ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην
Εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ», φύλλο 945, 18 Ιανουαρίου 2008

ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
της Μαρίας Καραμεσίνη*


Η πρόσφατη εξέγερση των μαθητών προκάλεσε πολλές αναλύσεις για το υπόβαθρο
της δυσαρέσκειας, με συχνές αναφορές στα προβλήματα που οι νέοι αντιμετωπίζουν
στην αγορά εργασίας. Το «πρεκαριάτο», ένας νέος όρος που χρησιμοποιήθηκε για να
υποδηλώσει αυτούς που έχουν ασταθή απασχόληση και αβέβαιες προοπτικές
σταθερής εργασιακής ένταξης, πήρε τη θέση του δίπλα στη «γενιά των 700 ευρώ».
Ανεξαρτήτως εάν και σε ποιό βαθμό τα προβλήματα ένταξης των νέων στην αγορά
εργασίας ορθά ερμηνεύουν τα βαθύτερα αίτια της συγκεκριμένης εξέγερσης,
σίγουρα συνδέονται με τις πιέσεις που δέχονται οι μαθητές για είσοδο στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση και γενικά οι νέοι για την απόκτηση όλο και περισσότερων
πτυχίων και πιστοποιητικών γνώσεων και δεξιοτήτων, όπως επίσης και με την
ανασφάλεια που βιώνουν πριν ακόμα ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους.
Όμως, λόγω ελλείψεων στην κοινωνική έρευνα, τα προβλήματα μετάβασης των νέων
από την εκπαίδευση στην σταθερή απασχόληση έχουν μέχρι σήμερα προσεγγιστεί
μόνο σε πρώτο επίπεδο. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει το
υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. των 27 στις ηλικίες 15-24 ετών και τη
μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στις ίδιες ηλικίες (διπλάσιο ποσοστό
ανεργίας στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες). Δεδομένου όμως ότι, σήμερα, οι
μισές γυναίκες ηλικίας 27 ετών και οι μισοί άνδρες ηλικίας 30 ετών ζουν ακόμα με
τους γονείς τους, η «νεότητα» στη χώρα μας διαρκεί όχι μόνο πέραν του στατιστικού
ορίου των 24 ετών αλλά για πάρα πολλούς – ιδίως νεαρούς άνδρες - ακόμα και μετά
τα 30. Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη
Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Λετονία και τη Λιθουανία αποτελούν την ομάδα χωρών
της Ε.Ε. των 27 με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση ανεξαρτητοποίησης των νέων από
τους γονείς. Οι δυσκολίες εργασιακής σταθεροποίησης και επαγγελματικής
αποκατάστασης αποτελούν τη βασική, αν και όχι τη μοναδική, αιτία. Η υπερ-
προστασία των παιδιών στο πλαίσιο της οικογένειας σε συνδυασμό με τους
χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στον κόσμο φαίνεται να είναι πλέον κοινά
χαρακτηριστικά στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τις χώρες της Βαλτικής.
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε και σχολιάζουμε στοιχεία που συχνά απουσιάζουν
από το δημόσιο διάλογο για σημαντικά χαρακτηριστικά της μετάβασης των νέων από
την εκπαίδευση στην αμειβόμενη εργασία, με σκοπό να αναδειχθούν καλύτερα οι
δυσκολίες εργασιακής τους ένταξης και επαγγελματικής τους αποκατάστασης.

Ανεργία των νέων - μη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό

Η ανεργία των νέων στη χώρα μας εμφανίστηκε μεν με την οικονομική κρίση της
δεκαετίας του 1970, αλλά οξύνθηκε με την ύφεση των ετών 1980-1983. Στις αστικές και
ημιαστικές περιοχές το ποσοστό της στις ηλικίες 15-19 ετών ανέβηκε από 4,2% το 1974
στο 28,3% το 1983 και παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του
1980. Η ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1990, μαζί με άλλους παράγονες που θα
περιγράψουμε στη συνέχεια, πυροδότησαν εκ νέου την άνοδο της ανεργίας στους
νέους, που έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών το 1999 (31,5%).
Έκτοτε, το ποσοστό ακολούθησε σταθερή καθοδική πορεία, που είχε ως αποτέλεσμα
να πέσει στο 20,6% το β΄τρίμηνο του 2008, πριν την έναρξη της πρόσφατης κρίσης.
Από την εμφάνιση της ανεργίας των νέων στη χώρα μας κατά το δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, ο βαθμός συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό
έχει μειωθεί λόγω αφενός της παράτασης της διάρκειας εκπαίδευσης των νέων,
αφετέρου της μείωσης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας αυτών που βρίσκονται
στην εκπαίδευση. Μέχρι το 2000, η μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό
αφορούσε αποκλειστικά τις ηλικίες των 15-19 ετών. Από το 2000 μέχρι σήμερα αφορά
και τους νέους 20-24 ετών, των οποίων ο βαθμός συμμετοχής μειώθηκε θεαματικά.
Έτσι, παρά το δραματικό της ύψος της ανεργίας των νέων στη χώρα μας όταν αυτό
υπολογίζεται ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού και τη μεγάλη απόσταση που
χωρίζει την Ελλάδα από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ως προς αυτό το ποσοστό, η
ανεργία πλήττει σήμερα στη χώρας μας μόνο το 7% του συνολικού πληθυσμού 15-24
ετών, όπως ακριβώς και στις χώρες της Ε.Ε. των 15, 25 ή 27 κατά μέσο όρο.1 Κι αυτό
διότι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ηλικίας 15-24 ετών στην Ελλάδα δεν
συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό (69% έναντι 56% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.των 27).
Ταυτόχρονα είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου και η
συνακόλουθη μείωση της συμμετοχής των ατόμων 15-19 ετών στο εργατικό δυναμικό
συνέβαλαν στην άμβλυνση του κοινωνικού προβλήματος της ανεργίας των νέων στη
χώρα μας, όταν αυτό υπολογιστεί στο σύνολο του νεανικού πληθυσμού, καθόλου δεν
περιόρισαν τον κίνδυνο ανεργίας όσων νέων αναζητούσαν εργασία στις δεκαετίες του
1980 και 1990. Κι αυτό διότι η κρίση και η στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας μεταξύ 1980 και 1993 και η αργή ανάκαμψή της μετά το 1993 και μέχρι το τέλος της
δεκαετίας του 1990 υπονόμευσαν το ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου συνέβαλε στην
επιδείνωση της νεανικής ανεργίας στις ηλικίες 20-29 ετών, μέσω της αύξησης της
συμμετοχής των νεαρών γυναικών στο εργατικό δυναμικό (βλέπε πίνακα 1),
μετατόπισε τον κύριο όγκο της ανεργίας από τις ηλικίες 15-24 σ’αυτές 20-29 ετών και
μετέθεσε την έκρηξη του προβλήματος από τη δεκαετία του 1980 σε αυτήν του 1990.

Άνοδος εκπαιδευτικού επιπέδου – όλοι οι νέοι στην αγορά εργασίας μετά την
εκπαίδευση


Η θεαματική άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου του νεανικού πληθυσμού την
τελευταία εικοσαετία αποτυπώνεται ανάγλυφα στον πίνακα 2. Εντυπωσιάζουν η
μείωση των ατόμων 25-29 ετών που δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική
εκπαίδευση από 38% σε 9% όπως και η αύξηση των ατόμων ίδιας ηλικίας που έχουν
τουλάχιστον τελειώσει το λύκειο από 50 σε 80% και αυτών που έχουν πτυχίο
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από 19 σε 44%.
Στα παραπάνω στοιχεία πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι τα ΙΕΚ, που
ιδρύθηκαν το 1992 ως μεταλυκειακή βαθμίδα αρχικής κατάρτισης, έχουν καταστεί
βασικό κανάλι εισόδου στην αγορά εργασίας για τους κατόχους απολυτηρίου λυκείου
που δεν συνεχίζουν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, κατά συνέπεια,
μπορεί να εκληφθούν ως άτυπη εκπαιδευτική βαθμίδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία
πρόσφατης έρευνας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,2 έξι χρόνια μετά την αποφοίτηση,
50% των αποφοίτων γενικού λυκείου και 20% των αποφοίτων ΤΕΕ του έτους 2001 που
δεν είχαν προχώρησει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές
τους σε δημόσιο ή ιδιωτικό ΙΕΚ. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που, σήμερα, το
86% των νέων ηλικίας 15-19 ετών είναι στην εκπαίδευση (βλέπε Πίνακα 3).
Στις ηλικίες των 20-24 ετών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%, και οφείλεται στη
μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στο ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία
πρόσφατης πανελλαδικής έρευνας της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων
Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων,3 η μέση καθυστέρηση ολοκλήρωσης των σπουδών
στο πανεπιστήμιο είναι 1,5 έτος ενώ η μέση ηλικία αποφοίτησης τα 24,2 έτη. Η ίδια
έρευνα έδειξε ότι 40% των αποφοίτων πανεπιστημίου κάθε έτους προχωρά στην
πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών, γεγονός που εξηγεί, μαζί με την
καθυστερημένη ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών, το γεγονός ότι το ποσοστό
των νέων 25-29 ετών που βρίσκονται στην εκπαίδευση ανέρχεται σε 8%.
Βασικό χαρακτηριστικό των εκπαιδευόμενων νέων στην Ελλάδα είναι ότι, στη
συντριπτική τους πλειοψηφία και σε όλες τις ηλικίες, δεν συμμετέχουν στο εργατικό
δυναμικό. Τα ποσοστά μη συμμετοχής είναι τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ και απέχουν
αισθητά από το μέσο όρο των χωρών του (βλέπε πίνακα 4). Αντίθετα, όσοι έλληνες
νέοι 20 ετών και πάνω δεν είναι στην εκπαίδευση συμμετέχουν σε πολύ μεγάλο
βαθμό στο εργατικό δυναμικό (μεγαλύτερο κατά τι από το μέσο όρο των χωρών του
ΟΟΣΑ, πίνακας 5). Άν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι η υποχρεωτική στρατιωτική
θητεία στους άνδρες αποτελεί βασικό λόγο μη συμμετοχής ενός μεγάλου μέρους του
νεανικού πληθυσμού και ότι, για τις γυναίκες, η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου
παιδιού είναι τα 28 έτη, τότε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι νέες γενιές ανδρών και γυναικών συμμετέχουν στο σύνολό τους στην αγορά εργασίας μετά το τέλος της
εκπαίδευσης και, όταν δεν συμμετέχουν, η αιτία είναι προσωρινή.

Ανεργία, ευέλικτη απασχόληση, καθυστέρηση της μετάβασης

Έχει ειπωθεί και γραφτεί επανηλειμμένα ότι οι νέοι είναι ο κύριος φορέας των
ευέλικτων εργασιακών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας τις δύο τελευταίες
δεκαετίες. Ο πίνακας 6 αποτυπώνει τη συχνότητα εμφάνισης της προσωρινής
απασχόλησης στους μισθωτούς και πιστοποιεί του λόγου το αληθές.
Ανεργία και προσωρινή απασχόληση είναι φαινόμενα αλληλένδετα στην πορεία
μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην σταθερή αμειβόμενη απασχόληση. Το
επικρατούν σχήμα αυτής της πορείας είναι τα μεγάλα διαστήματα ανεργίας κατά την
πρώτη είσοδο στην αγορά εργασίας και, στη συνέχεια, η αλλαγή εργασιών
προσωρινής διάρκειας με ή χωρίς διαστήματα ανεργίας στο ενδιάμεσο, τα οποία είναι
κατά κανόνα μικρότερα του αρχικού διαστήματος πρώτης ένταξης.
Η διάρκεια μετάβασης σε μία θέση σταθερής απασχόλησης μπορεί να διαρκέσει
πολλά χρόνια και εξηγεί, μαζί με τις χαμηλές αμοιβές, τη μακροχρόνια εξάρτηση των
νέων από τους γονείς τους. Σχετικά πρόσφατη εργασία4 με αντικείμενο την
παρακολούθηση της πορείας εργασιακής ένταξης των νέων διαφορετικών
εκπαιδευτικών επιπέδων έδειξε ότι, έξι χρόνια μετά την αποφοίτηση, ένας στους τρεις
πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένας στους δύο αποφοίτους γυμνασίου και
δύο στους τρεις αποφοίτους λυκείου δεν έχουν βρει ακόμα σταθερή δουλειά.
Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν ταυτίζονται με την προσωρινή απασχόληση
(οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή έργου μπορούν να είναι αορίστου χρόνου ή να
έχουν μεγάλη διάρκεια) ενώ οι επίσημες στατιστικές υποεκτιμούν την εξάπλωση τους
διότι δεν καταγράφουν τις συμβάσεις έργου (κυρίως) σε έναν εργοδότη. Η πρώτη
πανελλαδική καταγραφή του εύρους αυτών των συμβάσεων οιονεί μισθωτής εργασίας στους νέους έγινε από την προαναφερθείσα έρευνα της Οριζόντιας Δράσης
των Γραφείων Διασύνδεσης. Η έρευνα αυτή έδειξε ότι, 5-7 μετά την αποφοίτησή τους
και με μέση ηλικία τα 30 έτη, 45% των πτυχιούχων πανεπιστημίου με εξαρτημένη
σχέση εργασίας εμπλέκεται σε ευέλικτες σχέσεις απασχόλησης εκ των οποίων οι
μισές αφορούν συμβάσεις έργου σε έναν (κυρίως) εργοδότη.

Εκπαιδευτικό επίπεδο, διάρθρωση της απασχόλησης και προβλήματα ένταξης

Ένα από τα παράδοξα της ελληνικής περίπτωσης, όταν εξετάζει κανείς τα στατιστικά
στοιχεία σε διεθνή σύγκριση, είναι ότι το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 20-24 και
25-29 ετών είναι υψηλότερο στους νέους με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο απ’ότι σε
αυτούς με χαμηλότερο (βλέπε πίνακα 7). Η ίδια σχέση παρατηρείται ως προς την
προσωρινή απασχόληση στις ηλικίες 20-24 ετών, ενώ οι πτυχιούχοι πανεπιστημίου
κατέχουν τα πρωτεία αυτής της μορφής απασχόλησης στις ηλικίες 25-29 και τα
μοιράζονται με αυτούς που έχουν απολυτήριο δημοτικού ή δεν έχουν καν τελειώσει το
δημοτικό στις ηλικίες 30-34. Επίσης, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι συμβάσεις
έργου είναι περισσότερο εξαπλωμένες μεταξύ των νέων που έχουν πτυχίο
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με αυτούς χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Μία εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι, στις ηλικίες 20-24 και 25-29, οι
απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διανύουν τα πρώτα χρόνια εισόδου στην
αγορά εργασίας, ενώ οι νέοι με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο έχουν εισέλθει
σ’αυτήν πολλά χρόνια πριν και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ολοκληρώσει την
εργασιακή τους ένταξη βρίσκοντας σταθερή απασχόληση. ‘Ενας δεύτερος
παράγοντας ερμηνείας είναι η διάρθρωση της απασχόλησης και η δυναμική της
(πίνακας 8). Συγκεκριμένα, η αύξηση του αριθμού των αποφοίτων της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης τις τελευταίες δεκαετίες ήταν γρηγορότερη από την επέκταση των
ευκαιριών απασχόλησής τους σε θέσεις εργασίας ανάλογες με τις σπουδές τους.
Ελέγξαμε το τελευταίο επιχείρημα για τα πανεπιστήμια χρησιμοποιώντας στοιχεία
της ΕΣΥΕ και βρήκαμε ότι, από το 1994 έως και το 2007 αποφοίτησαν συνολικά 342
χιλιάδες πτυχιούχοι από τα πανεπιστήμια της χώρας, στους οποίους πρέπει να
προστεθούν και αυτοί που σπούδασαν στο εξωτερικό και αναγνώρισαν τα πτυχία
τους στο ίδιο διάστημα. Την ίδια περίοδο, η καθαρή αύξηση της απασχόλησης στα
επιστημονικά-καλλιτεχνικά επαγγέλματα, για τα οποία προορίζονται οι πτυχιούχοι
πανεπιστημίου ήταν 247 χιλιάδες άτομα και 82 χιλιάδες άτομα στα διευθυντικά
επαγγέλματα, στα οποία το μερίδιο των πτυχιούχων πανεπιστημίου ανήρχετο στο
μέσο της περιόδου (έτος 2000) σε 13,5% . Είναι λοιπόν εμφανής η αναντιστοιχία
μεταξύ του συνολικού αριθμού των νέων πτυχιούχων που αποφοίτησαν από τα πανεπιστήμια την περίοδο 1994-2007 και των νέων θέσεων απασχόλησης που
δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο και αντιστοιχούν στο επίπεδό τους.
Αυτός ο υπολογισμός είναι χονδρικός και ατελής, διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις
αναντιστοιχίες στους επί μέρους επιστημονικούς κλάδους σπουδών. Η εκτεταμένη
ετεροαπασχόληση (25%) των πτυχιούχων πανεπιστημίου 5-7 έτη μετά την
αποφοίτησή τους, που κατέγραψε η έρευνα της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων
Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε
επιστημονικού κλάδου σπουδών, αποτελεί ακριβέστερη εκτίμηση της συνολικής
στενότητας επαγγελματικών ευκαιριών για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου.
Ωστόσο λείπουν τα ανάλογα στοιχεία για τις επαγγελματικές ευκαιρίες και την
ετεροαπασχόληση των αποφοίτων ΤΕΙ, που θα τεκμηρίωναν το γενικό επιχείρημα.

Νέοι – ενότητα στη διαφορά

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέοι δεν είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους και ότι η
εκπαίδευση αναπαράγει τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες μέσα από την επιλογή
στα διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης και στις διαφορετικές κατευθύνσεις και
κλάδους σπουδών και την προετοιμασία των εκπαιδευόμενων για διαφορετικές
θέσεις στον (άνισο) καταμερισμό εργασίας. Είναι επίσης σαφές ότι η ταχύτητα και η
ποιότητα της εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης μετά την αποφοίτηση
διαφέρουν ανάλογα με το εκπαιδευτικό επίπεδο, την κατεύθυνση και τον κλάδο
σπουδών, το φύλο και την κοινωνική προέλευση των αποφοίτων.
Όμως, αν και προσωρινή στη ζωή των ατόμων, η νεότητα αποτελεί και φάση ζωής
κατά την οποία διαμορφώνονται οι κοινές στάσεις, αξίες και αντιλήψεις μιας γενιάς
με βάση τις κοινές ή παρεμφερείες εμπειρίες, τα προβλήματα και τα ιστορικά
γεγονότα της εποχής της.
Υπ΄αυτήν την έννοια, παρά την προδιαγεγραμμένη διαφορετική τους κατάληξη στον
(άνισο) καταμερισμό εργασίας, τα πολύ μεγάλα προβλήματα επαγγελματικής
αποκατάστασης που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες,
και σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου μετά την έξοδο από το εκπαιδευτικό σύστημα και
την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας, αποτελούν τη βάση μιας ”ενότητας στη
διαφορά”, που μπορεί να παράγει τόσο μορφές αλληλεγγύης όσο και κοινά αιτήματα
και αγώνες. Η αναμενόμενη μεγάλη άνοδος της ανεργίας των νέων τα επόμενα
χρόνια και η προεξοφλούμενη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών εργασιακής και
επαγγελματικής τους ένταξης λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης που μόλις έχει
ξεσπάσει, αποτελούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ωρίμανση των συνειδήσεων.

  1. gravatar

    # by labecon - 9/11/09, 3:07 μ.μ.

    Πάντως γνωρίζουν καλύτερα ελληνικά και ορθογραφία από σένα.