Προτεραιότητα η προστασία των ανέργων

Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ*



Τα στοιχεία για την ανεργία που ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη διέψευσαν τις προβλέψεις ότι η μεγάλη υποχώρηση της απασχόλησης στην Ελλάδα θα γινόταν αισθητή μόνο μετά το καλοκαίρι, ως συνέπεια της πτώσης της τουριστικής δραστηριότητας.

Αν και κατά την καλοκαιρινή περίοδο η οικονομική κρίση και η ανεργία σίγουρα θα παροξυνθούν, η καθαρή υποχώρηση της απασχόλησης κατά 66.100 θέσεις, που κατέγραψε η ΕΣΥΕ μεταξύ Νοεμβρίου 2008 και Φεβρουαρίου 2009, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, με βάση τα στοιχεία που έδινε στη δημοσιότητα μέχρι σήμερα η ΓΣΕΕ. Η τελευταία κατέγραφε πρόσφατα απώλεια 18.600 θέσεων εργασίας και 2.617 διαθεσιμότητες για διάστημα πολύ μεγαλύτερο (αρχές Νοεμβρίου 2008 - τέλος Απριλίου 2009).

Επίσης έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η άνοδος του ποσοστού ανεργίας από 8% στο 9,1%, που διαπιστώθηκε με βάση τα ανακοινωθέντα στοιχεία της ΕΣΥΕ, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εάν η στατιστική καταγραφή της ανεργίας δεν απέκλειε από τις τάξεις της τον μεγάλο αριθμό αποθαρρυμένων ανέργων που δεν αναζητούν εργασία με «ενεργητικό» τρόπο, αριθμός που διογκώνεται σε περίοδο οικονομικής κρίσης λόγω του περιορισμού των ευκαιριών απασχόλησης.

Ένας από τους πολλούς λόγους της μεγάλης απόστασης μεταξύ των στοιχείων της ΓΣΕΕ και της ΕΣΥΕ φαίνεται να είναι η μη συμπερίληψη από την πρώτη των αυτοαπασχολούμενων στις απώλειες των θέσεων εργασίας. Το αναφέρω διότι τείνουν να μας διαφεύγουν οι επιπτώσεις της κρίσης στις πολυπληθέστατες ατομικές και άλλες μικρές επιχειρήσεις και ιδίως στους ψευδο-αυτοαπασχολούμενους που δουλεύουν με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις άλλων.

Ήδη πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ επ' ευκαιρία ή λόγω της κρίσης, πολύ μεγάλος αριθμός εργαζόμενων με συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών έχει απολυθεί επί τόπου και ανέξοδα από επιχειρήσεις χωρίς να έχει καν δικαίωμα αποζημίωσης για απόλυση ή επιδόματος ανεργίας.

Η πρόσβαση στα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας της ΕΣΥΕ θα μας επιτρέψει σύντομα τη διερεύνηση των επιπτώσεων της κρίσης στην αυτοαπασχόληση, ωστόσο η άμεση πολιτική προτεραιότητα βρίσκεται στη βελτίωση του συστήματος προστασίας κατά της ανεργίας.

Με το 40% μόνο του συνόλου των ανέργων να επιδοτείται, με το επίδομα ανεργίας (σήμερα στα 454 ευρώ) να αναλογεί μόνο στο 54% του μικτού μηνιαίου μισθού του ανειδίκευτου μισθωτού και με τα εξευτελιστικά ως προς το ύψος (και γι' αυτό προσβλητικά της προσωπικής αξιοπρέπειας) βοήθηματα στους μακροχρόνια ανέργους και τους νεο-εισερχόμενους στην αγορά εργασίας 20-29 ετών, δεν είναι να απορεί κανείς που το ελληνικό σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας είναι, μαζί με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, το πλέον υποτυπώδες στην πρώην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15.

Γι' αυτό και είναι υπερεπείγουσα η μεταρρύθμισή του με σκοπό την αύξηση του ύψους των επιδομάτων και την επιμήκυνση της περιόδου καταβολής τους αλλά και για την ουσιαστική προστασία των μακροχρόνια ανέργων, των οποίων η τύχη σήμερα εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα και την ευαρέστηση των υπευθύνων για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.

Όμως, πέραν των παραπάνω γνωστών προτάσεων μεταρρύθμισης, είναι σκόπιμο να προβληματιστούμε συλλογικά για την ένταξη των συμβασιούχων έργου αλλά και αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό σε κάποιο σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας.

Φέρνω ως παράδειγμα το Ταμείο Ανεργίας Μηχανικών, που παραμένει μέχρι σήμερα ανενεργό, αλλά ανάλογοι μηχανισμοί αναπλήρωσης του εισοδήματος για ψευδο-αυτοαπασχολούμενους μισθωτούς και για μικρο-επαγγελματίες θα μπορούσαν να συσταθούν και να λειτουργήσουν και σε άλλα επαγγέλματα με υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.

Τέλος, το υποτυπώδες σύστημα προστασίας κατά της ανεργίας των μισθωτών και το πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στη χώρα μας μειώνουν δραστικά τη λειτουργία των επιδομάτων ανεργίας ως αυτόματου μηχανισμού σταθεροποίησης της οικονομίας απέναντι στον κίνδυνο ανατροφοδοτούμενης ύφεσης.

Συγκεκριμένα τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα αναπληρώνουν ένα πολύ μικρό μέρος των εισοδηματικών απωλειών των ανέργων και συνεπώς αντισταθμίζουν πολύ μικρό μέρος του ελλείμματος της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα που προκαλεί η ανεργία.

Εκτός λοιπόν από την καλύτερη εισοδηματική στήριξη των ανέργων, η μεταρρύθμιση του συστήματος προστασίας τους μπορεί να αποτελέσει και στη χώρα μας εργαλείο ανάσχεσης του κινδύνου παράτασης και εμβάθυνσης της ύφεσης και αποτροπής των καταστροφικών κοινωνικών της επιπτώσεων.

ΑΥΓΗ 17/5/2009

­* Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο