ΜΠΟΡΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ;

Λευτέρης Κρέτσος
Πανεπιστήμιο Coventry και Aberdeen Business School, UK

Σύμφωνα με σχετικές μελέτες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας η ένταξη νέων εργαζόμενων στα συνδικάτα αποτελεί μια από τις πλέον βασικές προτεραιότητες του εργατικού κινήματος παγκοσμίως. Πολλοί ερευνητές τονίζουν ότι το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος εξαρτάται από το πώς το ίδιο θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε δύο βασικές προκλήσεις.
Η πρώτη σχετίζεται με το πώς οι συνδικαλιστικές δομές και στρατηγικές μπορούν να αλλάξουν, ώστε να διασφαλίζουν την ικανότητα πρόσβασης και ανάπτυξης του συνδικαλισμού στο χώρο των υπηρεσιών, δεδομένης της συνεχούς τροτογενοποίησης της απασχόλησης.
Η δεύτερη πρόκληση αναφέρεται στο πώς τα συνδικάτα μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση των δημογραφικών αλλαγών, καθώς στις περισσότερες χώρες παρατηρείται μια σταδιακή γήρανση των συνδικάτων με τα περισσότερα μέλη να είναι άνω των 50 ετών. Παράλληλα τα συνδικάτα εμφανίζουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά πυκνότητας σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους και στο δημόσιο τομέα και όχι στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους κλάδους των υπηρεσιών, όπου κυριαρχεί η παρουσία των νεαρής ηλικίας εργαζόμενων (18-35 ετών).
Τα χαμηλά και εμφανώς χαμηλότερα ποσοστά των νέων έναντι των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων εντοπίζονται σε όλες τις χώρες, όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ακόμη και στην Ελλάδα δεν είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί πόσο λίγοι νέοι εργαζόμενοι είναι μέλη ενός σωματείου σε μια αλυσίδα supermarket ή σε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, ή ακόμη και σε υπηρεσίες κοινωνικού ή προσωπικού χαρακτήρα (πχ. Βοήθεια στο Σπίτι, κομμωτήρια κτλ.), οι οποίες και αυξάνουν διαχρονικά το μερίδιο τους στο σύνολο της απασχόλησης.
Η προβληματική σχέση των νέων με τα συνδικάτα δεν εξαντλείται όμως μόνο στα χαμηλά επίπεδα συνδικαλιστικής πυκνότητας. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι, με το πέρασμα του χρόνου, δεν μειώνεται μόνο ο αριθμός των νέων που είναι μέλη των συνδικάτων, αλλά παράλληλα έχει μειωθεί και ο αριθμός των νέων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Επιπλέον το ποσοστό μείωσης των νέων που είναι μέλοι των συνδικάτων είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό μείωσης των εργαζόμενων ώριμης ηλικίας.
Με άλλα λόγια τα συνδικάτα όχι μόνο ‘γερνούν’ με την πάροδο του χρόνου, αλλά και ‘γεροντοκρατούνται’ ακόμη περισσότερο, όταν την ίδια στιγμή τα μεγαλύτερα ίσως προβλήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και οι μεγαλύτερες ανάγκες προστασίας του κόσμου της εργασίας από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης εντοπίζονται στο χώρο των υπηρεσιών και ανάμεσα στις νέες γενιές εργαζομένων. Τα προβλήματα αυτά έχουν απασχολήσει πολύ σοβαρά την ερευνητική, ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου.
Στην Ελλάδα, κατά παράδοξο τρόπο, αν και γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές και τα προβλήματα των νέων εργαζόμενων στην αγορά εργασίας (βλέπε τη διαμάχη για τα stage, τις πολυάριθμες αναλύσεις για την γενιά των 700 ευρώ, την παλαιότερη συζήτηση για τους συμβασιούχους του δημοσίου) σχεδόν δεν τίθεται ποτέ με τρόπο που δεν είναι απλά καταγγελτικός το ερώτημα γιατί οι νέοι δεν εντάσσονται στο συνδικαλιστικό κίνημα και πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αλλάξει.
Απουσιάζουν οι εμπεριστατωμένες και μεθοδολογικά συγκροτημένες μελέτες τόσο ως προς τους συνδικαλισμένους νέους, όσο και ως προς τους μη συνδικαλισμένους νέους αναφορικά με πώς αντιλαμβάνονται τα συνδικάτα και το ενδεχόμενο ένταξης τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Μια τέτοια έλλειψη ασφαλώς οδηγεί σε μια αντίστοιχη απουσία απαντήσεων και για το πώς και το αν τα συνδικάτα στην Ελλάδα μπορούν να αποτελέσουν τον μηχανισμό βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των νέων εργαζόμενων.
Πάντως από μια επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας ως προς το ζήτημα προκύπτει ότι οι νέοι δεν εντάσσονται στα συνδικάτα και στον ίδιο βαθμό με τους ώριμης ηλικίας εργαζόμενους για τρεις βασικούς λόγους:
i) εξαιτίας αρνητικών στάσεων ως προς τις αξίες του συνδικαλισμού και της εμφάνισης συμπτωμάτων αυξανόμενου ατομοκεντρισμού. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται μια διαγενεακή μετακίνηση του κόσμου της εργασίας ως προς το συνδικαλισμό και τις αξίες που πρεσβεύει με τους νέους εργαζόμενους να εμφανίζονται περισσότερο «λειτουργικοί» με ατομικές επιδιώξεις και να περιμένουν λιγότερα οφέλη από την ένταξη τους σε συλλογικές διαδικασίες και θεσμούς συλλογικής δράσης.
ii) εξαιτίας δομικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας και των περιορισμένων ευκαιριών συμμετοχής και ένταξης σε ένα εργατικό σωματείο. Στις σχετικές αναλύσεις τονίζεται η συχνή μετακίνηση των νέων εργαζόμενων με προσωρινές συμβάσεις εργασίας από ένα χώρο εργασίας σε ένα άλλο, οι θεσμικές δυσκολίες σύστασης σωματείου και κοινωνικότητας σε επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων (που κυριαρχούν στις υπηρεσίες) και η συχνά εχθρική στάση των εργοδοτών απέναντι στο ενδεχόμενο λειτουργίας επιχειρησιακού σωματείου. Τα προβλήματα αυτά καθιστούν δυσχερή τη συμμετοχή των νέων εργαζόμενων, κυρίως στις υπηρεσίες, τους εμποδίζουν να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους και να ενταχθούν τελικά στο χώρο της συνδικαλιστικής δράσης.
iii) εξαιτίας της ανεπάρκειας των κατάλληλων μηχανισμών προσέγγισης των νεων εργαζόμενων στις υπηρεσίες από τα ίδια τα συνδικάτα. Τα ίδια τα συνδικάτα δηλαδή αδυνατούν όχι μόνο να προσεγγίσουν τις ευρύτερες κατηγορίες ευπαθών νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες, αλλά και να πείσουν τους νέους εργαζόμενους ότι η συμμετοχή τους στο σωματείο μπορεί να βελτιώσει την εργασιακή τους κατάσταση. Στις αναλύσεις αυτές τονίζονται οι ανεπάρκειες των συνδικάτων στον τομέα της οργάνωσης και προσέλκυσης νέων μελών, τα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και η κυριαρχία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από ηγεσίες που δεν περιλαμβάνουν νέους εργαζόμενους (leadership gerontocracy) και ενδιαφέρονται πρωτίστως να προωθήσουν τα ζητήματα άλλων κατηγοριών εργαζομένων.
Εξετάζοντας διαχρονικά τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία όλες σχεδόν οι σύγχρονες αναλύσεις τείνουν να καταλήγουν στο ότι η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα των νέων στις υπηρεσίες οφείλεται σε δομικούς παράγοντες λειτουργίας τόσο της αγοράς εργασίας όσο και των συνδικάτων. Η ένταξη ή μη στα συνδικάτα δεν είναι ζήτημα ατομικών συμπεριφορών, αλλά μια εξέλιξη που συνδέεται με παράγοντες που δρούν εντός και εκτός των συνδικάτων, στο χώρο εργασίας και στο χώρο του συνδικάτου. Μια σειρά από σύγχρονες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι νέοι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν έχουν πρόβλημα με τον συνδικαλισμό, αλλά και ότι τον θεωρούν αναγκαίο.
Μια πρόσφατη μελέτη διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο 1984-2003 έχει αυξηθεί η αποδοχή των συνδικάτων με μόλις το 12% του δείγματος της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας στις χώρες της Ένωσης των 15 να διαφωνεί με την άποψη ότι τα συνδικάτα είναι απαραίτητα. Οι νέοι εργαζόμενοι και οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους και τους άνδρες ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας των συνδικάτων.
Αξίζει να σημειωθεί από την συγκεκριμένη έρευνα ότι οι χώρες στις οποίες παρουσιάζεται πιο θετική εκτίμηση για το ρόλο των συνδικάτων είναι οι χώρες της Μεσογείου, όπου το πρόβλημα της απασχόλησης των νέων είναι ιδιαίτερα έντονο, με την Ελλάδα να εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό (89%) και την Πορτογαλία (85%), τη Γαλλία (80%), την Ισπανία (79%) και την Ιταλία (77%) να ακολουθούν. Άλλες έρευνες, όπως αυτή για την Ισπανία επισημαίνουν ότι οι επισφαλείς εργαζόμενοι εμφανίζουν πιο θετική στάση απέναντι στο συνδικαλισμό συγκριτικά με τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με την εμφάνιση μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων κινητοποίησης νέων επισφαλών εργαζόμενων σε διάφορες υπηρεσίες (Justice for Janitors Campaign/ London Living Wage Campaign κτλ.) υποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι οι νέοι μπορούν να αγκαλιάσουν τον συνδικαλισμό και να ασπαστούν τις αξίες και την σκοπιμότητα της συνδικαλιστικής δράσης. Προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέχουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτα από όλα θα πρέπει να διευρυνθεί η συνδικαλιστικής παρουσία σε περισσότερους χώρους εργασίας. Δεύτερον, θα πρέπει η εσωτερική λειτουργία και οι στρατηγικές δράσεις των συνδικάτων να παρέχουν ουσιαστικές δυνατότητες έκφρασης της φωνής των νέων εργαζόμενων στις υπηρεσίες για τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εντός και εκτός του χώρου εργασίας τους.
Με άλλα λόγια η ύπαρξη συνδικάτου και συνδικαλιστικού εκπρόσωπου είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της επαφής με τους νέους εργαζόμενους, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στο χώρο των υπηρεσιών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν υπάρχει. Η επαφή αυτή ωστόσο δεν είναι ικανή από μόνη της να δημουργήσει μια βιώσιμη σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης, αν δεν συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ότι τα συνδικάτα θα κάνουν με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο τη δουλειά τους.