Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΗ-ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΌΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Ο ρόλος των ΜΚΥΟ και των φορέων της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί σημείο αιχμής στην άσκηση ης σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Αν και στο βάθος της ιστορικής εξέλιξης των συλλογικών μορφών κάλυψης αναγκών είτε υποκαθιστούσαν είτε συμπλήρωναν την κρατική παρέμβαση, η σχετικά πρόσφατη επίσημη συμπερίληψή τους στην προώθηση ενεργητικών πολιτικών κοινωνικής ένταξης σηματοδοτεί μία εταιρική σχέση με το κράτος και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έγινε σταδιακά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, συμπεριέλαβε όμως την αλλαγή- ή τη δημιουργία νέου- θεσμικού πλαισίου και την στήριξη επιστημονικών ερευνών για την κατανόηση του «τρίτου τομέα» και την χρηστική καταγραφή των φορέων του.
Το φάσμα των τομέων όπου δραστηριοποιούνται οι φορείς αυτοί είναι μεγάλο. Περιλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος, την προάσπιση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, τον πολιτισμό, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Σε συνθήκες αποδόμησης της εργασίας και αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, ακόμα δε περισσότερο στις παρούσες συνθήκες της οικονομικής και βαθύτερα κοινωνικής κρίσης, οι κοινωνικές επιχειρήσεις εργασιακής ένταξης (WISE) και οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί υποστηρίζονται ως δόκιμες μορφές μιας αναδυόμενης «αλληλέγγυας οικονομίας» που μπορεί να συνδυάσει με επιτυχία οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους.
Στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρόλο που – κυρίως εξαιτίας των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και πολιτικών – οι ΜΚΥΟ έχουν διευρύνει το ρόλο τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τους έχει ανατεθεί – εκ των πραγμάτων ή και μέσω θεσμοθέτησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– μέρος της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική οικονομία και τους ΜΚΥΟ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τους ίδιους τους φορείς, τους αποδέκτες των υπηρεσιών τους και τους εργαζόμενους - αμειβόμενους και εθελοντές.
Σε αυτό προστίθεται η ελλιπής επιστημονική ανάλυση, εννοιολόγηση και οριοθέτησή του σε σχέση με το κράτος, την αγορά και τον οικιακό χώρο. Προσπάθειες προσδιορισμού κριτηρίων για την ένταξη οργανώσεων και πρωτοβουλιών σε βάσεις δεδομένων και μητρώα, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία γνώση και κατανόηση του πολύπλοκου και δυναμικού αυτού κοινωνικού χώρου, δεν έχουν αποδώσει καρπούς,
Ωστόσο, οι επιταγές της εφαρμογής πολιτικών, της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και της αντιμετώπισης άμεσων και πιεστικών αναγκών κοινωνικής προστασίας και φροντίδας, ωθούν στην υλοποίηση προγραμμάτων σε θεσμικό κενό, με απουσία κριτηρίων ποιότητας, συντονισμού και ελέγχου, όπου η επιλογή των φορέων της κοινωνικής οικονομίας συχνά γίνεται αποσπασματικά, ευκαιριακά ή /και πελατειακά. Έτσι, φορείς με γνώση, εμπειρία και ικανά στελέχη δεν αξιοποιούνται, ή αναγκάζονται να συνυπάρχουν με άλλους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για ποιοτική παρέμβαση. Από την άλλη πλευρά, οι υποχρεώσεις του εκάστοτε αρμόδιου κρατικού φορέα δεν είναι ξεκάθαρες, δεδομένων των ασαφειών, και σε ορισμένες περιπτώσεις της έλλειψης σωστών συμβάσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται. Χαρακτηριστική περίπτωση των ανωτέρω είναι η πρόσφατη εμπειρία από τον χώρο της ψυχικής υγείας με πρωταγωνιστές το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τους ΜΚΥΟ του δικτύου ΑΡΓΩΣ, στους οποίους έχει ανατεθεί από το Υπουργείο ως αρμόδιο φορέα η λειτουργία ενός σημαντικού αριθμού δομών φροντίδας και ψυχοκοινωνικής επανένταξης (οικοτροφείων, ξενώνων και προστατευόμενων διαμερισμάτων) στα πλαίσια του προγράμματος ΨΥΧΑΡΓΩΣ. Το κράτος, μετά την αρχική περίοδο χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί για τη βιωσιμότητα των δομών – από δημόσιους φορείς και ΜΚΥΟ που επιτελούν δημόσιο έργο – καθώς και για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος που συνεπάγεται ουσιαστική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με εξάλειψη – μεταξύ άλλων – της ασυλικής μορφής προστασίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται υπό επιτήρηση από την Ε.Ε. και για την ψυχική υγεία, καθώς οφείλει να τηρήσει όλους τους όρους και τις προθεσμίες που έχουν τεθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο Κο Σπίντλα. Μέχρι αυτή τη στιγμή το κράτος δεν έχει τηρήσει τις βασικές του δεσμεύσεις για την βιωσιμότητα των δομών και τη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τους ΜΚΥΟ ώστε να λειτουργούν με κριτήρια ποιότητας, έλεγχο και διαφάνεια. Αυτό δημιούργησε συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας και καταπάτησης δικαιωμάτων τόσο των ασθενών, όσο και των εργαζομένων. Υπήρξαν – και ακόμα υπάρχουν – δομές που δεν έχουν χρήματα για την πληρωμή του ενοικίου, των λογαριασμών και για την επάρκεια τροφίμων, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν μείνει απλήρωτοι για διαστήματα πολλών μηνών. Το συντονιστικό όργανο του δικτύου έχει προσφύγει στο Συνήγορο του Πολίτη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ οι προτάσεις του έχουν εισακουσθεί από τον επίτροπο.
Για τους εργαζόμενους στις δομές αυτή η δοκιμασία ανέδειξε την επισφαλή θέση τους. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε ένα ανάλγητο και αναξιόπιστο κρατικό μηχανισμό, στις ανάγκες ευάλωτων ανθρώπων των οποίων έχουν την ευθύνη και σε μία φοβική περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση αναρωτιόντουσαν ποιος τελικά είναι ο εργοδότης: τους και προς ποια κατεύθυνση να διεκδικήσουν. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η πικρία και η αγωνία όλων των εμπλεκόμενων μερών οδήγησε πολλές φορές σε εσωτερικές συγκρούσεις, κατατρεγμό ανθρώπων και αίσθημα ματαίωσης.
Σημαντικά ζητήματα τίθενται επίσης με την απασχόληση ευάλωτων ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας για την οποία τόσος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια. Η εμπειρία πολλών ευρωπαϊκών χωρών (και όχι μόνο) αναδεικνύει τις ευεργετικές πλευρές αλλά και τα προβλήματα αυτού του χώρου.
Η Ε.Ε. προωθεί την κοινωνική επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα με τη μορφή των κοινωνικών επιχειρήσεων και των κοινωνικών συνεταιρισμών. Το δυνατό σημείο τους είναι ο συνδυασμός οικονομικών και κοινωνικών στόχων και η δυναμική που αναπτύσσουν για την ένταξη στην αγορά εργασίας – η οποία θεωρείται ως ο αποφασιστικός παράγοντας κοινωνικής ένταξης και επανένταξης. Έτσι, άνθρωποι οι οποίοι αλλιώς καταδικάζονται να είναι παθητικά αντικείμενα πολιτικών και προνοιακών παροχών γίνονται ενεργά υποκείμενα. Για κείνους αυτό σημαίνει δυνατότητα και ποιότητα ζωής, για το κοινωνικό σύνολο ενίσχυση της συνοχής, για το κράτος εξοικονόμηση πόρων, αφού όχι μόνο δεν «κοστίζουν», αλλά παράγουν και συμβάλλουν μέσω των εισφορών τους στην ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων.
Στην Ελλάδα ένα σημαντικό παράδειγμα θεσμοθετημένης, καινοτόμας μορφής κοινωνικής οικονομίας αναδεικνύει τη δυναμική αλλά και τις αντιφάσεις μιας τέτοιας προοπτικής. Πρόκειται για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης Ευθύνης (ΚοιΣΠΕ), του νόμου 2716/1999 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που δημιουργούν ουσιαστικές προϋποθέσεις απασχόλησης για ψυχικά πάσχοντες, ενώ συγχρόνως συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη. Αν και υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, δεν έχουν τη στήριξη που χρειάζεται για να αποδώσουν καρπούς. Οι πιο πετυχημένοι παλεύουν άνισα στο ανταγωνιστικό κλίμα της αγοράς σε συνθήκες κρίσης, ενώ κάποιοι που ελέγχονται στενά από τα ψυχιατρεία προσφέρουν υποτυπώδη απασχόληση στους ψυχικά ασθενείς χωρίς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους ως εργαζομένων και προοπτική ουσιαστικής ένταξης. Η παρούσα τάση είναι να θεωρείται αυτή η απασχόληση ως ένα είδος δια βίου εκπαίδευσης με ευεργετικά θεραπευτικά αποτελέσματα, ή έστω ένα στάδιο προετοιμασίας για την ένταξη στην αγορά εργασίας.
Τελικά το μείζον ερώτημα είναι: Μπορούν οι ΜΚΥΟ να αντιτάξουν ένα εναλλακτικό μοντέλο απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, αξιοποίησης διαφορετικών μορφών εργασίας και άλλης αντίληψης για την οικονομία; Τι γνωρίζουμε γι’ αυτούς ως εργοδότες; Ποιες είναι οι συνθήκες στον χώρο εργασίας, πως εφαρμόζεται η ευελιξία και με τι επιπτώσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων; Τηρούνται αρχές υγιεινής και ασφάλειας, ισότητας των φύλων και προστασίας του περιβάλλοντος; ενθαρρύνεται η συμμετοχή των χρηστών και των εργαζομένων;
Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί από την οπτική της απασχόλησης και της κοινωνικής ένταξης αυτός ο υβριδικός, δυναμικός, δημιουργικός και αντιφατικός χώρος. Και στη βάση της γνώσης των πραγματικών δεδομένων να θεσμοθετηθεί ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας του για την παραγωγή υπηρεσιών με υψηλή ποιότητα και ευθύνη.
Όχι επειδή το ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επειδή το ζητούν οι ίδιοι οι αποδέκτες των υπηρεσιών και οι οικογένειές τους, καθώς και όλοι εκείνοι που θεωρούν εαυτούς φορείς κοινωνικής ευθύνης ως εργαζόμενοι, ως συνάνθρωποι και ως πολίτες.

  1. gravatar

    # by Ανώνυμος - 7/1/10, 8:05 μ.μ.

    πολύ καλό το post σου για τις ΜΚΟ. Βέβαια εκτός από αυτές υπάρχουν καιοι οργανώσεις ασθενών ή οργανώσεις που προσφέρουν βοήθεια και στήριξη στους ασθενείς, που διοικούνται κυρίως από εθελοντές με περισσότερη ή λιγοτερη επιτυχία και αποτελεσματικότητα αλλά και με πολλά κοινά προβλήματα.