάλη άνοδος της ανεργίας των νέων τα επόμενα<br />χρόνια και η προεξοφλούμενη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών εργασιακής και<br />επαγγελματικής τους ένταξης λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης που μόλις έχει<br />ξεσπάσει, αποτελούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ωρίμανση των συνειδήσεων.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-66421083004812314322009-06-01T15:40:00.000+03:002009-06-01T15:41:35.222+03:00Η ευελιξία συναντά την ασφάλειαΤου Ευκλείδη Τσακαλώτου<br /><br />Υπάρχει μια άποψη που αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής με όρους σουπερμάρκετ. Η όποια κυβέρνηση μπορεί, με το καλαθάκι της, να διασχίσει το διάδρομο όπου εκδίδονται οι διάφορες επιλογές οικονομικής πολιτικής, και να επιλέξει αυτές τις αρεσκείας της – λίγο ευελιξία από τη Λισσαβόνα, λίγη ασφάλεια από την Δανία και πάει λέγοντας. Με αυτό το τρόπο κάθε χώρα μπορεί να έχει τον συνδυασμό πολιτικών που της ταιριάζει. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι. Από τη μια μεριά έννοιες όπως η ευελιξία και ασφάλεια είναι εξαιρετικά σύνθετες, και από την άλλη το κατά πόσο μπορούν να συνδυαστούν σηκώνει πολύ κουβέντα.<br /> <br />Ας αρχίσουμε με την ευελιξία. Ποιο είναι το ερώτημα στο οποίο η ευελιξία είναι η απάντηση; Τα προηγούμενα χρόνια η πιο συνηθισμένη απάντηση ήταν ότι η ευελιξία είναι το κλειδί να καταλάβουμε τη σχετικά χειρότερη απόδοση των αγορών εργασίας στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ. Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει μια αγορά εργασίας, με όμοιο θεσμικό πλαίσιο, αλλά πολλά μοντέλα με σημαντικές διαφοροποιήσεις όσο αφορά την ευελιξία. Επί πλέον δεν ισχύει καθόλου ότι οι χώρες με το πιο προστατευτικό περιβάλλον, και το μεγαλύτερο κοινωνικό κράτος, έχουν να επιδείξουν χειρότερη επίδοση σε όρους απασχόλησης ή ανεργίας.<br /><br />Βέβαια είναι σχετικά εύκολο να υποστηρίξεις το αντίθετο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ειδικά αν είσαι έτοιμος να αποδείξεις κάποια «ευελιξία» με τα στατιστικά στοιχεία. Έτσι αυτοί που πριν από λίγα χρόνια έκαναν κριτική στους Γάλλους φοιτητές, στη μάχη τους κατά το συμβόλαιο πρώτης εργασίας, τους κατηγορούσαν ότι δεν έπαιρναν σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η Γαλλία, σε σχέση με τις ΗΠΑ, έχει πολύ μεγαλύτερη ανεργία στους νέους. Στην ουσία όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η ανεργία μετριέται ως ποσοστού των απασχολούμενων εργαζόμενων. Με αυτό το μέτρο όντως υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ανεργία στους νέους στη Γαλλία. Αλλά ο λόγος έχει να κάνει με τη γεγονός ότι οι νέοι απασχολούμενοι είναι λιγότεροι στην Γαλλία γιατί σπουδάζουν περισσότερο και δεν δουλεύουν τόσο πολύ στη διάρκεια των σπουδών τους. Δηλαδή ο παρανομαστής του δείκτη ανεργίας είναι μικρότερος στη Γαλλία και έτσι φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα – αν η σύγκριση γινόταν σε σχέση με των αριθμών των νέων ανέργων ως ποσοστό των νέων γενικώς (και όχι των εργαζόμενων νέων), οι αποδόσεις των δυο χωρών δεν διαφέρανε. Και κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει ότι η μακροπρόθεσμη δυναμική της Γαλλικής οικονομίας ενισχύεται από το να έχει περισσότερους φοιτητές και άτομα σε προγράμματα κατάρτισης.<br /><br />Γενικά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ορθόδοξων οικονομολόγων δεν έχουμε αξιόπιστες μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η έλλειψη ευελιξίας προκαλεί μεγάλο κόστος – οι πιο πολλές μελέτες είτε δεν βρίσκουν ισχυρή σχέση μεταξύ ευελιξίας και αποτελεσματικότητας, είτε βρίσκουν ότι αυτή η σχέση είναι εξαιρετικά ασταθής με την έννοια ότι αλλάζει όταν αλλάξει η χρονική περίοδο της μελέτης, ή αν ενσωματωθούν και άλλοι παράγοντες. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να εξηγηθεί ακόμα και από τη σκοπιά της ορθόδοξης προσέγγισης. Η ευελιξία στις απολύσεις, για παράδειγμα, σημαίνει ότι σε καλούς καιρούς οι επιχειρηματίες είναι πιο έτοιμοι να προσλάβουνε προσωπικό, αλλά όταν οι καιροί αλλάξουν προς το δυσμενέστερο είναι και πιο εύκολο να απολύσουν. Η μια επίδραση εξουδετερώνει την άλλη. Συγχρόνως, η δυνατότητα να προσλάβουν φτηνό εργατικό δυναμικό επιτρέπει τις επιχειρήσεις να βγάζουν κέρδη χωρίς να ασχοληθούν με την τεχνολογική αναβάθμιση, την καινοτομία και όλους τους άλλους παράγοντες που προωθούν την απόδοση μακροπρόθεσμα.<br /><br />Αλλά βέβαια ότι η ευελιξία αυξάνει τα κέρδη εξηγεί γιατί την προτιμάει το κεφάλαιο. Από τη σκοπιά της αριστεράς οι αγορές εργασίας εξαρτούνται από τη σχέση του κεφαλαίου με την εργασία. Ο λόγος που η ευελιξία μπήκε τόσο δυναμικά στην ημερήσια διάταξη εξηγείται εν πολλοίς από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο συσχετισμός δύναμης έχει αλλάξει υπέρ του κεφαλαίου. Και η προτεινόμενη ασφάλεια που υποτίθεται ότι θα συμπληρώσει την ευελιξία δεν έρχεται να παρέμβει σε αυτό το συσχετισμό, δεν πρόκειται δηλαδή να δυναμώσει το χέρι των εργαζόμενων αφού δεν επηρεάζει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να απολύσουν εργαζόμενους. Δεν έχουν με τα προτεινόμενα μέτρα οι εργαζόμενοι περισσότερη ασφάλεια να διεκδικήσουν, για παράδειγμα, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Η ασφάλεια έρχεται να ενισχύσει τον ατομικισμό των εργαζόμενων που υποτίθεται αυτοί, και όχι το κράτος, είναι υπεύθυνοι για την απασχόληση τους. Και με αυτό τον τρόπο βέβαια ενισχύει και των ανταγωνισμό μεταξύ εργαζόμενων. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο συνδυασμός της ευελιξίας και της ασφάλειας είναι να ενισχύσει συλλογικές λύσεις. Αυτό θα ήταν εκτός του πλαισίου της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.<br /><br />Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο ΑθηνώνEvelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-17682758810864998562009-06-01T15:36:00.001+03:002009-06-01T15:39:19.730+03:00Προτεραιότητα η προστασία των ανέργωνΤης ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ*<br /><br /> <br /><br />Τα στοιχεία για την ανεργία που ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη διέψευσαν τις προβλέψεις ότι η μεγάλη υποχώρηση της απασχόλησης στην Ελλάδα θα γινόταν αισθητή μόνο μετά το καλοκαίρι, ως συνέπεια της πτώσης της τουριστικής δραστηριότητας.<br /><br />Αν και κατά την καλοκαιρινή περίοδο η οικονομική κρίση και η ανεργία σίγουρα θα παροξυνθούν, η καθαρή υποχώρηση της απασχόλησης κατά 66.100 θέσεις, που κατέγραψε η ΕΣΥΕ μεταξύ Νοεμβρίου 2008 και Φεβρουαρίου 2009, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, με βάση τα στοιχεία που έδινε στη δημοσιότητα μέχρι σήμερα η ΓΣΕΕ. Η τελευταία κατέγραφε πρόσφατα απώλεια 18.600 θέσεων εργασίας και 2.617 διαθεσιμότητες για διάστημα πολύ μεγαλύτερο (αρχές Νοεμβρίου 2008 - τέλος Απριλίου 2009).<br /><br />Επίσης έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η άνοδος του ποσοστού ανεργίας από 8% στο 9,1%, που διαπιστώθηκε με βάση τα ανακοινωθέντα στοιχεία της ΕΣΥΕ, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εάν η στατιστική καταγραφή της ανεργίας δεν απέκλειε από τις τάξεις της τον μεγάλο αριθμό αποθαρρυμένων ανέργων που δεν αναζητούν εργασία με «ενεργητικό» τρόπο, αριθμός που διογκώνεται σε περίοδο οικονομικής κρίσης λόγω του περιορισμού των ευκαιριών απασχόλησης.<br /><br />Ένας από τους πολλούς λόγους της μεγάλης απόστασης μεταξύ των στοιχείων της ΓΣΕΕ και της ΕΣΥΕ φαίνεται να είναι η μη συμπερίληψη από την πρώτη των αυτοαπασχολούμενων στις απώλειες των θέσεων εργασίας. Το αναφέρω διότι τείνουν να μας διαφεύγουν οι επιπτώσεις της κρίσης στις πολυπληθέστατες ατομικές και άλλες μικρές επιχειρήσεις και ιδίως στους ψευδο-αυτοαπασχολούμενους που δουλεύουν με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις άλλων.<br /><br />Ήδη πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ επ' ευκαιρία ή λόγω της κρίσης, πολύ μεγάλος αριθμός εργαζόμενων με συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών έχει απολυθεί επί τόπου και ανέξοδα από επιχειρήσεις χωρίς να έχει καν δικαίωμα αποζημίωσης για απόλυση ή επιδόματος ανεργίας.<br /><br />Η πρόσβαση στα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας της ΕΣΥΕ θα μας επιτρέψει σύντομα τη διερεύνηση των επιπτώσεων της κρίσης στην αυτοαπασχόληση, ωστόσο η άμεση πολιτική προτεραιότητα βρίσκεται στη βελτίωση του συστήματος προστασίας κατά της ανεργίας.<br /><br />Με το 40% μόνο του συνόλου των ανέργων να επιδοτείται, με το επίδομα ανεργίας (σήμερα στα 454 ευρώ) να αναλογεί μόνο στο 54% του μικτού μηνιαίου μισθού του ανειδίκευτου μισθωτού και με τα εξευτελιστικά ως προς το ύψος (και γι' αυτό προσβλητικά της προσωπικής αξιοπρέπειας) βοήθηματα στους μακροχρόνια ανέργους και τους νεο-εισερχόμενους στην αγορά εργασίας 20-29 ετών, δεν είναι να απορεί κανείς που το ελληνικό σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας είναι, μαζί με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, το πλέον υποτυπώδες στην πρώην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15.<br /><br />Γι' αυτό και είναι υπερεπείγουσα η μεταρρύθμισή του με σκοπό την αύξηση του ύψους των επιδομάτων και την επιμήκυνση της περιόδου καταβολής τους αλλά και για την ουσιαστική προστασία των μακροχρόνια ανέργων, των οποίων η τύχη σήμερα εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα και την ευαρέστηση των υπευθύνων για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.<br /><br />Όμως, πέραν των παραπάνω γνωστών προτάσεων μεταρρύθμισης, είναι σκόπιμο να προβληματιστούμε συλλογικά για την ένταξη των συμβασιούχων έργου αλλά και αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό σε κάποιο σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας.<br /><br />Φέρνω ως παράδειγμα το Ταμείο Ανεργίας Μηχανικών, που παραμένει μέχρι σήμερα ανενεργό, αλλά ανάλογοι μηχανισμοί αναπλήρωσης του εισοδήματος για ψευδο-αυτοαπασχολούμενους μισθωτούς και για μικρο-επαγγελματίες θα μπορούσαν να συσταθούν και να λειτουργήσουν και σε άλλα επαγγέλματα με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.<br /><br />Τέλος, το υποτυπώδες σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας των μισθωτών και το πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στη χώρα μας μειώνουν δραστικά τη λειτουργία των επιδομάτων ανεργίας ως αυτόματου μηχανισμού σταθεροποίησης της οικονομίας απέναντι στον κίνδυνο ανατροφοδοτούμενης ύφεσης.<br /><br />Συγκεκριμένα τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα αναπληρώνουν ένα πολύ μικρό μέρος των εισοδηματικών απωλειών των ανέργων και συνεπώς αντισταθμίζουν πολύ μικρό μέρος του ελλείμματος της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα που προκαλεί η ανεργία.<br /><br />Εκτός λοιπόν από την καλύτερη εισοδηματική στήριξη των ανέργων, η μεταρρύθμιση του συστήματος προστασίας τους μπορεί να αποτελέσει και στη χώρα μας εργαλείο ανάσχεσης του κινδύνου παράτασης και εμβάθυνσης της ύφεσης και αποτροπής των καταστροφικών κοινωνικών της επιπτώσεων.<br /><br />ΑΥΓΗ 17/5/2009<br /><br />* Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει στο Πάντειο ΠανεπιστήμιοEvelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-37829050994433113902009-05-31T11:34:00.000+03:002009-05-31T11:36:33.315+03:00Η κρίση μας και η κρίση τουςΤου ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ*<br /><br />Πριν ένα μήνα περίπου, στις 10 Απριλίου, έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο η πρώτη από μια σειρά ημερίδων που οργανώνει η Επιστημονική Εταιρεία Κοινωνικής Πολιτικής με γενικό θέμα «Οικονομική Κρίση και Κοινωνική Πολιτική». Τα ζητήματα που αναδείχθηκαν στην ημερίδα αναφερόντουσαν στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας, στην ανεργία, στην αύξηση των επισφαλών εργασιακών σχέσεων και στη φτώχεια.<br />Με συντονιστή τον Νίκο Πετραλιά, μίλησαν ο Πάνος Τσακλόγλου, ο Χρήστος Παπαθεοδώρου και ο Γιάννης Κουζής σ' ένα ακροατήριο ικανοποιητικό σε αριθμό, παρά τις δυσχέρειες της Εταιρείας να «διαφημίσει» επαρκώς την εκδήλωση, αλλά και ζωντανό και απαιτητικό.<br />Σε μια σύντομη παρέμβασή μου είπα κάτι ελλειπτικά και έλαβα μια, κατά τη γνώμη μου, ενδιαφέρουσα απάντηση από τον Τσακλόγλου. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. <br />Υποστήριξα ότι τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, οι διεθνείς οργανισμοί, αλλά και ο ακαδημαϊκός χώρος αναφέρονται στην κρίση όταν η κερδοφορία του κεφαλαίου μειώνεται. Μιλάμε κατά καιρούς για κρίσεις του χρηματιστηρίου, μιλάμε σήμερα για την κρίση του παγκόσμιου χρηματοδοτικού συστήματος και εννοούμε τις χρηματικές απώλειες που αντιμετωπίζουν οι «παίκτες -κατά Σημίτη- επενδυτές» ή τις ζημιές τραπεζών και ασφαλειών.<br />Όμως, εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια, ένας κρίσιμος, ίσως ο κρισιμότερος, κοινωνικός χώρος βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης: η αγορά εργασίας. Και η κρίση της αγοράς εργασίας δεν αναδεικνύεται παρά περιστασιακά μόνο και σε σχέση με την κρίση κερδοφορίας.<br />Η απάντηση του Τσακλόγλου υπήρξε περισσότερο σύντομη, αλλά ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Κυρίως γιατί είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο κατανοούνται τα κοινωνικά προβλήματα από τον κυρίαρχο οικονομικό νεοκλασικισμό, στη νεοφιλελεύθερη και την τρέχουσα σοσιαλδημοκρατική (;) εκδοχή του. Ο Τσακλόγλου είπε ότι η κρίση είναι ένα προσωρινό φαινόμενο και είναι παράλογο να θεωρούμε ότι κάτι είναι σε κρίση για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.<br />Η απάντηση του Τσακλόγλου εδράζεται πλήρως στην εμπιστοσύνη των οικονομολόγων για την ικανότητα των αγορών να διορθώνουν αυτόματα και να επανέρχονται σε ισορροπία. Οι κρίσεις οφείλονται σε εξωτερικά γεγονότα, κακές πολιτικές επιλογές, καταστροφές κ.λπ., που διαταράσσουν την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και προκαλούν σοκ.<br />Οι αγορές έχουν την ικανότητα να ενσωματώσουν το σοκ, επαναβρίσκοντας την προηγούμενη ομαλή λειτουργία. Ο ρόλος του κράτους, επομένως, έγκειται στο να επιταχύνει αυτήν την εξομάλυνση, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των οικονομικά «δρώντων υποκειμένων» στην αποτελεσματικότητα των αγορών και παραμερίζοντας τα θεσμικά εμπόδια στην απρόσκοπτή τους λειτουργία.<br />Επομένως, η κρίση δεν είναι παρά μια παροδική κατάσταση, ένα προσωρινό φαινόμενο, κάτι που «δεν μπορεί να διαρκεί πολύ χρόνο».<br />Ας διατυπώσω, λοιπόν, τις ενστάσεις μου. Πρώτον, αυτή η αντίληψη της κρίσης ταυτίζει την κρίση με τα φαινόμενά της. Όπως ο πυρετός δεν είναι η αρρώστια, έτσι και η πτώση της κερδοφορίας, η ανεργία, η διεύρυνση των ανισοτήτων, κ.λπ., δεν είναι η κρίση, αλλά οι εκδηλώσεις της κρίσης. Η κρίση οφείλεται σε οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που τη δημιουργούν και οι οποίοι δεν είναι «εξωτερικοί» προς το οικονομικό σύστημα. Η κρίση δεν οφείλεται σε τυχαία γεγονότα, κακές πολιτικές, άπληστους χρηματιστές ή εσφαλμένες εκτιμήσεις.<br />Η πρόσφατη κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει τις απαρχές της στην εγκατάλειψη από τις ΗΠΑ των δεσμευτικών ρυθμίσεων του Μπρέτον Γούντς το 1971 και η ισχύς και αποδοχή του δολαρίου έκτοτε βασίστηκε στην πολιτική και, ιδιαίτερα, τη στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ, παρά στην αμφίβολη οικονομική τους ευρωστία. Το σύστημα των κυμαινομένων ισοτιμιών κατέστησε τα εθνικά νομίσματα αντικείμενο της διεθνούς κερδοσκοπίας υποσκάπτοντας μία από τις βασικότερες λειτουργίες του κράτους, δηλαδή τον έλεγχο επί του εθνικού νομίσματος.<br />Επομένως η έλλειψη των συμπτωμάτων δεν σημαίνει, κατ' ανάγκην, την έλλειψη του μηχανισμού κρίσης. Αλλά στην περίπτωση της αγοράς εργασίας τα συμπτώματα τα τελευταία 30 χρόνια πλεονάζουν: υψηλότατα επίπεδα ανεργίας, πολλαπλάσια από εκείνα της δεκαετίας του 1960 -εκτός αν θεωρήσουμε, όπως ορισμένοι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν, ότι τότε η αγορά εργασίας ήταν σε κρίση-, καθήλωση των μισθών, διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, εξάπλωση της φτώχειας, κοινωνική περιθωριοποίηση σημαντικών μερίδων του πληθυσμού, ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος σε βαθμό που θυμίζει 19ο αιώνα, επιμήκυνση ωραρίων, περιορισμό κοινωνικών δικαιωμάτων.<br />Περαιτέρω εξάπλωση της επισφαλούς εργασίας, η οποία βρίσκει αντίθετους τους εργαζόμενους, παρά τις κατά καιρούς ωραιοποιήσεις πίσω από εύηχους όρους, όπως «ευελιξία», εναρμόνιση εργασίας και οικογενειακής ζωής κ.λπ. και παρά τις εξαγγελθείσες νομοτέλειες των νέων τεχνολογιών, της παγκοσμιοποίησης και των ποικίλων και με ταχύτητα αστραπής διαδεχόμενης η μία την άλλη «νέων» κοινωνιών, ων ο αριθμός ουκ έστι.<br />Αν λοιπόν τα συμπτώματα είναι εκεί και εμείς δεν τα βλέπουμε ή έχουμε κάποιο βαθμό ιδεολογικής μυωπίας που εμποδίζει τη δράση της επιστημοσύνης μας ή τα βλέπουμε και τα θεωρούμε αποτελέσματα της κανονικής λειτουργίας του συστήματος, αναπόφευκτα και ασήμαντα γεγονότα, δυσάρεστα ίσως, αλλά εν τέλει αποδεκτά, υποπροϊόντα της μεγαλειώδους αναπτυξιακής διαδικασίας. Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, ιδιαίτερα τους αριβίστες -και δηλώνω προς αποφυγήν κάθε παρανόησης ότι δεν εννοώ τον Τσακλόγλου-, ενώ η δαρβινική οικονομική σκέψη μόνο τους δυνατούς.<br />Στην κυρίαρχη αντίληψη η αγορά εργασίας που εμφανίζει αυτά τα συμπτώματα δεν είναι σε κρίση. Άλλωστε η εργασία είναι ένας απλός συντελεστής παραγωγής που αν θα χρησιμοποιηθεί και πόσο θα χρησιμοποιηθεί, σε ποιες συνθήκες, ρυθμούς και χρόνους, σε ποια τιμή, δεν αφορά τον φορέα της, τον μισθωτό, αλλά την επιχείρηση και την κερδοφορία της. Άλλωστε η αγορά εργασίας «οφείλει» να απορροφήσει το σοκ της κρίσης, επιβεβαιώνοντας, μέσω της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και της εργασιακής ανασφάλειας, την αποκατάσταση της κερδοφορίας.<br />Εξακολουθώ να διδάσκω στους φοιτητές μου ότι η υποκειμενοποίηση της εργασίας στη νεοκλασική σκέψη αρνείται την ανθρώπινη υπόσταση του εργαζόμενου, τον καθιστά ένα υποκείμενο χωρίς παρελθόν και μέλλον, χωρίς όρια αντοχής, χωρίς ανάγκες. Είναι λυπηρό και επιστημονικά απαράδεκτο να πιστεύουμε ότι οι απλουστεύσεις ενός μηχανιστικού υποδείγματος αποτυπώνουν και την πραγματικότητα.<br />Μέσα από αυτήν την αντίληψη η κρίση ταυτίζεται με τα συμπτώματα και το μόνο σύμπτωμα που μετράει είναι η κατάσταση της κερδοφορίας. Σύμπτωμα της κρίσης του κεφαλαίου, που θεωρείται σύμπτωμα της γενικής κρίσης, καθώς το κέρδος έχει γίνει αποδεκτό ως ο μόνος μηχανισμός αξίωσης της εργασίας, αξίωσης κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος. Η κρίση του κεφαλαίου γίνεται κρίση της μισθωτής εργασίας, αλλά η κρίση της μισθωτής εργασίας δεν αφορά παρά μόνο όσους την υφίστανται. Αυστηρά και μόνο τους μισθωτούς και τις οικογένειές τους.<br /><br />* Ο Απόστολος Δεδουσόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-4333728457582502632009-05-21T13:52:00.000+03:002009-05-21T13:54:40.428+03:00ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ<br />«ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»<br />ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ<br />Η συλλογική αυτή πρωτοβουλία των πανεπιστημιακών δασκάλων του δημόσιου πανεπιστημίου είναι αποτέλεσμα της κοινής αντίληψης ανθρώπων που υπηρετούν γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με την αγορά εργασίας, την απασχόληση ,τις εργασιακές σχέσεις και την οικονομική και κοινωνική πολιτική και αναλύουν τους παράγοντες και τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν τους όρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αλλά και τα αποτελέσματα των πολιτικών που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται. <br />• Είναι απόρροια της κοινής διαπίστωσης ότι οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες με την ποικιλία των πολιτικών και των παραλλαγών τους που τις υπηρέτησαν στον ευρωπαϊκό και ελληνικό χώρο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, επιδείνωσαν τη θέση των εργαζομένων αυξάνοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεων και τις εισοδηματικές ανισότητες στο πλαίσιο μιας γενικευμένης απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους και της αγοράς εργασίας.<br />• Είναι απόρροια της κοινής παραδοχής ότι η πρόσφατη κρίση αποτελεί την αναμενόμενη εξέλιξη της κρίσης των πολιτικών που την δημιούργησαν, και συνεπώς είναι πολλαπλά και επικίνδυνα πλέον επιζήμια, τόσο από κοινωνική όσο και από παραγωγική άποψη. <br />• Είναι απόρροια της ανάγκης να δηλώσουμε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η προτεινόμενη σήμερα πολιτική ακολουθεί την ίδια πεπατημένη καλώντας και πάλι τον κόσμο της εργασίας να επωμισθεί το μεγαλύτερο, αν όχι το συνολικό, μερίδιο του κόστους μιας κατάστασης που άλλοι επέβαλαν και εξακολουθούν να επιβάλλουν, ερήμην των κοινωνιών, και που σήμερα οι ίδιοι αξιοποιούν ως άλλοθι την κρίση για τη διατήρηση και επέκταση των κεκτημένων των οικονομικά ισχυρών. <br />• Είναι απόρροια της κοινής μας διαπίστωσης ότι οι κοινωνικά επιζήμιες αυτές μεταβολές συντελέσθηκαν με την ενεργό δράση του κράτους που, είτε με την πρακτική νέων «ρυθμίσεων» και «επαναρρυθμίσεων» του θεσμικού πλαισίου, είτε με την προκλητική αδιαφορία του να εφαρμόσει τους νόμους που εξακολουθούν να προστατεύουν, έστω και σε μικρό βαθμό, τους μισθωτούς, υποσκάπτει την κοινωνική συνοχή και προκαλεί την κοινωνική ένταση και βία. <br /><br />Η πρωτοβουλία αυτή δεν περιορίζεται στην καταγραφή μιας ζοφερής εργασιακής και κοινωνικής πραγματικότητας και στην επισήμανση των κοινωνικών κινδύνων που εγκυμονεί η περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας και η διεύρυνση των ανισοτήτων που συνεπιφέρει η πολιτική μετακύλησης των βαρών και των ευθυνών του κεφαλαίου στο κοινωνικό σύνολο. Εντοπίζει, παράλληλα, την ανάγκη λήψης άμεσων και αναγκαίων μέτρων που θα βάζουν φραγμούς στις πολιτικές απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, θα καταργούν τις αντεργατικές διατάξεις της νομοθεσίας των τελευταίων 20 ετών, θα επιβάλουν μέτρα ουσιαστικής προστασίας των εργαζομένων και θα εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους, και θα δημιουργούν θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου απέναντι σε πρακτικές ασυδοσίας των επιχειρήσεων προκειμένου η εργασία να αντιμετωπίζεται ως ο βασικός παραγωγός του πλούτου και όχι ως απλή, και συχνά περιττή, δαπάνη. <br />Με δύο λόγια, η πρωτοβουλία μας αποσκοπεί να δοθεί περιεχόμενο στη συνταγματική δέσμευση για την ευθύνη του κράτους στην εξασφάλιση πλήρους και αξιοπρεπούς απασχόλησης (άρθρο 22, παρ. 1), αλλά και τη συμμόρφωση προς το άρθρο 23 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948.<br />Η πρωτοβουλία αυτή εμπεριέχει μια διττή συμβολική σημασία. <br />Πρώτον, προέρχεται από ανθρώπους της επιστήμης, ειδικούς στο αντικείμενο στο οποίο παρεμβαίνουν παρά το γεγονός ότι οι εκάστοτε εξουσίες εξακολουθούν να αγνοούν επιδεικτικά τις απόψεις τους, αρνούμενες να αποκλίνουν από ιδεολογικούς και θεωρητικούς δογματισμούς που οδηγούν σε κοινωνικά επικίνδυνους μονόδρομους. <br />Δεύτερον, συνδέεται με την ανάγκη ώστε να υπάρξει από τον πανεπιστημιακό χώρο μια συλλογική καταγγελία απέναντι σε πολιτικές που ασκήθηκαν και ασκούνται, και για τις οποίες ο χώρος μας φέρει σοβαρές ευθύνες για τη υιοθέτηση, τη στήριξη, την ανοχή και τη σιωπή που έχει επιδείξει .Εν προκειμένω, η πρωτοβουλία μας δεν περιορίζεται στην καταγγελία των κοινωνικά επιζήμιων και άδικων πολιτικών και πρακτικών, αλλά σκοπεύει να προχωρήσει με νηφαλιότητα, ήθος και ευθύνη, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, συλλογικότητα και αποτελεσματικότητα, στην επιστημονική μελέτη και ανάλυση των βαθύτερων αλλαγών οι οποίες συντελούνται, των επιπτώσεών τους στη ζωή των ανθρώπων και τη συνοχή των κοινωνιών, με στόχο την ανάδειξη νέων τρόπων αντίστασης και δημιουργίας.<br />Τέλος, η πρωτοβουλία αυτή, ξεκινώντας από τη συλλογή υπογραφών από τον χώρο του πανεπιστημίου, αποσκοπεί στην ευρύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση με την περαιτέρω συνέχιση και διεύρυνσή της, με ποικιλία εκδηλώσεων και παρεμβάσεων, χωρίς χρονικό περιορισμό και μέχρι τη λήψη αναγκαίων και ουσιαστικών μέτρων για την προστασία της εργασίας και τη δυναμική επαναφορά στη πρώτη θέση το αίτημα για ποιότητα ζωής και ανθρώπινη απελευθέρωση από την ανασφάλεια και την ανάγκη.<br />Είμαστε εδώ και δεν πρόκειται να σιγήσουμε.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-89146518999806824712009-05-21T13:40:00.000+03:002009-05-21T13:44:46.303+03:00ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ «ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»<strong>ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ<br /><br />ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ <br /><br />«ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»</strong><br /><br /><br /><br />Η πρωτοβουλία πανεπιστημιακών για τη λήψη άμεσων μέτρων στο πεδίο της αγοράς εργασίας ώστε να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι, ως τα συνήθη θύματα, τα αποτελέσματα της κρίσης που άλλοι δημιούργησαν, <br /><br />σας καλεί<br /><br /><br />στην πρώτη εκδήλωση-συζήτηση με αντικείμενο την παρουσίαση της πρωτοβουλίας και τις εισηγητικές θεματικές παρεμβάσεις<br /><br /><br />την Τρίτη 26 Μαΐου 2009<br />και ώρα 12.00<br /><br /><br /><br />στο Εργαστήριο Πολιτικής Επιστήμης<br />του Πανεπιστημίου Αθηνών<br />Ξενοφώντος 4, 6ος όροφος<br /><br /><br /><br />Θα μιλήσουν οι: Δεδουσόπουλος Απόστολος, Καυτανζόγλου Ιωάννα, Κουζής Γιάννης, Μηλιός Γιάννης, Μουδόπουλος Σταύρος.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-31240426424505970402009-05-11T11:52:00.012+03:002009-05-28T11:39:06.722+03:00Να μην πληρώσουν oι εργαζόμενοι την κρίση<span style="font-weight: bold;"><br />ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ</span><br /><br /><span style="font-weight: bold;">«ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»</span><br /><div style="text-align: left;"><br /></div>Μετά από μια μακρά περίοδο γενικευμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο<br />ευρωπαϊκό πεδίο, η Ελλάδα είναι μια χώρα με ελλειμματικό κοινωνικό<br />κράτος, με συστηματικές παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας ενώ μια<br />σειρά αντεργατικών νόμων ή και νομοθετικών κενών αφήνει απροστάτευτη<br />την εργασία. Έτσι λοιπόν η επερχόμενη οικονομική κρίση όχι μόνο<br />βρίσκει τους εργαζόμενους σε δύσκολη θέση αλλά αποτελεί και την αφορμή<br />για την επιδείνωσή της. Όλη την προηγούμενη περίοδο ενώ οι<br />επιχειρήσεις είδαν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται, και παρά τις<br />εκάστοτε κυβερνητικές υποσχέσεις για γενική ευημερία, οι κοινωνικές<br />ανισότητες διευρύνθηκαν επικίνδυνα. Σαν αυτό να μην συνέβη, οι<br />κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι καλούν τους εργαζόμενους να πληρώσουν το<br />λογαριασμό της πολιτικής τους…<br />Οι εργαζόμενοι όμως είναι οι μόνοι που δεν φταίνε.<br />Τα αποτελέσματα των πολιτικών των προηγούμενων χρόνων φαίνονται από<br />τους αριθμούς με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.<br />• 360.000 άνεργοι για το 2008 οι περισσότεροι από αυτούς μακροχρόνιοι<br />• 350.000 προσωρινά απασχολούμενοι<br />• 270.000 εργαζόμενοι με μερική απασχόληση<br />• 30.000 εργαζόμενοι με καθεστώς δανεισμού<br />• 70000 εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας<br />• 30.000 εργαζόμενοι σε stage<br />• 270.000 μισθωτοί εργαζόμενοι με μπλοκάκι<br />• 600.000 ανασφάλιστοι εργαζόμενοι.<br /><br /><span style="font-weight: bold;">Την ίδια στιγμή:</span><br />• Οι πραγματικές αμοιβές βρίσκονται στα επίπεδα του 1984.<br />• Το 25% των εργαζομένων λαμβάνει αμοιβές μέχρι 750 ευρώ.<br />• Το 14% των μισθωτών ανήκει στην κατηγορία των νεόπτωχων.<br />• Το 21% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (πρώτη θέση στην ΕΕ15)<br />• 400.000 μισθωτοί καταφεύγουν σε δεύτερη εργασία ενώ η πλειοψηφία τους καλύπτει βασικές ανάγκες μέσω του δανεισμού με επαχθείς κατά κανόνα όρους.<br /><br />Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εργοδότες επιβάλλουν είτε την μετατροπή<br />της πλήρους απασχόλησης σε μειωμένο ωράριο είτε την εκ περιτροπής<br />τετραήμερη και τριήμερη εργασία αξιοποιώντας αντεργατικές ρυθμίσεις<br />του 1990 και του 1998. Και όλα αυτά με την επίκληση «οικονομικού<br />περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης» στην οποία προσφεύγουν<br />ακόμη και αν πρόκειται για μικρή μείωση των κερδών τους μετά από μια<br />περίοδο μεγάλης κερδοφορίας.<br />Επιβάλλεται λοιπόν η λήψη μέτρων που θα βάζουν φραγμούς στη<br />γενικευμένη εργασιακή ανασφάλεια και φτώχεια:<br /><br /><br />• Αυστηρός έλεγχος των απολύσεων (αιτιολόγηση απολύσεων, επέκταση της προστασίας για τις ομαδικές απολύσεις για τις επιχειρήσεις κάτω των 20 εργαζόμενων).<br />• Καθιέρωση θεσμών εργατικού και κοινωνικού διαχειριστικού ελέγχου στις επιχειρήσεις που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα για την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων.<br />• Κατάργηση των ρυθμίσεων που επιβάλλουν βλαπτικούς όρους στους εργαζόμενους.<br />• Αναγνώριση και ενίσχυση των δικαιωμάτων των πιο ευάλωτων τμημάτων της μισθωτής εργασίας και ανεξάρτητα από εθνικότητα. .<br />• Άμεση κατάργηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στο δημόσιο τομέα.<br />• Ενίσχυση των επιθεωρήσεων εργασίας με προσωπικό και αρμοδιότητες.<br />• Γενναία αύξηση του ύψους αλλά και επιμήκυνση καταβολής του επιδόματος ανεργίας.<br />• Επιβολή κοινωνικού φόρου στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε απολύσεις λόγω αναδιαρθρώσεων.<br /><br /><br /><span style="font-weight: bold;"><br />ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ</span><br />Αγγελίδης Μανώλης,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Αρανίτου Βάλια, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Βακαλούλης Μιχάλης,Universite’ Paris 8<br />Βάκη Φωτεινή,Ιόνιο Πανεπιστήμιο<br />Βαρουφάκης Γιάννης,Πανεπιστήμο Αθηνών<br />Βασιλάκης Σπύρος,Οικονομικό Πανεπιστήμιο<br />Δεδουσόπουλος Απόστολος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Δημητρίου Στέφανος,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων<br />Δημουλάς Κώστας,Πάντειο Πανεπιστήμιο <br />Δικαίος Κώστας,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Δουράκης Γιώργος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης<br />Ζαχαράτος Γεράσιμος,Πανεπιστήμιο Πατρών<br />Θανοπούλου Ελένη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου<br />Θεοδωρίδης Γιώργος,Ανοικτό Πανεπιστήμιο<br />Θεοτοκάς Γιάννης,Πανεπιστήμιο Αιγαίου<br />Θεοτοκάς Νίκος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Kαζάκος Αρις,Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης<br />Καλλινικάκη Θεανώ,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Καραμεσίνη Μαρία,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Καρδάσης Βασίλης,Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Καρύδης Βασίλης,Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου<br />Kαυτανζόγλου Ιωάννα,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Κεραμίδου Ιωάννα, Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Κοκκινάκης Γιάννης,Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Κοταρίδης Νίκος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Κουζέλης Γεράσιμος,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Κουζής Γιάννης, Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Κουντούρης Μάνος,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Κουτεντάκης Φραγκίσκος,Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Κρέτσος Λευτέρης,Coventry University<br />Κωνσταντακόπουλος Σταύρος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Λαμπριανίδης Λόης,Πανεπιστήμιο Μακεδονίας<br />Λαπατσιώρας Σπύρος, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Λελεδάκης Κανάκης,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Μαλούτας Θωμάς,Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας<br />Μαρούδας Λεωνίδας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου <br />Μαρωνίτη Νίκη,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Μαυρίδης Ηρακλής,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Μηλιός Γιάννης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο<br />Μιχαηλίδης Παναγιώτης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο<br />Μιχαλάκης Ανδρέας,Πανεπιστήμιο Πατρών<br />Μιχαλοπούλου Καίτη,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Μουδόπουλος Σταύρος,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Μπάλιας Στάθης,Πανεπιστήμιο Πατρών <br />Μυλωνάκης Δημήτρης, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Μωυσίδης Αντώνης, Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Νικολαΐδης Ευάγγελος, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Οικονομάκης Γιώργος, Πανεπιστήμιο Πατρών<br />Πάκος Φάνης,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Πανταζής Απόστολος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Παπαδημητρίου Δέσποινα,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Παντελίδου Μάρω, Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Παπαδοπούλου Δέσποινα,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Παπαθεοδώρου Χρίστος,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Πετμεζίδου Μαρία,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Πετράκη Γεωργία,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Πετραλιάς Νίκος,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Πολίτη Τζίνα,Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης<br />Πουρνάρη Μαρία,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων<br />Πρόκου Ελένη,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Ρήγος Αλκης,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Ρομπόλης Σάββας,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Σακκάς Δημήτρης,Πανεπιστήμιο Πατρών<br />Σερεμέτης Δημήτρης,Πανεπιστήμιο Αιγαίου<br />Σκαμνάκης Χριστόφορος,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Σπουρδαλάκης Μιχάλης,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Σταθάκης Γιώργος, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />Σταμάτης Κώστας,Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης<br />Στασινοπούλου Ολγα,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Στυλιανού Αρις,Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης<br />Σωτηρέλης Γιώργος,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Σωτηρόπουλος Δημήτρης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου<br />Τραυλός –Τζανετάτος Δημήτρης,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Τριανταφυλλίδου Αννα,Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο<br />Τσακαλώτος Ευκλείδης, Οικονομικό Πανεπιστήμιο <br />Τσοπόγλου Σταύρος,Πανεπιστήμιο Μακεδονίας<br />Φαράκλας Γιώργος, Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Φουρτούνης Γιώργος,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Φωτίου Θεανώ,Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο<br />Χασάπης Δημήτρης,Πανεπιστήμιο Αθηνών<br />Χριστόπουλος Δημήτρης,Πάντειο Πανεπιστήμιο<br />Ψημμένος Ιορδάνης, Πάντειο Πανεπιστήμιο<br /><br /><br /><br /><div style="text-align: center; font-weight: bold;"><a href="http://www.in.gr/"><span style="font-size:130%;"></span></a><span style="font-size:130%;"><a href="http://www.petitiononline.com/evelixia/">ΥΠΟΓΡΑΨΕ ΚΙ ΕΣΥ !</a><br /></span></div>Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-151964885639149152009-05-10T13:52:00.000+03:002009-05-22T13:55:46.884+03:00Ενισχύουν τις πολιτικές που δημιούργησαν την κρίσηΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ Γ. ΚΟΥΖΗ, ΠΟΥ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ<br /><br />«Ενισχύουν τις πολιτικές που δημιούργησαν την κρίση»<br /><br />* Οι διατάξεις υπάρχουν από την περίοδο του ΠΑΣΟΚ και την κατάλληλη στιγμή ενεργοποιούνται<br />* Έχουμε το χαμηλότερο κόστος εργασίας, τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την υψηλότερη ανεργία και... υπερδιπλάσια κερδοφορία κεφαλαίων! <br /><br /><span style="font-style:italic;">Τη συνέντευξη πήρε<br />ο Παύλος Κλαυδιανός </span><br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Η εργασία είναι το κεντρικό θύμα της κρίσης. Ας το δούμε πιο συγκεκριμένα αυτό.</span><br /><br />- Ήταν και πριν την εμφάνιση της κρίσης κεντρικό θύμα: του νεοφιλελευθερισμού. Των πολιτικών που θεμελίωναν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτό που βλέπουμε τώρα, είναι ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους τη θεωρούν και σαν ένα καλό άλλοθι να ενισχύσουν περαιτέρω αυτές τις πολιτικές!<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Σε ποιους τομείς ακριβώς;</span><br /><br />- Στον τομέα του κόστους εργασίας, στη μείωσή του. Ήταν η αιχμή της πολιτικής αυτής, εκεί εστίαζαν. Αυτό συνεχίζεται και τώρα. Στηριζόταν στη ριζική μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας, με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους προς όφελος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και εκδηλωνόταν, κυρίως, με τη θέσπιση σειράς ευελιξιών στο πεδίο και στο περιεχόμενο της απασχόλησης, στο πεδίο του εργάσιμου χρόνου και στο πεδίο των αμοιβών.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Στην περίοδο της κρίσης έχουμε μια πιο πλήρη αξιοποίηση του υπάρχοντος πλαισίου ή και ενίσχυσή του;</span><br /><br />- Ο φόβος της ανεργίας ενισχύει την εφαρμογή αυτών των πολιτικών που διευρύνουν περαιτέρω το αίσθημα της κοινωνικής ανασφάλειας. Πρέπει να επισημάνουμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες διαμορφώθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο μπορούν να εφαρμοσθούν όλες οι πρακτικές ευελιξίας που επεδίωκε το κεφάλαιο. Στις ελληνικές συνθήκες κάποιες απ΄ αυτές είχαν μεγάλη ανάπτυξη, κάποιες έπαιζαν περιθωριακό ρόλο. Η κρίση, τώρα, αποτελεί το άλλοθι για να ενεργοποιηθούν μία σειρά από διατάξεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των προτάσεων Μίχαλου. Όταν τις διατύπωσε, κάποιοι αρμόδιοι που όφειλαν να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη, είτε από άγνοια, είτε από υποκρισία υποστήριξαν ότι τέτοια μέτρα δεν είναι δυνατό να υιοθετηθούν στην Ελλάδα, ενώ, όπως γνωρίζουμε, εμπεριέχονται στις διατάξεις Νόμων του 1990 και του 1998. Μπορούν κάλλιστα να εφαρμόζονται. Δεν πρότεινε να θεσπισθεί κάτι καινούργιο.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Τώρα, υπάρχει το κατάλληλο κλίμα για να εφαρμοστούν.</span><br /><br />- Ακριβώς. Οι διατάξεις υπήρχαν και στην κατάλληλη στιγμή ενεργοποιούνται. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου, κατ’ αρχήν, ζητούν να εφαρμοσθεί πλήρως το υπάρχον πλαίσιο. Θυμίζω, το πόσο πίεσαν διεθνείς Οργανισμοί όπως το Δ.Ν.Τ. ή η ίδια η ΕΕ να αυξηθεί στην Ελλάδα η μερική απασχόληση με το αιτιολογικό ότι ήταν πολύ χαμηλά τα ποσοστά της. Τώρα έχουν βρει το πρόσφορο έδαφος. Υπάρχει, βέβαια, πάντα το περιθώριο να ενισχυθεί το θεσμικό οπλοστάσιο της ευελιξίας. Αν δει κανείς τις διεκδικήσεις των εργοδοτικών οργανώσεων, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, θα δει ότι όλες οι ευελιξίες έχουν, με αλλεπάλληλους Νόμους, καθιερωθεί. Είναι, μεταξύ των άλλων, οι νόμοι 1892/90, 2639/98, 2874/2000, 2956/2001, 3174/2003, 3250/2004, 3383/2005, 3429/2005. Αφορούν όχι μόνο τον ιδιωτικό, αλλά και το δημόσιο τομέα.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Η υποτονική στάση του ΠΑΣΟΚ στα όσα συμβαίνουν στον τομέα της εργασίας ή και η συμφωνία του, εξηγείται με την απαρίθμηση που έκανες. Είναι κυρίως έργο ΠΑΣΟΚ, που τώρα εφαρμόζεται.</span><br /><br />- Δεν έχει κανένα λόγο να διαμαρτύρεται για την εφαρμογή διατάξεων που το ίδιο καθιέρωσε και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις με δυσμενέστερο για τους εργαζόμενους περιεχόμενο όπως με την εκ περιτροπής εργασία σε σχέση με το αντίστοιχο πλαίσιο της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου του 1954. Εξ άλλου δεν φαίνεται να απομακρύνεται από τη λογική της ενίσχυσης της φθηνής και ευέλικτης εργασίας αν κρίνουμε από την πρόσφατη πρόταση Νόμου που κατέθεσε ή τις δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του για την ελαστική απασχόληση. Οι εργοδοτικές οργανώσεις, όμως, θέτουν από καιρό υπογείως και άλλες διεκδικήσεις, όπως την απελευθέρωση των απολύσεων, ατομικών και ομαδικών. Στις ατομικές, π.χ., αν και είναι αναιτιολόγητες, θέλουν μείωση του κόστους αποζημίωσης. Στις ομαδικές, ενώ έχουν ήδη το πλεονέκτημα ότι μπορούν να τις κάνουν ελεύθερα στις επιχειρήσεις έως 20 εργαζόμενους – στο 98% δηλαδή των επιχειρήσεων στην Ελλάδα – θέλουν να αυξηθεί το όριο του 2%, δηλαδή των ελεύθερων ανά μήνα απολύσεων, στις άνω των 200 εργαζομένων.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Υπάρχει και το ζήτημα των αμοιβών.</span><br /><br />- Ακριβώς. Επιχειρείται να διαβρωθεί, πλήττεται σοβαρά, ο θεσμός της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Έχουν γίνει αλλεπάλληλες απόπειρες στο παρελθόν, να μην ισχύει σε περιοχές ή κλάδους με υψηλή ανεργία – αυτό είναι το άλλοθι, εξ άλλου. Να πούμε εδώ ότι σε άλλες χώρες προβλέπεται. Στην Ελλάδα αυτό το «παράθυρο» άνοιξε με το Ν. 2639/98 ο οποίος έδωσε τη δυνατότητα να μην ισχύουν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις σε περιοχές με υψηλή ανεργία, με τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις και ακόμη με ατομικές συμβάσεις.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Το επιχείρημα των εργοδοτών και όχι μόνο, είναι ότι τώρα οι σχετικές προτάσεις τους – π.χ., μείωση ημερών απασχόλησης, όχι αυξήσεις κτλ – αποβλέπουν στο να περισωθούν θέσεις εργασίας, όχι να αυξήσει τα κέρδη.</span><br /><br />- Είναι ένα επιχείρημα, εν τούτοις, παλιό. Το αντιφατικό επιχείρημα, δηλαδή, ότι οι απολύσεις θα φέρουν, κάποτε, αύξηση της απασχόλησης. Το παράδοξο είναι, ότι η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τις άλλες χώρες αλλά, τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα, την υψηλότερη ανεργία και υπερδιπλάσια κερδοφορία του κεφαλαίου έναντι των ευρωπαϊκών χωρών! Τα πράγματα, υπονομεύουν την αξιοπιστία του επιχειρήματός τους. Να σημειώσουμε, ακόμη, ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τη μονομερή επιβολή διαθεσιμότητας και εκ περιτροπής εργασίας (τετραήμερη, τριήμερη απασχόληση), μια και μιλάμε για την κρίση, αναφέρεται αόριστα σε περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Εξισώνει μια πράγματι προβληματική επιχείρηση με μια η οποία απλώς έχει μείωση της κερδοφορίας της μετά από μια μακρά περίοδο υψηλών κερδών. Γι΄ αυτό ένα από τα αιτήματα των εργαζομένων πρέπει να είναι ο διαχειριστικός εργατικός και κοινωνικός έλεγχος. Να είναι καθαρή η εικόνα της πορείας της επιχείρησης όχι μόνο του τελευταίου έτους. Τι θα λέγαμε, π.χ. για τις επιχειρήσεις του κ. Μυλωνά;<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο θέτει τα αιτήματά της η εργοδοσία σήμερα πώς κρίνεται;</span><br /><br />- Πολύ ευνοϊκό γι’ αυτήν κατ’ αρχήν, γιατί δεν έχει ανάγκη νέων μέτρων, αν και θα της ήταν καλοδεχούμενα. Καλύπτει τις επιδιώξεις της. Ύστερα, είναι και τα μέσα ενημέρωσης που κυριαρχούνται από τη επιχειρηματολογία που αναφέρεται στη, δήθεν, αλληλεγγύη που πρέπει να επιδειχθεί από τους εργαζόμενους, στην ανάγκη νέων θυσιών κτλ.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Σε σχέση με την κρίση του ΄29, υποστηρίζεται, οι δυνάμεις της εργασίας είναι αδύναμες. Τότε, πχ, επιβλήθηκε μια κοινωνική πολιτική, οικοδομήθηκε – εν τέλει – ένα κράτος Πρόνοιας. Το εργατικό κίνημα αντέδρασε, αναπτύχθηκε έστω και αν – στην Ευρώπη – καταστάληκε. </span><br /><br />- Ναι. Αλλά και στην κρίση του ’29 το κοινωνικό κράτος οικοδομήθηκε, είτε με το New Deal στις ΗΠΑ, είτε τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ευρώπη, στην πορεία, 5-6 χρόνια μετά από την εκδήλωσή της. Που σημαίνει ότι η ίδια η κρίση δημιούργησε ένα κίνημα «από τα κάτω» που έδωσε αυτούς τους καρπούς. Βεβαίως, υπήρχαν και αντίθετα φαινόμενα, παράδειγμα η Γερμανία. Το υπαινίχθηκες και εσύ.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Αν κατάλαβα καλά, είσαι αισιόδοξος.</span><br /><br />- Ναι, πιστεύω ότι και εδώ μπορεί να δημιουργηθεί ένα κίνημα και να επιβληθούν θετικά μέτρα. Εξ άλλου ο νεοφιλελευθερισμός, ως ιδεολογικό οικοδόμημα, χάνει σοβαρό έδαφος. Ακόμη από τους δικούς του ανθρώπους και θεσμούς προτείνονται σήμερα, σιγά – σιγά, κεϋνσιανές πολιτικές. Είναι δυνατό να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις. <br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Η εργασία όμως, χρόνια τώρα, έπαψε να είναι κεντρικό σημείο στην πολιτική της Αριστεράς. Δεν επηρεάζει; Αυτό πώς αλλάζει;</span><br /><br />- Είναι γεγονός ότι το έλλειμμα της αριστεράς έδινε πάντα έδαφος στην αντίπαλη άποψη, την κυρίαρχη ως εφαρμοσμένη πολιτική, να επιβάλλει όσα ισχύουν μέχρι σήμερα.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Αν η Αριστερά σήμερα, στην κρίση, ήθελε να κάνει την εργασία πρώτο της μέλημα, πρέπει πρώτα να κάνει την εργασία κεντρικό φυσιογνωμικό στοιχείο.</span><br /><br />- Αυτό είναι αυτονόητο: Ό,τι ζούμε τώρα, ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’80,της υιοθέτησής του από την σοσιαλδημοκρατία, της κατάρρευσης των συλλογικών οραμάτων, της κρίσης της Αριστεράς, της κρίσης στα Συνδικάτα και πολλά άλλα ακόμη. <br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Ποιους στόχους θα έπρεπε σήμερα να θέσει η Αριστερά στην κατεύθυνση της άρσης του κενού που αναφέραμε;</span><br /><br />- Κατ΄ αρχήν, να συνδεθεί με τις κοινωνικές ομάδες που πρέπει να εκπροσωπεί. Σε ό,τι αφορά στο πεδίο της εργασίας να έλθει κοντά στις πιο αδύνατες πλευρές, τα αδύναμα στρώματα μισθωτών. Υπάρχει υστέρηση σοβαρή, εδώ. Για να μπορέσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ούτως ώστε να υπάρξει ένα κοινωνικό μέτωπο, θα λέγαμε, ένα μέτωπο εργασίας όπου παραδοσιακά και νέα τμήματα της εργατικής τάξης θα μπορέσουν να συντονιστούν σε μια κοινή πορεία. Αυτή θα ήταν μια καίριας σημασίας παρέμβαση, συμβολή της Αριστεράς. Να δει τα νέα «κοιτάσματα» της απασχόλησης, στο πεδίο της εργασίας που είναι νέοι, γυναίκες, ανειδίκευτοι, μετανάστες. Να συνδεθεί μ΄ αυτά, και να συμβάλει, ακόμη, στην ουσιαστική αντιμετώπιση του τεχνητού διαχωρισμού ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας είτε πρόκειται για παλαιούς και νέους εργαζόμενους, μετανάστες και έλληνες, εργαζόμενους σε ιδιωτικό και δημόσιο, γυναίκες και άντρες. Να αναδείξει και να αξιοποιήσει τους συνδετικούς κρίκους. Και επίσης να συμβάλλει καθοριστικά στην διεθνοποίηση των παρεμβάσεων απέναντι στη διεθνοποιημένη και συντονισμένη δράση του κεφαλαίου.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Στον ΣΥΡΙΖΑ ως πιο μοντέρνα, ριζοσπαστική και κινηματική αριστερά, αυτό το έργο προσιδιάζει, νομίζω, περισσότερο.</span><br /><br />- Όντως η ανάλυσή του, η κουλτούρα του είναι πιο κοντά σ΄ αυτά τα στρώματα από όλους τους άλλους. Το θέμα είναι πώς θα μπορέσει, ενώ το έχει εντοπίσει ως πρόβλημα, να έχει την ανάλογη αποτελεσματικότητα.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Αν η κρίση σήμερα αφορά και την παραγωγή και τη διανομή και την κατανάλωση δεν θα πρέπει και οι δυνάμεις της Εργασίας να επανέλθουν σε τέτοια θέματα; Πχ, το πελώριο ζήτημα του χρόνου της εργασίας. Το 35ωρο ή το 30ωρο πλέον. Το εγκαταλείψαμε ως αίτημα. Το θέτει κάπως μόνο η Die Linke και – πολύ δειλά – ο ΣΥΡΙΖΑ.</span><br /><br />- Σίγουρα, πρέπει να τίθενται τέτοια ζητήματα, που, ας πούμε, υπερβαίνουν τα συνδικαλιστικά, αγγίζουν τον πυρήνα του σχεδίου μας ως Αριστεράς. Αντιμετωπίστηκε, από Αριστερά και συνδικάτα, με αμυντικό τρόπο. Σήμερα, θα λέγαμε, είναι απολύτως απαραίτητο και, κρίνοντας τις κοινωνικές συνθήκες, ώριμο να τίθεται η ριζική μείωση του εργάσιμου χρόνου.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Τα επιχειρήματα τώρα είναι πολλαπλάσια. Η κρίση δεν ξεπερνιέται αλλιώς.</span><br /><br />- Το να έχεις σήμερα εργάσιμο χρόνο, που να αντιστοιχεί σε πολλές δεκαετίες πριν, είναι ακατανόητο, έξω από κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί ο παραγόμενος πλούτος απαιτεί, με βάση τα υπάρχοντα μέσα, πολύ λιγότερο χρόνο. Άλλωστε, ο αναγκαίος, σύμφωνα με το Μάρξ, χρόνος εργασίας έχει σήμερα μειωθεί εντυπωσιακά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η Αριστερά διστάζει, γιατί προσπαθεί ακόμη να ξεφύγει από τη μακρά αμυντική της στάση. Με την ευκαιρία, να σημειώσω ότι ο – συμβατικός – ετήσιος χρόνος εργασίας στην Ελλάδα είναι κατά 130 ώρες μεγαλύτερος από το μέσο ευρωπαϊκό. Και επειδή οι αμοιβές είναι και χαμηλότερες, ένα μέρος ωθείται και σε υπερωρίες, πολυαπασχόληση. Η μείωση, όμως, πρέπει να περιλαμβάνει και τον πραγματικό χρόνο ή σωστότερα το ρυθμό της, την εντατικοποίηση. Έχουμε το αρνητικό παράδειγμα του τρόπου εφαρμογής του γαλλικού 35ωρου. Η ριζική μείωση, παράγει δύο θετικά αποτελέσματα. Το ένα είναι η αύξηση της απασχόλησης. Το άλλο, που συχνά παρακάμπτεται, είναι η αναδιανομή του πλούτου αφού διατηρούνται οι αμοιβές και ουσιαστικά αυξάνονται.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Αυτό είναι το δεύτερο θέμα που έπρεπε – και εν μέσω κρίσης – να θέτει η Αριστερά. Το τρίτο όμως, πιο διαρθρωτικό, είναι η αλλαγή του νυν καταναλωτικού προτύπου μας. Συνυπάρχει η φτώχεια με τη σπατάλη. </span><br /><br />- Το καταναλωτικό πρότυπο που ζούμε, εκτός των άλλων αρνητικών, ωθεί μεγάλες κατηγορίες σε επιμήκυνση των ωρών απασχόλησής τους για ανάγκες που κατά ένα μέρος είναι πλασματικές. Διότι, σ’ αυτό μας ωθούν και πραγματικές ανάγκες που απορρέουν, όμως, από το ισχνό και υποβαθμισμένου κοινωνικού μας κράτους. Σε κάθε, όμως, περίπτωση μειώνεται ο ελεύθερος χρόνος και υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">* Να και το τέταρτο θέμα όπου πρέπει, ιδίως εν μέσω κρίσης, να επιμένουμε: η αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους.</span><br /><br />- Άκρως απαραίτητο γι΄ αυτό που λες αλλά και γιατί προσφέρει και νέες θέσεις απασχόλησης, αφού υπάρχει μεγάλο περιθώριο για την ανάπτυξη αναγκαίων παραγωγικών δημόσιων υποδομών. <br /><br />---<br />* Ο Γιάννης Κουζής είναι αναπλ. καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.Evelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1570562870611032097.post-10885648844769968822009-05-10T11:46:00.000+03:002009-05-20T11:48:10.160+03:00ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: Έντεκα μύθοι που καταρρίπτονταιΤου ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΙΑ*<br /><br /><br />Σε δηλώσεις του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε την έμπνευση να επισημάνει, τρομοκρατώντας τους Έλληνες πολίτες, ότι, αν δεν σπεύσουμε να μειώσουμε τις συντάξεις, να αυξήσουμε τις εισφορές και να επιμηκύνουμε την ηλικία συνταξιοδότησης, η βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης καθίσταται επισφαλής και συνεπώς, η καταβολή των συντάξεων αβέβαιη.<br /><br />Με δεδομένο, όμως, ότι εγγυητής για την καταβολή της δημόσιας σύνταξης είναι το κράτος (συντ. άρθρα 22 παρ. 5 και 25), παράλειψη καταβολής των συντάξεων προϋποθέτει την κατάρρευση του ίδιου του κράτους, η απειλή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επιχειρεί να αναδείξει ως αλήθεια ένα μύθο.<br /><br />Στο χώρο, πράγματι, της κοινωνικής ασφάλισης, η προσέγγιση των ζητημάτων, μέσω της κατασκευής και διασποράς μύθων, συνιστά μεθοδευμένη και επίμονη προσπάθεια και διαδικασία υποδαύλισης της κοινωνικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας, με τελική στόχευση τη διαβουκόληση της κοινωνίας στο σύνολό της και των πολιτών κατ' ιδίαν, ώστε να καμφθούν ή ελαχιστοποιηθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις και να προωθηθούν, ανεμπόδιστα, οι εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές.<br /><br />Μιλώντας τη γλώσσα των μύθων, αποδεχόμαστε τη γλώσσα της ανεστραμμένης πραγματικότητας. Η γλώσσα των μύθων οδηγεί σε επιχειρήματα που μουδιάζουν το μυαλό - ο ασφαλισμένος και ο συνταξιούχος κατατρομοκρατημένοι για τα επαπειλούμενα δεινά αδυνατούν να σκεφθούν και να αντεπιχειρηματολογήσουν.<br /><br />Στους μύθους που αναφέρονται στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και ειδικότερα της κοινωνικής ασφάλισης και έχουν προβληθεί, μέχρι σήμερα, στη χώρα μας, περιλαμβάνονται και οι εξής (ενδεικτική απαρίθμηση):<br /><br />1. Ο πρώτος μύθος επιχειρεί να νοθεύσει την ίδια την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και να εντάξει στο πλαίσιό της θεσμούς και μέτρα πολιτικής που δεν έχουν εννοιολογική συνάφεια μαζί της. Ο μύθος αυτός παραβιάζει τη ρύθμιση της ΔΣΕ 102/1952 και επιδιώκει να κατατάξει στην κοινωνική ασφάλιση και όσους οργανισμούς εισφοροδοτούνται από το κράτος ή τους εργοδότες.<br /><br />2. Στην κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη λύση: όλες οι λύσεις έχουν μεσοπρόθεσμη ή ακόμη και βραχυπρόθεσμη στόχευση. Το Ασφαλιστικό θα αναδύεται συνεχώς: όποια λύση κι αν επιλέγεται κατά καιρούς, το πιθανότερο είναι αυτή να ανατρέπεται, στη ροή του χρόνου, από τις εξελίξεις. Το θέμα θα επανέρχεται συνεχώς: οι επιλογές είναι προεχόντως πολιτικές και κοινωνικές και η οπτική των εκάστοτε κυβερνήσεων μπορεί να διαφέρει ουσιωδώς. Το μαθηματικό, αναλογιστικό, υπολογιστικό σκέλος δεν μπορεί να προέχει και να ακυρώνει την αντίστοιχη πολιτική οπτική.<br /><br />3. Η δημογραφική πίεση είναι μελλοντική απειλή και όχι αιτία της σημερινής κρίσης.<br /><br />4. Ο μύθος περί της αδιαμφισβήτητης αξιοπιστίας των αναλογιστικών μελετών. Καμιά αναλογιστική μελέτη δεν επαληθεύεται, πλήρως, στην πράξη - ο πολύ μεγάλος αριθμός των μεταβλητών στις οποίες στηρίζονται τα συμπεράσματα της μελέτης αποκλείει την επαλήθευσή της, αφού αυτή προϋποθέτει την επαλήθευση του συνόλου των μεταβλητών, εσω-ασφαλιστικών και εξω-ασφαλιστικών. Οι μελέτες, όμως, είναι χρήσιμες, επειδή μας δείχνουν την τάση, τις διαγραφόμενες προοπτικές, εάν δεν παρέμβουμε και δεν τροποποιήσουμε τις ισχύουσες, κατά το χρόνο διεξαγωγής της μελέτης, συνθήκες και ρυθμίσεις.<br /><br />5. Δαπάνες για δημόσιες συντάξεις: υψηλή παρα-οικονομία και μειωμένο έναντι του πραγματικού ΑΕΠ ως βάση υπολογισμού εμφανίζουν το ποσοστό (x %) του ΑΕΠ που διατίθεται για δημόσιες συντάξεις ως πολύ μεγαλύτερο του πραγματικού.<br /><br />6. Ο μύθος ότι με την αύξηση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης επηρεάζονται και οι ατομικές αποφάσεις αποχώρησης από την υπηρεσία με ανάλογη επιβράδυνση. Αντιθέτως, σε κάθε 2 χρόνια αύξησης της γενικής ηλικίας συνταξιοδότησης, έχουμε 2 μήνες επιβράδυνσης των ατομικών συνταξιοδοτήσεων.<br /><br />7. Η μυθολογία τοποθετεί το πρόβλημα του ελληνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στο σκέλος των παροχών. Γι' αυτό και χαρακτηρίζει το ελληνικό ΣΚΑ ως γενναιόδωρο. Έχει μετρηθεί, όμως, ότι το πραγματικό πρόβλημα του ελληνικού ΣΚΑ δεν βρίσκεται στο σκέλος των παροχών αλλά στο σκέλος των εσόδων. Η χρηματοδότηση του ελληνικού ΣΚΑ είναι ελλιπής και ανεπαρκής.<br /><br />8. Αποτελεί μύθο ότι ο βαθμός ανταγωνιστικότητας μιας εθνικής οικονομίας συναρτάται και εξαρτάται από το ύψος των κοινωνικών δαπανών του αντίστοιχου κρατικού προϋπολογισμού. Πράγματι, ο ισχυρισμός αυτός αδυνατεί, απολύτως, να εξηγήσει το γιατί χώρες με πολύ υψηλότερες, σε σχέση με την Ελλάδα, εκταμιεύσεις του προϋπολογισμού τους για κοινωνικές δαπάνες παρουσιάζουν μέχρι και υπερδιπλάσια, έναντι της ελληνικής, επίδοση διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής τους οικονομίας (Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία, Αυστρία, Ισπανία κ.λπ.).<br /><br />9. Συναφής με τον προηγούμενο είναι και ο μύθος που υποστηρίζει ότι θα πρέπει πρώτα να δυναμώσουμε την οικονομία για να μπορούμε να ασκήσουμε μετά αποτελεσματικότερη κοινωνική πολιτική. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι μετά την ενίσχυση της οικονομίας, θα ακολουθήσει, αναποδράστως, κοινωνικότερη πολιτική. Το πλεόνασμα θα πάει εκεί όπου επιτρέπει ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων.<br /><br />10. Μέγας και ο μύθος ότι με την ψήφιση ενός νόμου λύεται το αντίστοιχο πρόβλημα. Στη χώρα μας, οι νόμοι ψηφίζονται αλλά δεν εφαρμόζονται.<br /><br />11. Μύθος ότι η αύξηση της φορολογίας επιβαρύνει το σύνολο των πολιτών (όλους τους πολίτες - άρα και τους χαμηλόμισθους). Αυτό ισχύει μόνο στα άδικα φορολογικά συστήματα. Συνεπώς, με την προβολή του μύθου αυτού, αποπροσανατολιζόμαστε από το κύριο πρόβλημα που συνίσταται στην αποκατάσταση των αρχών της δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο άδικο φορολογικό σύστημα.<br /><br />*Επιστημονικός σύμβούλος ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥEvelixia-Stophttp://www.blogger.com/profile/11595316621813109887noreply@blogger.com0