ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Γιάννης Κουζής
Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι έννοιες της εργασιακής ανασφάλειας και της επισφαλούς εργασίας παραπέμπουν σε ένα σύνολο παραγόντων που διαμορφώνουν και ενισχύουν το αίσθημα της μη ασφάλειας για το παρόν και το μέλλον των εργαζομένων.
Το αίσθημα αυτό της ανασφάλειας εκδηλώνεται από την αδυναμία κάλυψης των σύγχρονων αναγκών λόγω της μη ένταξης στην αγορά εργασίας αλλά και εξαιτίας του περιεχομένου της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την ύπαρξη και τη διατήρηση της απασχόλησης. Ανασφάλεια για την επάρκεια του μισθού, αλλά και τη διατήρηση του ύψους του εισοδήματος. Ανασφάλεια για τη διατήρηση του εργασιακού αντικειμένου, της θέσης εργασίας. Ανασφάλεια για τις διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον.
Τα φαινόμενα αυτά αποκτούν μεγαλύτερη ένταση, όταν η θέση εργασίας είναι επισφαλής, ευρισκόμενη σε συνεχή απειλή για το μέλλον της.
Ένα μείγμα , λοιπόν, ανασφάλειας και επισφάλειας για τον κόσμο της εργασίας δημιουργεί την σύγχρονη κυρίαρχη, και όχι περιθωριακή, εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας. Έρευνα για λογαριασμό της ΓΣΕΕ , πριν ακόμη από την εκδήλωση της κρίσης (καλοκαίρι του 2008), έδειξε ότι το 75% των μισθωτών, συμπεριλαμβανομένων και του δημόσιου τομέα, νοιώθει ανασφάλεια για το εργασιακό του μέλλον! Υπερβολή; Μάλλον όχι, αν εξετάσει κανείς το σύνολο των παραμέτρων που διαμορφώνουν το σύγχρονο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, και με το δεδομένο ότι η ανασφάλεια για το εργασιακό μέλλον δεν περιορίζεται μόνο στο φόβο της ανεργίας. Πώς, λοιπόν, προκύπτει αυτό το εκτεταμένο αίσθημα της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας; Ποιες κατηγορίες περιλαμβάνει;
1) Τους 443.000 ανέργους ( Ιούνιος 2009) από τους οποίους οι 191.000 είναι μακροχρόνιοι και μόλις οι 95.000 λαμβάνουν το πενιχρό σε ύψος και διάρκεια επίδομα ανεργίας. Ας σημειωθεί ότι από το σύνολο των ανέργων οι 104.000 απολύθηκαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2009. Ο φόβος της ανεργίας είναι τόσο έντονος ώστε, ήδη πριν από την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της κρίσης, το 45% των μισθωτών σημείωνε τον κίνδυνο της ανεργίας για το ίδιο και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον.
2) Τους εργαζόμενους στο ευρύ φάσμα της ευέλικτης, κατά κανόνα, επισφαλούς, χαμηλά αμειβόμενης εργασίας και με έντονο το στοιχείο της καταστρατήγησης των όποιων δικαιωμάτων. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται:
• Οι 355.000 προσωρινά απασχολούμενοι από τους οποίους οι 100.000 στο δημόσιο, ενώ 49.000 από τους ανέργους που απασχολούνταν το 2008 βρέθηκαν στην ανεργία λόγω της λήξης της προσωρινής σύμβασής τους.
• Οι 273.000 μερικά απασχολούμενοι, από τους οποίους οι 31.000 στο δημόσιο, τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος (130.000) καταλήγει στη μερική γιατί δεν βρίσκει πλήρη απασχόληση, ενώ ένα άλλο σημαντικό τμήμα οδηγείται σε αυτήν όχι, απαραίτητα, από εισοδηματική επάρκεια αλλά ωθούμενο από τις ειδικές συνθήκες των άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του.
• Οι περί τους 15.000 εργαζόμενοι με καθεστώς δανεισμού μέσω γραφείων προσωρινής ενοικίασης εργασίας .
• Οι περί τους 20.000 εργαζόμενοι με καθεστώς «αλληλέγγυου δανεισμού», συνήθως μακρόχρονου, στο πλαίσιο επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου (πχ. τραπεζικού) που παραχωρούν εργαζόμενους εταιρείας χαμηλότερου κόστους σε άλλη με τη διατήρηση του ίδιου εργασιακού καθεστώτος.
• Οι περί τους 80.000 εργαζόμενοι με καθεστώς εργολαβίας.
• Οι περί τους 40.000 εργαζόμενοι με καθεστώς stage.
• Οι περί τους 300.000 «αυτοαπασχολούμενοι με μπλοκάκι» που είτε εκπροσωπούν κραυγαλέες περιπτώσεις καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας, είτε ανήκουν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας με εντονότερο το στοιχείο της εξάρτησης από ένα εργοδότη.
• Οι περί τους 1.000.000 ανασφάλιστοι εργαζόμενοι.

Στις παραπάνω κατηγορίες, στις οποίες υπάρχουν και επικαλύψεις, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους του προβλήματος, ενός προβλήματος με κύρια θύματα τους νέους ,τις γυναίκες και τους μετανάστες. Οι νέοι μέχρι 29 ετών αντιπροσωπεύουν το 40% των ανέργων, οι γυναίκες το 58% των ανέργων και το 69% των μερικά απασχολούμενων, ενώ οι μετανάστες το 30% της ανασφάλιστης εργασίας.
3) Τους εργαζόμενους που εργάζονται με «κανονική» απασχόληση, αλλά η θέση τους απειλείται. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009 σημειώθηκαν 55.000 απολύσεις εργαζομένων σταθερής απασχόλησης, ενώ 23 επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 50 εργαζόμενους (μόνο το 0,5% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα) επέβαλαν την εκ περιτροπής εργασία (τετραήμερα, τριήμερα) την ίδια περίοδο που επιχειρήσεις της ίδιας κατηγορίας έθεσαν συνολικά σε διαθεσιμότητα 3.000 εργαζόμενους και χορήγησαν παράνομες «υποχρεωτικές άδειες» σε άλλους 4.000…
4) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική τους κατάσταση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους ή ανταποκρίνεται σε αυτές με μεγάλη δυσκολία. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται:
• Οι επίσημα χαμηλόμισθοι που αμείβονται μέχρι τα 2/3 του διάμεσου καθαρού μισθού των 980 ευρώ, δηλαδή μέχρι 650 ευρώ, και που αντιστοιχούν στο 18% του συνόλου της μισθωτής εργασίας.
• Οι εργαζόμενοι με αμοιβές και άνω του διάμεσου μισθού, αφού δηλώνεται, σε ποσοστό 61% του συνόλου των μισθωτών, η ανεπάρκεια και η μεγάλη δυσκολία κάλυψης των αναγκών.

5) Τους εργαζόμενους που η μισθολογική ανεπάρκεια και στενότητα ωθεί στην επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου με τη μορφή της υπερωριακής εργασίας ( το 33% κάνει συχνές υπερωρίες), και της πολυαπασχόλησης όπως δηλώνει το 15% των μισθωτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια σειρά από αρνητικές παρενέργειες απέναντι στον ελεύθερο χρόνο και τους γενικότερους όρους της ποιότητας ζωής.
6) Τους εργαζόμενους που η ανεπάρκεια του μισθού εξωθεί σε δανεισμό, συχνά επαχθή, όταν το 53% των μισθωτών οφείλει δάνειο και από το οποίο το 79% δυσκολεύεται σοβαρά για την αποπληρωμή του.
7) Τους εργαζόμενους που, ωθούμενοι σε πρακτικές πλήρους εξατομίκευσης της εργασιακής σχέσης, συνδέουν την αμοιβή με την απόδοση, εντατικοποιούν την εργασία τους σε ένα κλίμα ανασφάλειας που επιβάλλει η ανάγκη κάλυψης του ατομικού πλάνου, η δημιουργία τεχνητών ανταγωνισμών μεταξύ συναδέλφων, το άγχος της περικοπής της αμοιβής, της απώλειας της θέσης ευθύνης, της δυσμενούς εξέλιξης στην καριέρα τους. Η μη επίτευξη των στόχων καταλήγει συχνά και σε οδυνηρές εξελίξεις (βλ αυτοκτονίες στη Γαλλία). Στην Ελλάδα το 25% περίπου των ιδιωτικών επιχειρήσεων, άνω των 10 εργαζομένων, έχει εισαγάγει συστήματα σύνδεσης αμοιβής και απόδοσης.
8) Τους εργαζόμενους ενόψει αναδιαρθρώσεων(τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών, εξαγορών, συγχωνεύσεων) που συνδέονται, κατά κανόνα, με μείωση προσωπικού μέσω των ομαδικών απολύσεων(32%) και της «εθελούσιας» εξόδου(43%).
9) Τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που προωθούν αλλαγές στους κανονισμούς εργασίας περιορίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα, και εισάγοντας νέους όρους αμοιβής και ευέλικτα ωράρια, όπως συνήθως συμβαίνει στο 70% των περιπτώσεων εξαγορών/ συγχωνεύσεων, στις περιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και των δημόσιων επιχειρήσεων μετά από μια και μόνη ζημιογόνο ετήσια πορεία. Οι εξελίξεις αυτές, και οι αλλαγές που επιφέρουν, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας ως προς τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων αλλά και των γενικότερων όρων διαβίωσης.
10) Τέλος, τους εργαζόμενους που, μέσα στην ίδια την επιχείρηση, βιώνουν την ψυχική ανασφάλεια, ως προσωπικό δεύτερης και τρίτης ταχύτητας, που συχνά μάλιστα παρέχει την ίδια εργασία με διαφορετικά δικαιώματα. Σε αυτή την κατηγορία, εκτός από τις κλασικές μορφές ευελιξίας, ανήκουν και οι νεοπροσλαμβανόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται σε διαφορετικό και δυσμενέστερο εργασιακό καθεστώς από το παλαιό προσωπικό. Πρόκειται για ένα επιπλέον εργασιακό καθεστώς στα άλλα 12(!) που καταγράφονται στο σύγχρονο δημόσιο τομέα…